Χριστόπουλος Αθανάσιος
 
Βιογραφία
 

 

Γεννήθηκε στην Καστοριά στα 1772 και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Βουκουρέστι, όπου πέθανε στα 1847. Στην πόλη αυτή έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του κοντά σε σημαντικούς δασκάλους, όπως ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Μανασσής Ηλιάδης. Στη συνέχεια έφυγε για τη Δύση και σπούδασε ιατρική και νομικά στη Βούδα και στην Πάντοβα. Επέστρεψε στο Βουκουρέστι στα 1797 όπου μπήκε οικοδιδάσκαλος στον ηγεμονικό οίκο του Μουρούζη. Για ένα διάστημα τον ακολούθησε στην Πόλη, όταν ο Μουρούζης ιδιώτευε (1806-1812) και εκεί βρήκε την άνεση και το ευνοϊκό περιβάλλον  να γράψει τα ποιήματά του. Τα επόμενα χρόνια (1812-1820) κοντά στον ηγεμόνα Ιωάννη Καρατζά θα πάρει μεγάλα αξιώματα, θα φτάσει ως το βαθμό του «μεγάλου λογοθέτη» και με εντολή του ηγεμόνα συνέταξε ένα φιλελεύθερο κώδικα νόμων.

 

Στα 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τις παραμονές της Επανάστασης στάλθηκε από τον Υψηλάντη στα Επτάνησα για να προπαγανδίσει τους σκοπούς της Εταιρείας.  Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 έχασε όλα του τα αξιώματα και κατέφυγε στο Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας.

 

Στα 1836, μετά τη σύσταση του πρώτου Ελληνικού Κράτους, ο Χριστόπουλος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά μετά από σύντομη παραμονή στο Ναύπλιο και απογοητευμένος από την πολιτική και κοινωνικήκατάσταση που συνάντησε στην πατρίδα του επέστρεψε στο Σιμπίνι τη Τρανσυλβανίας, όπου και πέθανε.

 

Η δράση του Χριστόπουλου ήταν πολυσχιδής. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα, φιλολογικά, γλωσσικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, νομικά, πολιτικά κ.ά. Πιο γνωστός όμως έμεινε ως ποιητής, αφού θεωρήθηκε ως ο Νέος Ανακρέων της Ελλάδας. Σημαντική θέση στα νεοελληνικά Γράμματα έλαβε επίσης ο Χριστόπουλος και για τις γλωσσικές του θέσεις, αφού υποστήριξε ένθερμα την ομιλούμενη ως γραφόμενη γλώσσα.

 

Στα 1802 έγραψε το δράμα Αχιλλεύς σε γλώσσα δημοτική το οποίο παίχτηκε πολλές φορές στο θέατρο και υπήρξε αναμφισβήτητα από τα πρώτα θεατρικά έργα που συγκίνησαν τους Έλληνες και διέγειραν την φιλοπατρία τους. Στα 1805 τύπωσε στη Βιέννη το βιβλίο Γραμματική της Αιολοδωρικής διαλέκτου, ήτοι της ομιλούμενης των Ελλήνων γλώσσης, στην οποία εξέθεσε τις απόψεις του για τη γλώσσα. Στο μελέτημα αυτό υποστηρίζει ότι η ομιλούμενη γλώσσα των Ελλήνων προέρχεται από δύο αρχαίες διαλέκτους, την Αιολική και τη Δωρική.

 

Στα 1811 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Λυρικά, αυτή που τον καθιέρωσε ως ποιητή. Τα Λυρικά αποτελούν την πρώτη, μετά την κατάκτηση της Κρήτης και ύστερα από ενάμισι περίπου αιώνα ποιητικής ύπνωσης, γνήσια λυρική φωνή, που μαζί με την ποίηση ενός άλλου Φαναριώτη, του Ιωάννη Βηλαρά, δημιουργούν μια καινούρια παράδοση ποιητικής δημιουργίας. Τα ποιήματά του τα χωρίζει σε ερωτικά και βακχικά και βρίσκονται στο πνεύμα του ευρωπαϊκού κλασικισμού. Η γλώσσα του είναι δημοτική, κομψή, του σαλονιού, αδούλευτη και οι στίχοι του συχνά δίνουν την εντύπωση ότι αποβλέπουν να συγκινήσουν τις Φαναριώτισσες, οι οποίες την εποχή εκείνη ενδιαφέρονταν για την ποίηση. Υμνεί τον έρωτα και το κρασί και μας παρουσιάζει συνεχώς τον εαυτό του πληγωμένο από τον έρωτα. Τα ποιήματα του Χριστόπουλου είναι ανάλαφρα και πρόσχαρα και φέρνουν μια νέα πνοή και ένα διαφορετικό μήνυμα. Την εποχή του τα Λυρικά κυκλοφόρησαν σε απανωτές εκδόσεις και επηρέασαν μεγάλους ποιητές της επόμενης γενιάς, όπως ο Διονύσιος Σολωμός.