Ροΐδης Εμμανουήλ
 
Βιογραφία
 

 

Ο Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρας το 1836 όπου και πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Στη συνέχεια μετέβη με την οικογένεια του στην Γένοβα της Ιταλίας, όπου εμπορευόταν ο πατέρας του. Σε ηλικία δεκατριών χρονών ξαναγύρισε στη Σύρα και περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1855 πήγε  στο Βερολίνο, όπου για ένα χρόνο παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας και από κει μετέβη στο Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου ανέλαβε υπαλληλική θέση στο εμπορικό γραφείο του θείου του Δημ. Ροδοκανάκη, ενώ παράλληλα μετέφραζε ξένα λογοτεχνικά έργα. Μετά από σύντομη παραμονή στην Αίγυπτο και τον θάνατο του πατέρα του, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε οριστικά. Τότε αποφάσισε να ασχοληθεί σοβαρά με την λογοτεχνία, αφού εν τω μεταξύ είχε εμφανισθεί και ως δημοσιογράφος.

Το 1873 έχασε σχεδόν όλη την περιουσία του σε μετοχές. Φίλος και οικείος του Χαρίλαου Τρικούπη, διορίστηκε πέντε φορές έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης - της οποίας κατήρτισε τον έντυπο κατάλογο – και τέσσερις παύτηκε από τους αντιπάλους του. Για ένα χρόνο (1875 – 1876) εξέδωσε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο, χιουμοριστικό καταρχάς και σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος, με το οποίο καυτηρίαζε την κομματική συναλλαγή της εποχής του και υποστήριζε τον Τρικούπη. Η βαρηκοΐα, από την οποία υπέφερε από νεαρή ηλικία, η οποία εντάθηκε μετά το 1890, η απώλεια της περιουσίας του και οι συνακόλουθες οικονομικές δυσχέρειες, αλλά και η έμφυτη αθυμία του, κατέστησαν τον χαρακτήρα του βαθμηδόν απαισιόδοξο και φυγάνθρωπο. Πέθανε το 1904 από καρδιακή προσβολή.

 

Το έργο του Ροΐδη είναι πλουσιότατο. Η πρώτη του παρουσία στα νεοελληνικά γράμματα έγινε το 1860 με την έκδοση της μετάφρασης του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, που είχε κάνει ενόσω βρισκόταν ακόμη στη Ρουμανία. Ο πρόλογος του βιβλίου φανέρωνε γνώσεις και ικανότητες γύρω από τη φιλολογία και τη γλώσσα σπάνιες την εποχή εκείνη για την Ελλάδα. Το 1866 εξέδωσε την Πάπισσα Ιωάννα, ένα έργο με το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα το όνομα του Ροΐδη. Το τιτλοφορεί ο ίδιος μεσαιωνική μελέτη, αλλά ουσιαστικά είναι σάτιρα, όπου προσπαθεί να αποδείξει την ηθική πτώση της παπικής εκκλησίας. Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και τον επέβαλε διεθνώς, αλλά προκάλεσε και πολλές αντιδράσεις από εκκλησιαστικούς κυρίως κύκλους. Το βιβλίο του αυτό αφορίστηκε τότε από την Ιερά Σύνοδο. Μετά την Πάπισσα, δημοσίευσε επίσης συλλογές διηγημάτων που αναφέρονται  στην καθημερινή ζωή της Σύρας και σε παιδικές του αναμνήσεις.

 

 Ως δημοσιογράφος δημοσίευσε πλήθος άρθρων, ευθυμογραφήματα, χρονογραφήματα, κριτικές, γλωσσικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ παράλληλα συνέταξε τις ετήσιες διπλωματικές επιθεωρήσεις της εφημερίδας Ώρα του Τρικούπη.

 

Το είδος, όμως, στο οποίο διέπρεψε ο Ροΐδης και επηρέασε και τις νεότερες γενιές ήταν η κριτική. Είναι γνωστή η θεωρία του περί της «περιρρεούσης ατμοσφαίρας», σχετικά με την δημιουργία ποίησης. Αναφέρει σχετικά: «αδύνατον φαίνεται ημίν  ποιητής να γεννηθή και να υπάρξη εκτός μιας οιασδήποτε ποιητικής ατμοσφαίρας· τοιάυτην δε σήμερον δεν έχομεν εν Ελλάδι, αφού τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθημεν, του δε διανοητικού βίου των εθνών της Δύσεως δεν μετέχομεν εισέτι». Η εισήγησή του αυτή αποτέλεσε την απαρχή μιας διαμάχης που άρχισε ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Άγγελο Βλάχο, ο οποίος, απαντώντας στον Ροΐδη σε μια διάλεξή του στον Παρνασσό, υποστήριξε ότι η ποίηση είναι θείο δώρο της έμπνευσης και ότι στην Ελλάδα εκείνη την εποχή υπήρχε κατάλληλη ποιητική ατμόσφαιρα. Η διαμάχη αυτή, που άρχισε από εντελώς γενικά θέματα, κατέληξε στο εξειδικευμένο ζήτημα της νέας λογοτεχνίας και επεκτάθηκε στο θέμα της γλώσσας. Ο Ροΐδης βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί κατά των συγχρόνων του και να τιμήσει τους παλαιότερους ποιητές, Χριστόπουλο, Βηλαρά και Σολωμό και να υποστηρίξει την ποιητική αξία της δημοτικής γλώσσας. O Ροϊδης, μολονότι καθαρευουσιάνος, υπήρξε ένας από τους ένθερμους οπαδούς του Ψυχάρη και πολέμησε με πάθος για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας και πνευματικής ζωής. Όλα τα έργα του τα έγραψε στην καθαρεύουσα, πλην του έργου Η Μηλιά το οποίο έγραψε στη δημοτική.

 

Ο Ροΐδης, βαθύς γνώστης της ρωσικής λογοτεχνίας, έγραψε μελέτες για τον Ντοστογιέφσκι και άλλους Ρώσους συγγραφείς. Eπίσης, μετέφρασε στα ελληνικά την Ιστορία της Αγγλίας του Μακώλεϋ, την Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας του Ταιν καθώς και εκλεκτά έργα της ξένης φιλολογίας και ποίησης (Πόε, Σατωβριάνδου κ.ά.).

 

Ο Ροΐδης ήταν από τους πρώτους που έστρεψαν τα πυρά της κριτικής του κατά του αθηναϊκού ρομαντισμού και άσκησε έντονη κριτική στους σύγχρονούς του πεζογράφους για την «γλυκανάλατον ειδυλλιακήν μονοχρωμίαν των νεοελληνικών διηγημάτων» τους, υποδεικνύοντας στους λογοτέχνες να παίρνουν τα θέματά τους από την ζωή των πόλεων και όχι από την ύπαιθρο, επειδή θεωρούσε ότι από τις πόλεις θα ξεπηδήσει ο νεοελληνικός πολιτισμός.

 

Στο καθαρά δημιουργικό του έργο, ο Ροΐδης αποδεικνύεται έξοχος αφηγητής, με γλώσσα (καθαρεύουσα) γεμάτη σφρίγος και πλαστικότητα. Διακρίνεται για την εκλεκτικότητα, την λεπτότητα και την δηκτικότητα του ύφους του, για την πρωτοτυπία του, τον αυθορμητισμό του και το κριτικό του πνεύμα.