Ψυχάρης Γιάννης
Το ταξίδι μου
 
 
Το ταξίδι μου, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2002, Σσ.36-85, 86-204, Πρώτη Έκδοση Έργου:1888
 
 
ΙΑ'

Πατριαρχικά

Δεν μπορεί κανείς όλο να χωρατέβη. Τον αδερφό μου το Γιάννη ίσως τον ξαναδιούμε και πιο ύστερα. Για την ώρα είχα άλλες δουλειές. Σηκώθηκα ένα πρωΐ να πάω στο Πατριαρχείο. Με καρδιοχτύπι πάτησα το χώμα του Φαναριού. Προσκυνούσα και τις πέτρες του δρόμου. Μ' έδειξαν την πόρτα που είχαν κρεμάσει τον πατριάρχη. Μάλιστα μ' είπαν που αφού τον κρέμασαν και βγήκε η ψυχή του, τον ξεκρέμασαν και τον έρριξαν κάτω στη θάλασσα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω κι ακόμη δεν το πιστέβω. Βέβαια δε μ' έλεγαν την αλήθεια και δε θα είταν έτσι το περιστατικό. Τον πατριάρχη δεν τον ξεκρέμασαν? τον έβλεπα πάντοτες απάνω στην πόρτα, σα να κρέμουνταν και τώρα, με το ράσο του το μάβρο και με τ' άσπρα του τα μαλλιά. Στο πρόσωπο του είτανε γραμμένα όλα μας τα βάσανα, γραμμένες όλες μας οι δυστυχίες. Για να μη βλέπω πια τον πατριάρχη, πρέπει καμιά μέρα να διώ στην ίδια θέση το Σουλτάνο.
Τρέμοντας και μ' άφατο σέβας, ανέβηκα τις σκάλες, και μπήκα μέσα σ' ένα μικρό καμεράκι. Εκεί μας δέχτηκε ο πατριάρχης. Ήσυχα κι αγάλια, με τρόπο γλυκό, με χαμηλή φωνή, με πολλή κρίση και καλοσύνη, με μιλούσε ο Παναγιώτατος για τη θρησκεία, για το έθνος, για τους δικούς μου, γιατά μένα. Εγώ στέκουμουν εκεί σα βουβός. Δεν μπορούσα νανοίξω το στόμα, δεν μπορούσα λέξη να βγάλω για να τον απαντήσω. Φαντάζουμαι πως θα τού φάνηκα σα χαμένος. Η αλήθεια είναι που η καρδιά μου πάλεβε κ' έτρεμε, σαν κανένα χέρι να την έσφιγγε δυνατά και σα να γύρεβε η καρδιά μου να γλυτώση από το σφίξιμο το φοβερό. Προσπάθησα κάτι να πω, τα μπέρδεψα, προσκύνησα κ' έφυγα.
Ας αφήσουμε τα παιχνίδια? εδώ πολλά λόγια δε χρειάζουνται. Θρήσκος με το παραπάνω δεν είμαι. Μα ποιος μπορεί να διή Πατριαρχείο και Πατριάρχη, δίχως να ταραχτή; Τετρακόσια χρόνια στάθηκε τούτος ο μικρούτσικος τόπος,—ένα ξύλινο σπίτι, ένα παλιόσπιτο,— το μόνο μας καταφύγιο, η μόνη πατρίδα. Εδώ βαστιούνταν το έθνος.
Ξέρω τι θα με πήτε, γιατί εμείς αγαπούμε να τα ξεσκαλίζουμε όλα. Θα με δείξετε που όλοι οι πατριάρχηδες δεν είταν άγιοι θα ξετάσετε την Ιστορία τους• θα βρήτε μέσα λεκέδες ένα σωρό. Ο ένας έγδερνε το λαό και σήκωνε άδικα φόρους• ο άλλος έπαιρνε χρήματα• ένας τρίτος δε ζούσε σαν καλόγερος που είταν. Αφήστε τα τέτοια και δε με μέλει? δε θέλω να τακούσω, δε θέλω να τα ξέρω. Τους γνωρίζω τους λεκέδες• μα σφαλνώ τα μάτια και δεν τους βλέπω. Τι να τους διώ; Αν τους αθρώπους τους θέλετε όλους αγγέλους, από τώρα λέω να σηκώσουμε την τέντα μας και να πάμε να τη στήσουμε στα σύννεφα. Μην κοιτάζουμε όλο τάτομα ας διούμε μια φορά και την ιδέα. Όταν πούμε τίποτις για το Φανάρι, ας έχουμε στο νου μας όχι τους πατριάρχηδες έναν έναν, αλλά το Πατριαρχείο μοναχά. Το Πατριαρχείο τον?τις κάτι σημαίνει.
