Πολυδούρη Μαρία
 
Βιογραφία
 

 

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Μετά το πέρας των γυμνασιακών της σπουδών διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Την ίδια περίοδο εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για το γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. Μετά τον θάνατο και των δύο της γονέων της γράφτηκε στη νομική σχολή και μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί γνωρίστηκε και συνήψε σχέση με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της αλλά και στην ποίησή της. Η διάλυση αυτής της σχέσης την οδήγησε σ’  έναν τρόπο ζωής, που συνετέλεσε στη ραγδαία φθορά της υγείας της και τέλος στο θάνατό της.

 

Το 1925, αφού είχε ήδη επιδεινωθεί η υγεία της και είχε εγκαταλείψει τις σπουδές της, έφυγε για το Παρίσι, όπου και πήρε δίπλωμα ραπτικής με την πρόθεση να ανοίξει στην Αθήνα μοδιστράδικο. Η είδηση της αυτοκτονίας του αγαπημένου της Καρυωτάκη την βύθισε σε απόγνωση και υπήρξε η χαριστική βολή για την ήδη επιβαρημένη υγεία της που την οδήγησε στο θάνατο το 1930.

 

Η Πολυδούρη έγραψε ποιήματα από πολύ νωρίς. Το 1916 δημοσίευσε στο περιοδικό  Οικογενειακός Αστήρ το πρώτο της ποίημα και το 1922 στα περιοδικά Πρόσπερος της Σύρου, Ελληνική Επιθεώρησις, Πανδώρα, Παιδική Χαρά και Εύα. Εξέδωσε μόνο δύο ποιητικές συλλογές. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο Οι τρίλλιες που σβήνουν, τυπώθηκε το 1928 και η δεύτερη με τον τίτλο Ηχώ στο χάος, το 1929.

 

Η ποίηση της Πολυδούρη δεν είναι μια ποίηση με προσεγμένη την αρμονία και το ύφος της. Κάτω από το βάρος της προσωπικής της περιπέτειας και με μια υπερχειλίζουσα ευαισθησία, πολύ σπάνια μπόρεσε να βρει την κατάλληλη ποιητική φόρμα για να εκφραστεί ποιητικά. Τα ποιήματά της χαρακτηρίζονται από πηγαίο λυρισμό, ερωτικό συναίσθημα και τρυφερή γυναικεία ευαισθησία, γεμάτη θλίψη.

 

«Η Πολυδούρη», σημειώνει ο Κώστας Στεργιόπουλος, «κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες στιγμές της τις πολλές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση που την χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας της […] εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπάθεια και τύψη ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της με το πάθος και τον παλμό της φωνής της».