Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος
 
Βιογραφία
 

 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το 1851 στη Σκιάθο.  Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και μητέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) Αλεξάνδρου Μωραΐτη από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Για οικονομικούς λόγους διέκοψε πολλές φορές τις εγκύκλιες σπουδές του και τελικά πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου το 1874 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών χωρίς να πάρει ποτέ το πτυχίο.

 

Όπως προκύπτει από το σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του, ο Παπαδιαμάντης από πολύ νωρίς (1868), σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ χρονών επιχείρησε ανεπιτυχώς να γράψει μυθιστόρημα. Η πρώτη εμφάνισή του στα Γράμματα έγινε με το μυθιστόρημα Η Μετανάστις, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως το 1879 και συνέχισε με το Οι έμποροι των εθνών (1882-83) και Η γυφτοπούλα (1884). Στα πρώτα του αυτά έργα ακολουθεί τα πρότυπα των ιστορικών μυθιστορημάτων, για να στραφεί τελικά στο ηθογραφικό διήγημα, το οποίο καλλιέργησε για μια εικοσιπενταετία. Η νουβέλα του Χρήστος Μηλιόνης, που ακολούθησε και δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1885, θεωρήθηκε ως μετάβαση του συγγραφέα από το ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα. Την ουσιαστική όμως στροφή στο ηθογραφικό διήγημα θα την πραγματοποιήσει με Το χριστόψωμο (1887).

 

Από το 1881 χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το επώνυμο Παπαδιαμάντης, που προέρχεται από το όνομα του πατέρα του παπα-Αδαμαντίου. Το πρωτότυπο λογοτεχνικό του έργο αποτελείται από μυθιστορήματα, διηγήματα και λίγα ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο. Από το έργο του ξεχωρίζουν τα σκιαθίτικα διηγήματα, μερικά από τα οποία αναγνωρίστηκαν ως αριστουργήματα της πεζογραφίας μας. Οι ήρωές του, ταπεινοί βοσκοί, κοπέλες, εμποράκοι, ηλικιωμένες χήρες, ναύτες και καπετάνιοι ιστιοφόρων πλοίων, συγκροτούν έναν κόσμο στον οποίο συνυπάρχουν η καλοσύνη, η αθωότητα αλλά και η κακία και ο φθόνος. Η γλώσσα του, προσωπική και ιδιότυπη, είναι επηρεασμένη από τη γλώσσα της Εκκλησίας και της υμνογραφίας. Στα διηγήματά του χρησιμοποιεί το ρεαλισμό για να απεικονίσει έναν κόσμο σκληρό, που υποφέρει από τη φτώχεια και τη δυστυχία. Σε πολλά όμως από αυτά επικρατούν τα λυρικά στοιχεία και ποιητές όπως ο Ελύτης έχουν κάνει λόγο για τη «μαγεία του Παπαδιαμάντη». Αντλώντας από τον Όμηρο, τους αρχαίους συγγραφείς, τους Πατέρες και τους υμνογράφους της Εκκλησίας και έχοντας αποθησαυρισμένη μέσα του την ιδιωματική γλώσσα των ηρώων του, κατορθώνει, χάρη στη σπάνια γλωσσική του ευαισθησία, να συνδυάζει την ποιητικότητα της καθαρεύουσας γλώσσας του, που αποτελεί το βασικό όργανο της αφήγησης και των περιγραφών, με τη ζωντανή, φωνογραφική σχεδόν, αποτύπωση του προφορικού λόγου.

 

Ανάμεσα στα εκλεκτά του διηγήματα ανήκει Το μοιρολόγι της φώκιας, όπου θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του συγγραφέα. Ηρωίδα εδώ είναι η μικρή Ακριβούλα που, δίχως να θέλει, χάνεται μέσα στα κύματα, μοιρολογιέται από μια φώκια, ενώ ο κόσμος συνεχίζει να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν άψυχη μηχανή: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γιαγιά του παιδιού, η γριά-Λούκαινα ανεβαίνει το μονοπάτι αγνοώντας το φοβερό περιστατικό και η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Από τα διηγήματά του ξεχωρίζουν επίσης τα Στο Χριστό στο Κάστρο, Όνειρο στο κύμα, Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου, Τα ρόδινα ακρογιάλια.

 

Το πιο πολυσυζητημένο έργο του όμως είναι η Φόνισσα (1903). Η ηρωίδα, η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού, ανακεφαλαιώνοντας τη ζωή της βλέπει ότι τίποτε άλλο δεν έκανε παρά να υπηρετεί τους άλλους. Σκλάβα των γονιών, του συζύγου της και τώρα των παιδιών και των εγγονών της φτάνει στο σημείο του παραλογισμού και άρχισε «να ψηλώνει ο νους της». Αποτέλεσμα ήταν να πνίγει μικρά κορίτσια, πιστεύοντας ότι έτσι απαλλάσσει τα ίδια και τις οικογένειές τους από τη φτώχεια και τα βάσανα. Στο τέλος η ηρωίδα πνίγεται στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες που την καταδιώκουν, «εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης». Με ωμό τρόπο, που ξεπερνά το ρεαλισμό και φτάνει στο νατουραλισμό, ο συγγραφέας περιγράφει τις σκηνές των φόνων. Ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη λεπτομέρεια ψυχογραφεί τη φόνισσα και τις ψυχολογικές της διακυμάνσεις, δείχνοντας πως η διαταραχή της την οδηγεί να πιστεύει ότι οι πράξεις της είναι θέλημα Θεού.

 

Το έργο του Παπαδιαμάντη αγαπήθηκε πολύ στον καιρό του. Σε μια περίοδο γλωσσικών φανατισμών γίνεται αποδεκτό και από τους πιο φανατικούς δημοτικιστές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Παλαμάς, που από τους πρώτους εκφράστηκε με τα θερμότερα λόγια. Η κριτική, που αρχίζει με τον ανεπιφύλακτο ύμνο του Παλαμά, θα φτάσει ως την επιφύλαξη και την άρνηση (Κ. Θ. Δημαράς, Παν. Μουλλάς, Η. Tonnet). Ο Τέλλος Άγρας θεωρεί τη γλώσσα του ως «τελευταία άνθηση της καθαρεύουσας στα ελληνικά γράμματα», ενώ ο Ελύτης επισημαίνει τον λεξιλογικό του πλούτο «που κινητοποιεί για να ζωντανέψει τους μύθους του, θησαυρισμένος από απανωτά στρώματα παιδείας». Με την πάροδο του χρόνου και ιδίως την τελευταία εικοσαετία πληθαίνουν οι μελέτες γύρω από το έργο του, που στην πλειοψηφία τους βλέπουν τον Παπαδιαμάντη ως τον σημαντικότερο πεζογράφο της γενιάς του.

 

Ο Παπαδιαμάντης εκτός από διηγήματα έγραψε και λιγοστά ποιήματα στα οποία άλλοτε χρησιμοποίησε καθαρεύουσα και άλλοτε δημοτική. Τα ποιηματά του υστερούν σημαντικά σε σχέση με τα διηγήματά του, αφού δεν κατάφερε να δώσει σ’ αυτά την ποιητική πνοή που χαρακτηρίζει τα περισσότερα διηγήματά του. Διακρίνονται πάντως για τη γνώριμη ατμόσφαιρα που διέπει το πεζογραφικό του έργο, καθώς είναι εμπνευσμένα από σκιαθίτικα μοναστήρια και ξωκλήσια με έντονο το φυσιολατρικό αίσθημα.

 

Ο Παπαδιαμάντης πέθανε το 1911 στη Σκιάθο, όπου είχε αποσυρθεί από το 1908.