Ψυχάρης Γιάννης
 
Βιογραφία
 

 

Ο Γιάννης Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας το 1854 από οικογένεια από τη Χίο και πέθανε στη Γαλλία το 1929. Πρίν ακόμη πάει στο σχολείο, ο πατέρας του εγκατάλειψε τη Ρωσία κι εγκαταστάθηκε στην Πόλη. Λόγω της ιδιαίτερης κλίσης του στα Γράμματα, όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο πατέρας του τον έστειλε σε συγγενείς του στη Γαλλία, για ν’ αποκτήσει καλύτερη μόρφωση. Τελείωσε το γυμνάσιο στη Μασσαλία και τη Φιλοσοφική Σχολή της Σορβόνης του Παρισιού με άριστα. Ύστερα παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα σε γερμανικά Πανεπιστήμια, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτορας.

 

Επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1885 άρχισε να διδάσκει ελληνικά στην Ècole des Hautes Ètudes και από το 1904 στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στη Σορβόννη, όπου διαδέχτηκε τον Emile Legrand. Γνώριζε άριστα αρχαία ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά και ιταλικά. Ηταν γλωσσολόγος, λογοτέχνης, δεινός ρήτορας και εξαίρετος συζητητής. Στις διαλέξεις του, είτε στα ελληνικά είτε στα γαλλικά, δεν είχε ποτέ χειρόγραφο, ούτε σημειώσεις. Βασιζόμενος στην απέραντη μνήμη του και στην εξαιρετική ρητορική του δεινότητα έτερπε, ενθουσίαζε και συνάρπαζε το ακροατήριο. Ο Ψυχάρης απέκτησε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους επιστημονικούς και φιλολογικούς κύκλους της Γαλλίας, κατακτώντας μια σημαντική θέση ακόμη και στα γαλλικά Γράμματα.

 

Για πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το 1886, περιηγήθηκε κυρίως τα νησιά και ιδιαίτερα την πατρίδα του, τη Χίο. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό τις έγραψε στο πολύκροτο βιβλίο του Το Ταξίδι μου, που εξέδωσε το 1888. Το βιβλίο αυτό προκάλεσε σάλο και τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του αθηναϊκού πνευματικού κατεστημένου και αποτέλεσε το εγερτήριο σάλπισμα για τους αγώνες του δημοτικισμού. Το ταξίδι μου δεν είναι καθαρά λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά περισσότερο γλωσσολογικό, με στέρεο επιστημονικό οπλισμό. Είναι ένα κράμα πεζογραφίας, οδοιπορικού, απομνημονευμάτων και γλωσσολογίας. Το αποτελούν 27 κεφάλαια, το καθένα από τα οποία έχει ως ένα σημείο νοηματική αυτοτέλεια. Ο σκοπός της συγγραφής του βιβλίου αναφέρεται από τον ίδιο τον Ψυχάρη: «όποιος με διαβάσει θα καταλάβει με τι σκοπό έγραψα το Ταξίδι μου. Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική του γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας. Πάντα αμύνεται περί Πάτρης».

 

Δίπλα στον Ψυχάρη και στο κήρυγμά του, ότι η δημοτική γλώσσα είναι συνέχεια της αρχαίας αττικής και είναι ανάγκη να γίνει το καθολικό εκφραστικό όργανο του Έθνους, στάθηκαν μόνο τρεις άνθρωποι: Ο διευθυντής της εφημερίδας Ακρόπολις Βλάσης Γαβριηλίδης, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και ο Εμμανουήλ Ροΐδης, που έγραψε και ολόκληρο βιβλίο στην καθαρεύουσα, Τα είδωλα, υποστηρίζοντας τις θέσεις του Ψυχάρη. Αργότερα, και άλλοι λογοτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι υποστήριξαν τις γλωσσικές του θέσεις, όπως ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Πέτρος Βλαστός κ.ά.

 

 «Το Ταξίδι μου», γράφει ο καθηγητής Έμμανουήλ  Κριαράς «θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί το μανιφέστο ενός αποστόλου, θρεμμένου με μάθηση, με θερμή πίστη, με θέληση. Είναι το βιβλίο που έδινε έκφραση σ’ ένα κήρυγμα που περιμενόταν. Μέσα σε αυτό καθρεφτίζονται στον υψηλότερό τους βαθμό η πίστη μιας γενεάς που ανέβαινε, το φλογερό ευαγγέλιο που βάζει τέρμα στους δισταγμούς, που προσπαθεί να οργανώσει τη λογοτεχνία [...]». 

 

Ο Ψυχάρης, εκτός όμως από γλωσσολόγος, ήταν και λογοτέχνης. Από τα καθαρά λογοτεχνικά του έργα το πιο αξιόλογο είναι ίσως Τ’ όνειρο του Γιαννίρη (1897), ένα είδος ωραιοποιημένης αυτοβιογραφίας, με έντονα λυρικά στοιχεία. Από το 1902 μέχρι και το 1909 δημοσίευσε σε πέντε τόμους το βιβλίο Ρόδα και μήλα, το 1904 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά,  το 1907 την Άρρωστη δούλα, το 1910 Τα δύο αδέλφια, το 1911 Στον ίσκιο του πλάτανου (δεκαπέντε διηγήματα), το 1913 την Αγνή και το 1914 Τα δύο τριαντάφυλλα του Χάρου.

 

Στα πεζογραφήματά του αυτά ο Ψυχάρης δεν κατορθώνει να είναι ο απόλυτα γνήσιος πεζογράφος. Επηρεασμένος από διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα της Γαλλίας, θέλησε να καλλιεργήσει κυρίως το ψυχολογικό μυθιστόρημα. Ζώντας όμως μακριά από την Ελλάδα, όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα που την περίοδο εκείνη περνούσε ακόμη το στάδιο του ηθογραφικού διηγήματος. Για τον Κ. Θ. Δημαρά τα μυθιστορήματα του Ψυχάρη έχουν όλα τα τεχνικά εφόδια, αλλά δεν έχουν το χάρισμα της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας, που θα τους προσέδιδε τη ζωή και θα δημιουργούσε ζωντανούς ανθρώπινους τύπους. Ακόμη και η γλώσσα τους είναι μια μίμηση της προφορικής λαλιάς με εξεζητημένη αφέλεια και επιτηδευμένη απλότητα.

 

Ο Ψυχάρης έμεινε περισσότερο γνωστός μέχρι σήμερα όχι τόσο για το λογοτεχνικό του έργο όσο για το γλωσσολογικό. Η προσφορά του για τη λύση του γλωσσικού ζητήματος υπήρξε τεράστιας σημασίας. Δίχως την αγωνιστική του παρουσία κανείς δεν μπορεί να εικάσει ποια θα ήταν η κατάσταση της γλώσσας και της παιδείας σήμερα. Εκτός από το Ταξίδι μου, σταθμό στον αγώνα της δημοτικής γλώσσας αποτέλεσε και το τρίτομο επιστημονικό του έργο Μεγάλη ρωμαίικη επιστημονική γραμματική (1929).