Οι καλοί μας οι Πολίτες κάθε δυό χρόνια πρέπει να κάμουν άλλο πατριάρχη. Άμα τον κάμουν, τους βλέπεις και περπατούνε στους δρόμους με χαρούμενο πρόσωπο, σα να είχαν πριν κανένα βάρος στο στομάχι και τώρα τόβγαλαν άποπάνω τους. Τους ακούς να λεν? —«Καλά που τον ξεφορτωθήκαμε! Όλα τάφταιγε αφτός ο πατριάρχης! Όλα τα κακά τα είχε. Ο καινούριος ο πατριάρχης είναι φρόνιμος, άξιος άθρωπος—και με νου? όλα τα καλά τάχει. Τώρα θα πηγαίνουν τα πράματα περίφημα».
Οι καλοί μας οι Πολίτες έτσι μιλούν—κάθε δυό χρόνια? για κάθε καινούριο πατριάρχη, λεν τα ίδια. Πού είναι ο σιδερένιος διοργανισμος, πού τα γερά θεμέλια και πού το χέρι της Ρώμης τω Λατίνων, της Ρώμης που κατώρθωσε στα βασίλεια να βασιλέψη και την Εβρώπη να κυβέρνηση; Εμείς, τίποτις απ' αφτά δεν ξέρουμε. Οι κοσμικοί κάμνουν και ξεκάμνουν τους παπάδες• οι ιδιώτες κυβερνούν Εκκλησία και Πατριάρχη. Έναν είδα μάλιστα να τα ψάλη, σαν που λεν, ενός δεσπότη. Ο καθένας ανακατώνεται στα θρησκεφτικά, γιατί άλλη δουλειά δεν έχει. Ξέρετε που κι ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε μάθει την ψαλτική. Όταν τα συγκρίνεις τα δικά μας με τη Ρώμη, σε φαίνουνται κωμωδία. Κι ωστόσο ποιος ακόμη και σήμερα βαστιέται και μνίσκει, κ' είναι αντίπαλος της Ρώμης; Ο πατριάρχης αφτός που αλλάζει κάθε δυό χρόνια. Ήρθε μια μέρα—είναι καιρός κ' αιώνες—που ο πατριάρχης κι ο πάπας χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο? έτσι τόφερνε, όχι η θρησκεία, όχι το «Πιστεύω», δχι ένα «και», σαν που το νομίζει ο κόσμος? έτσι τόφερνε η ιστορία και κάτι λόγοι της γεωγραφίας. Αμα μεγάλωσε η Δύση, έγινε ανάγκη να μην άκούση κανέναν και να μην έχη στο κεφάλι της αφέντη ξένο, τον αφτοκράτορα της Ανατολής, που κι ο πάπας έπρεπε να τον ακούση. Ο Καρλομάγνος δεν ήθελε άλλο νοικοκύρη παρά τον Καρλομάγνο• οι άρχοντες της Δύσης είχαν την υλική εξουσία, θέλησαν όμως νάχουν και την πνεματική. Έκαμαν το δικό τους τον Πατριάρχη, τον πάπα, ανεξάρτητο από το βασιλέα της νέας Ρώμης.
Ο πατριάρχης κι ο πάπας μοιράστηκαν τότες τον κόσμο. Πήρε ο ένας τη Δύση κι ο άλλος την Ανατολή. Σε λίγο καιρό, η ορθοδοξία έκαμε το Ρούσσο δικό της. Έτσι πιάνει τον τόπο της στην Εβρώπη, και σήμερα έχει κάποια σημασία και δύναμη. Τίποτις περισσότερο όμως δε θα κατορθώση? εκεί θα σταθή? άλλους από τους Ρούσσους δε θα κάμη δικούς της. Το κακό—ή το καλό—είναι που ο Γραικός δεν έχει μέσα του μεγάλη θέρμη για τα μυστήρια της θρησκείας και για την πίστη, δεν έχει φανατισμό. Είναι θεολόγος καλός, θρήσκος καθαφτό δεν είναι? έχει εβλάβεια, φωτιά του λείπει. Η θρησκεία δεν του κόφτει την όρεξη, δεν τού χαλνά τον ύπνο, δεν τού ανάφτει τη φαντασία ή την καρδιά? κάθεται όλη μέσα στο νου του. Οι άγιες Τερέζες, οι Φραγκίσκοι της Ασίζας σε μας δε γεννιούνται. Ο Γραικός δε φροντίζει να καταπείση τους άλλους, να τους κάμη ορθόδοξους? θρησκεία για το Γραικό άλλο τίποτις δε θα πη παρά πατρίδα—και την πατρίδα του δεν τη θέλει για τους άλλους? τη θέλει για λόγου του μόνο.
