Καβάφης Κωνσταντίνος
 
Βιογραφία
 

Ο Καβάφης, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1870) και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας, η μητέρα του Χαρίκλεια, φαναριώτικης καταγωγής και τα εννέα παιδιά της (ο Κωνσταντίνος ήταν ο μικρότερος) μετοίκησαν  στο Λίβερπουλ και αργότερα στο Λονδίνο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη και τέλος πάλι στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε στην Αγγλία και την Κωνσταντινούπολη και συμπλήρωσε τις σπουδές του σε ελληνικό λύκειο της Αλεξάνδρειας, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοσιογράφος, μεσίτης σε Χρηματιστήριο και τελικά γραμματέας στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Στη θέση του υπαλλήλου παρέμεινε μέχρι το 1922, οπότε παραιτήθηκε για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ποίηση.

 

Η ποιητική του δημιουργία συμπίπτει με εκείνη του Παλαμά, ο οποίος την ίδια χρονική περίοδο στην Αθήνα αποτελεί τη σημαντικότερη προσωπικότητα στο χώρο των Γραμμάτων. Η Αλεξάνδρεια, στην οποία υπάρχει πλούσια ελληνική εμπορική παροικία, όπου ο ποιητής θα ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, είναι η πόλη με τις ανεξάντλητες ιστορικές μνήμες που θα επηρεάσει βαθύτατα την ποίησή του και θα γίνει αναπόσπαστο μέρος της θεματικής των ποιημάτων του.

Ο Καβάφης υπήρξε ιδιαίτερα φιλομαθής και με πολλές γνώσεις στους τομείς της φιλολογίας και της ιστορίας. Στα ποιήματά του αναφέρεται συχνά σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Εμπνέεται περισσότερο από την ελληνιστική εποχή με τα έντονα φαινόμενα παρακμής, τα οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί για τις αναλογίες που βρίσκει με το παρόν. Τα ιστορικά γεγονότα αποτελούν μια πρόφαση, ένα άλλοθι ή ένα μέσο με το οποίο δίνει υπόσταση στα προσωπικά του βιώματα.

 

Ο Καβάφης, ενώ γνώριζε πολύ καλά τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ήταν ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός, δεν φαίνεται να ακολούθησε συστηματικά κάποιο από αυτά. Βαθμιαία απομακρύνθηκε εντελώς και κινήθηκε στα πλαίσια του ρεαλισμού. Γύρω στα 1900 περίπου είχε ήδη διαμορφώσει το δικό του ύφος. Η αφήγησή του έχει το χαρακτήρα ντοκουμέντου, ενώ τα αισθήματα της απομόνωσης, της φθοράς και της παρακμής κυριαρχούν στα ποιήματά του. Στο αδιέξοδο που κυριαρχεί στον εξωτερικό κόσμο, το μόνο που απομένει είναι η αξιοπρέπεια του ατόμου. Και αυτή είναι η απάντηση που δείχνουν να δίνουν τα περισσότερα από τα ποιήματά του.

 

Τα ποιητικά κείμενα του Καβάφη πλησιάζουν τον πεζό λόγο. Αυτό το πετυχαίνει με την λιτότητα στην έκφραση, τα λιγοστά επίθετα, τον ελεύθερο στίχο με τον άνισο αριθμό συλλαβών. Η γλώσσα είναι ιδιότυπη και περιέχει πολλά στοιχεία από την καθαρεύουσα αλλά και από τη δημοτική, ενώ είναι διανθισμένη με πολλούς ιδιωματισμούς από την Αλεξάνδρεια και την Πόλη. Ο Καβάφης είναι γνωστός επίσης για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας.

 

Τα ποιήματά του τα επεξεργάζεται συνεχώς, πριν τα δέσει σε μικρά καλαίσθητα τεύχη και τα μοιράσει σε ένα περιορισμένο κύκλο εκλεκτών φίλων του. Όσο ζούσε, δεν υπήρξε κάποια επίσημη έκδοση των ποιημάτων του.

Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του ’80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη, το πρώτο αναγνωρισμένο ποίημά του, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του. Με την έκδοση του τελευταίου αυτού ποιήματος έχει αρχίσει να διαφαίνεται η ποιητική φυσιογνωμία του Καβάφη, ενώ με την έκδοση του πρώτου τεύχους με τα δεκατέσσερα συγκεντρωμένα ποιήματά του το 1904 έχει πια διαμορφωθεί η δική του εντελώς ιδιότυπη και ανεπανάληπτη έκφραση, την οποία βαθαίνει και πλουτίζει συν τω χρόνω μέχρι το θάνατό του, προσθέτοντας με φειδώ καινούρια ποιήματα.

 

Τα αναγνωρισμένα από τον ίδιο ποιήματά του είναι 154. Το πρώτο χρονολογικά είναι τα Τείχη (1896) και το τελευταίο Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας (1933). Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν Τα Κεριά (1899) και ακολουθούν, από  το 1900 έως το 1904, Οι Θερμοπύλες, Η πόλις, το Πρώτο σκαλί, το Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ποιήματα της ωριμότητας θεωρούνται το Ποσειδωνιάται (1906), το Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και η Ιθάκη. Το μοτίβο της αξιοπρεπούς στάσης κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου χαρακτηρίζει αυτά τα ποιήματα.

 

Ο ίδιος ο ποιητής διέκρινε τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: στα φιλοσοφικά, τα ιστορικά και τα ηδονικά (ή αισθησιακά). Από αυτά τα περισσότερα ανήκουν στα ιστορικά. Η νεότερη κριτική επεσήμανε τον διδακτισμό της ποίησής του (ο Ευάγγελος Παπανούτσος ονόμασε τον Καβάφη «διδακτικό ποιητή») και τη σχέση της ποίησής του με τα ιστορικά περιστατικά της Αιγύπτου και της εκεί ελληνικής παροικίας (Στρ. Τσίρκας).

 

Η ποίηση του Καβάφη δεν βρήκε αμέσως απήχηση στην εποχή του. Εκείνα που περισσότερο ξάφνιασαν τους λογίους στην ποίηση του Καβάφη ήταν η ιδιότυπη γλώσσα, το απροσδόκητο της τεχνοτροπίας, το στιχουργικό παίγνιο, οι διαυγείς φιλοσοφημένες συλλήψεις, με δύο λόγια η προσωπική και ανεπανάληπτη ποιητική τέχνη του. «Έτσι, από τον αιφνιδιασμό αυτόν οι μορφωμένοι της εποχής εκείνης», γράφει ο Πέτρος Χάρης, «βγήκαν κάτι περισσότερο από ζημιωμένοι: ούτε λίγο, ούτε πολύ, έδειξαν πως δεν ήταν σε θέση να νιώσουν έναν αληθινό ποιητή. Κι ο Καβάφης ήταν ο προσωπικότερος ποιητής μας». Στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά λόγος γι’ αυτόν το 1903, όταν ο Ξενόπουλος δημοσίευσε στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «Ένας ποιητής». Με την πάροδο του χρόνου όμως φάνηκε ότι το αναγνωστικό κοινό του αυξήθηκε κατακόρυφα και άρχισε να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Σήμερα είναι από τους πιο διαβασμένους Έλληνες λογοτέχνες διεθνώς και έχει επηρεάσει πολλούς ποιητές σε όλο τον κόσμο.