Σούτσος Παναγιώτης
 
Βιογραφία
 

 

Νεότερος αδελφός του Αλέξανδρου, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1806. Σπούδασε, όπως και ο αδελφός του, στο Γυμνάσιο της Χίου και στα πανεπιστήμια του Παρισιού, Πάδουας και Βενετίας και επέστρεψε μαζί με τον αδελφό του στην Ελλάδα το 1826. Έκτοτε οι δρόμοι τους χωρίζουν, αφού ο Παναγιώτης εισήλθε στο διοικητικό κλάδο και διετέλεσε νομάρχης και γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Επικρατείας. Μετά την αποχώρησή του από την δημόσια υπηρεσία επιδόθηκε στη δημοσιογραφία και εξέδωσε τις εφημερίδες Ήλιος, Αναγεννηθείσα Ελλάς και Ένωσις. Πέθανε στην Αθήνα το 1868.

 

Μαζί με τον αδελφό του και τον Αλέξανδρο Ραγκαβή θεωρούνται οι ιδρυτές και κυριότεροι εκπρόσωποι της Ρομαντικής Σχολής. Σπούδασε στο Παρίσι και εκεί γνώρισε τον Ρομαντισμό και επηρεάστηκε από αυτόν. Το έργο του διακρίνεται σε ποιητικό και πεζογραφικό. Το 1823, ενώ ακόμη βρισκόταν στο Παρίσι έγραψε στα γαλλικά και δημοσίευσε αργότερα την ποιητική συλλογή Odes d’ un jeune Grec και το 1831 στο Ναύπλιο τη συλλογή Ερωτικά και ελεγεία, καθώς και το πιο γνωστό από όλα τα έργα του Οδοιπόρος. Το τελευταίο αυτό έργο, όπως και το έργο του αδελφού του Περιπλανώμενος αποτελεί μαρτυρία της βαθιάς επίδρασης που υπέστη από το γαλλικό Ρομαντισμό. Με το έργο αυτό ουσιαστικά εισάγεται ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα και πρόκειται για έργο «δραματικόν», όπως τιτλοφορείται, χωρίς όμως καμιά σκηνική πρόθεση. Η γλώσσα του κειμένου στην πρώτη έκδοση (1831) είναι απλή καθαρεύουσα αλλά ο Παναγιώτης Σούτσος στις κατοπινές εκδόσεις την επεξεργάζεται ανάλογα με τις διαρκώς εξελισσόμενες γλωσσικές πεποιθήσεις του, που τείνουν προς τον αρχαϊσμό.

 

Το 1835 εκδίδει μια ακόμη ποιητική συλλογή με τον τίτλο Κιθάρα, όπου ο λυρισμός του εκδηλώνεται πιο χαρακτηριστικά.  Ταυτόχρονα σχεδόν με την Κιθάρα γράφει και το πρώτο του μυθιστόρημα, τον Λέανδρο (1834), το οποίο έχει μορφή επιστολική και εμφανώς επηρεασμένο από το έργο του Φώσκολου Le ultime lettere di Jacopo Ortis. Δίπλα σε ερωτικά και «βακχικά» συνυπάρχουν πατριωτικά και πολιτικό – σατιρικά, κατά το πρότυπο των ποιημάτων του αδελφού του Αλέξανδρου.

 

Στα νεότερα έργα του (τραγωδίες, λυρικά δράματα και μυθιστορήματα) η ρομαντική γραμμή παρουσιάζεται μειωμένη και είναι σαφώς κατώτερης εμπνεύσεως και αξίας. Η ολοένα και πιο αρχαΐζουσα γλώσσα των κειμένων τα καθιστά ψυχρά και απρόσιτα για τον μέσο αναγνώστη.

Η γλώσσα των κειμένων του Παναγιώτη Σούτσου είναι η καθαρεύουσα, με τάσεις προς τον αρχαϊσμό, τον οποίο θέλησε να θεμελιώσει και θεωρητικά με το έργο του Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου (1853). Στον Π. Σούτσο απάντησε ο Κ. Ασώπιος με το έργο του, Τα Σούτσεια, με το οποίο άσκησε έντονη κριτική στις ρομαντικές και τις γλωσσικές υπερβολές του.