Για τούτο κι ο πατριάρχης δεν μπόρεσε ποτές να γίνη σαν τον πάπα, δυνατός και μεγάλος. Στο μεσαίωνα είταν από κάτω από το βασιλιά? τον έλεγαν πρόβληση άφτοκρατορική. Μια φορά μόνο μπόρεσε νακουστή η φωνή του? πρώτο πρόσωπο δεν έγινε ποτές ο πατριάρχης στο Βυζάντιο. Το σύστημα μας έχει τα καλά του? δεν τού λείπουν όμως και τα κακά. Έχει μάλιστα για την ώρα ο πατριάρχης δύσκολη θέση. Ή το Ρούσσο πρέπει νακούση η τον Τούρκο. Κι ο ένας θυμώνει όταν ακούση τον άλλο. Κοντέβει πάλε να χωριστή καμιά μέρα η Εκκλησία μας. Γρήγορα θα μας ξεφύγουν οι Ρούσσοι. Που ο Ρούσσος να το βαστάξη ποτές,—ο Ρούσσος που θέλει να είναι παντοδύναμος στον τόπο του,—που να το βαστάξη, άλλος στα ξένα νάχη πνεματική εξουσία, μεγαλήτερη από τη δική του και να μπορή να τον προστάζη; Ό τι έγινε με τη Δύση, θα ξαναγίνη πάλε με τη Ρουσσία. θα βρεθή τότες κανένα καινούριο «και», καμιά δυσκολία για το «Πιστεύω». Πολλούς άκουσα να με λεν «Ο πατριάρχης είναι πατριάρχης στους ραγιάδες. Ας πα να βασιλέβη στην Πόλη, όχι σε μας. Τι μπορεί στην Ελλάδα, στη Ρουσσία, που είναι βασίλεια ανεξάρτητα;»
Αφτά τα λόγια θα μας βγάλουν καμιά καινούρια έτεροδοξία. Δε θα το φταίξη η θρησκεία? έτσι πάλε θα το φέρη κανένας λόγος της ιστορίας, έτσι θα το θελήση καμιά πολιτική ανάγκη. Όσο κάθουνται οι Τούρκοι στην Πόλη, όλα τα κακά θα τα πάθουμε. Κ' οι δικοί μας πάλε, άλλο τόσο πολεμούν τον πατριάρχη? ό, τι θέλουν πρέπει να το κάμη. Οι Ρούσσοι κ' οι Γραικοί μαζί τού φιλούν το χέρι, μα τού έχουν το χέρι δεμένο. Τού το φίλησα και γω κ' έλεγα μέσα μου? —«Πρέπει, πρέπει να γκρεμιστούν οι Τούρκοι!»
Όπου πάω, τι κάμω, ό τι απαντήσω, παντού βλέπω, παντού βρίσκω τον Τούρκο. Φτάνει νάνοίξω τα μάτια, φτάνει να γυρίσω να διώ, όλα με θυμίζουν τη σκλαβιά. Πήγα στην Αγιά Σοφιά κ' έπρεπε να φορέσω τούρκικα παπούτσια, για να μπω σ' ορθόδοξη εκκλησιά. Πού να κοιτάξω να διώ τα μεγαλεία της τέχνης; Τα παπούτσια που φορούσα μ' έκαιγαν τις πατούνες και κάθε ώρα έβραζα μέσα μου? μ' έρχουνταν όλο να τα πετάξω στου πορτάρη το μούτρο.
Πήγα στο Σελαμλίκι κι από μακριά που στέκουμουν είδα έναν αφανισμένο, άρρωστο και κατάχλωμο άθρωπο, που περνούσε βιαστικά? είταν ο Σουλτάνος. Είδα στρατιώτες, αξιωματικούς, στρατηγούς στην παράταξη κ' έλεγα μέσα μου? —«Να κ' η βαρβαριά που ροβολάει». Κι όσο τους έβλεπα, σήκωνα τα μάτια, για να διώ τάχατις α δεν πέσουν ξαφνικά φλογερές αστραπές από τον ήσυχο, τον ολόφαιδρο ουρανό.
Πήγα με τον καλό μας τον Ω. να σεργιανίσω τη Βλαχέρνα και ταρχαίο το Βυζάντιο. Ο σοφός μας ο αρχαιολόγος μ' έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι? —«Εδώ είταν εκκλησιά και την έκαμαν τζαμί? εδώ είταν παλάτι κ' έγινε αχούρι. Το ξέρω, γιατί διάβασα την τούρκικη επιγραφή, απάνω στην πόρτα της εκκλησιάς, που το γράφει, και γιατί πέρασα τρεις φορές όλους τους Βυζαντινούς της Μπόννας». Εγώ, όσο τον άκουγα, μ' έπιανε μια φοβερή σταναχώρια. Μ' έτρωγαν τα λόγια του σα σκουλήκι. Έβραζε το αίμα μου και θυμούμουν την πρώτη νύχτα που είχα πλαγιάσει στην Πόλη? έσκανα. Έπρεπε κάπου να ξεσπάσω.

ΙΒ'
«Καπιτάν μπουρντά γκελίορ»

Αφότου είμουνα στην Πόλη, δεν είχα πάει ακόμη στο Μπογάζι. Οι δάσκαλοι το λένε Βόσπορο κ' έχουν άδικο οι δάσκαλοι. Ο λαός Κατάστενο το ξέρει• κάπου κάπου μπορεί και Βόσφορο να στο πη. Οι δάσκαλοι θαρρούν πως τάμαθαν όλα? δεν έμαθαν όμως ακόμη που πρέπει κανείς να σέβεται τις δημοτικές ονομασίες κάθε τόπου. Η μάθησή τους δε φτάνει ίσια με την επιστήμη. Επιστήμη νομίζουν όσα χωρεί το στενούτσικό τους το κεφαλάκι. Φωνάζουν όλοι οι σοφοί τού κόσμου, γράφουν, πολεμούν, παρακαλούνε να τους δώσουμε τους τύπους που συνηθίζει ο λαός. Τίποτις! Οι δάσκαλοι μήτε τάκου?σαν. Οι σοφοί κ' οι γλωσσολόγοι θυμώνουν που δεν είμαστε άξιοι να καταλάβουμε τι γυρέβουν από μας, κ' οι δάσκαλοι τι κάμνουν; Ίσια ίσια για να μην έχουν οι Έβρωπαίοι κακή ιδέα για την Ελλάδα, κόφτουν, κλαδέβουν, ξεπαστρέβουν, καθαρίζουν τα γεωγραφικά ονόματα, τα στρώννουν, τα φέρνουνε στο ελληνικό — και προσμένουν ήσυχα νάτους καμαρώσουμε στην Εβρώπη! Πως καταστρέφουν την ιστορία με την ψεφτογραμματική τους, μήτε τους πέρασε από το νου. Τι θα κάμης λοιπό με τέτοια... κεφάλια;
Εγώ λέω να μην κάμης τίποτις και να σείρουμε το δρόμο μας, γιατί βαρέθηκα τους δασκάλους. Τους βαρέθηκες βέβαια και συ που με διαβάζεις. Όσο για το Βόσφορο, μ' αρέσει Κατάστενο να το λέω? έτσι το συνήθιζε η γιανούλα και τούτο με φτάνει. Μ' αρέσει και Μπογάζι να τακούω? όσο είναι οι Τούρκοι στην Πόλη, με φαίνεται καλό νάχουμε κι αφτό τόνομα—για να μην ξεχνούμε.
Ένα πρωΐ θέλησα λοιπό να σεργιανίσω το Μπογάζι και να διώ κάτι φίλους στην έξοχη. Κατέβηκα στο γεφύρι, το βαπόρι σφύριζε, πήρα μπιλλιέτο, και μπήκα μέσα να πάω στο Μπουγιούχντερε. Μ' αφτό τόνομα οι καημένοι μας οι δάσκαλοι τα μπερδέβουν. Τις δοτικές τις σκορπίζουν όπου μπορούν εν Ταταονλοις θα σε πουν, εν Βλαχέρναις κι άλλες τέτοιες νοστιμάδες. Με το Μπουγιούχντερε αδύνατο να χώσουν και μια κατάληξη αρχαία• τόνομα τούτο δεν κλίνεται. Το Μπουγιούχντερε τους το κάμνει πείσμα. Το Μπουγιούχντερε μοναχό του ρίχτει κάτω όλα τους τα σοφά τα συστήματα, τη γραμματική τους και τη γλώσσα τους. Ας κατεβάσουν πενήντα χιλιάδες απαρεφάτους, μιλλιούνια πληθυντικές δοτικές? φτάνει το Μπουγιούχντερε να δείξη τη μυτίτσα του, να ξετρυπώση ξαφνικά και να βγη στη μέση. Αμέσως βλέπουμε τι τρέχει, καταλαβαίνουμε που ζούμε στα χίλια οχτακόσια τόσα κι όχι στης πρώτης ολυμπιάδας τον καιρό. Το λαμπρό τους το παλάτι γκρεμνά και πέφτει, και φαίνεται με μιας, από κάτω από τις πέτρες τού παλατιού, το σημερνό μας, ταληθινό μας το γραικικό χώμα.
Πόσο ταγαπώ άφτό το Μπουγιούχντερε! Δαιμονίζει τους δασκάλους. Να το κάμουν άξαφνα Βαθυρρύαξ, κ' οι ίδιοι δε θα καταλάβουν τι λεν. Πρέπει να το πουν Μπουγιούχντερε, έχει δεν έχει. Έπειτα, ας μας κόψουν όσες ελληνικούρες έχουν όρεξη. Δε μας μέλει πια! Για να χάση το γάλα την κάτασπρη του θωριά, φτάνει να πέση μέσα μια σταλιά καφές. Έτσι και με τη γλώσσα? άμα βάλης μέσα έναν τύπο μόνο που δεν είναι αρχαίος, τέλειωσε! Δεν είναι πια η γλώσσα σου αρχαία• τίποτις δεν είναι. Του κάκου πολεμούν οι δάσκαλοι, τού κάκου πασκίζουν! Η γλώσσα τους μοιάζει με λίμνη? τη γεμίζουν καθαρό νερό και την καμαρώνουν οι ίδιοι. Για να θολώση το νερό, άλλο δε χρειάζεται παρά να ρίξης μέσα ένα μικρούτσικο Μπουγιούχντερε, ας είναι κ' ένα άφαντο νά. Με μιας χάνεται όλη η ψέφτικη ομορφιά της λίμνης κ' η καθαρέβουσα λασπώνεται.
Οι δάσκαλοι δε βλέπουν και ποτές δε θα διούν που, για όποιονα τόντις ξέρει, αγαπά και σέβεται την αρχαία, φτάνει ένας μόνος τύπος να μην είναι αρχαίος και καταστρέφει όλους τους άλλους. Ένα εμπόδισε κάπου να βάλουν, ένα έγινε να τους ξεφύγη, ένα ήξενρω να πουν, ένα τίποτε να γράψουν, παν όλα! Μεγαλήτερο το κακό παρά αν είταν όλα βάρβαρα, σαν που τα λεν αν είταν όλα βάρβαρα, θα φαίνουνταν τουλάχιστο μια σειρά, μια αλήθεια. Με τον τρόπο το δικό τους, φαίνεται η αρχαία τόντις βάρβαρη κι ανώμαλη. Ένα όνομα καινούριο, ένας δημοτικός τύπος, μια λέξη νέα χαλνά την αρχαία—κι αφανίζει όλες τις δοτικές.
Εγώ που δεν ξέρω δοτικές, δεν ντράπηκα να μπω στο βαπόρι και να πάω στο Μπουγιούχντερε. Ο καμαρωτός, άμα μ' είδε, μυρίστηκε ξένο. Αμέσως ήρθε να με χαιρετήση, να με δώση την καλήτερη θέση του βαποριού. Ο καμαρωτός είταν Αρμένης. Που να μιλήση γραικικά, αφού οι Αρμένηδες και τη γλώσσα τους δε θέλουν πια να μάθουν, και λεν πως είναι Τούρκοι; Κατάλαβα όμως τι μ' ήθελε.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα