Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
 
Βιογραφία
 

 

Ο Κ. Χατζόπουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1868 από πολύ φτωχούς γονείς και υιοθετήθηκε, πολύ μικρός ακόμη, από τους ευκατάστατους τσιφλικάδες Σωτήρη και Ελένη Στάικου, οι οποίοι έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την μόρφωσή του. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για ένα σύντομο διάστημα άσκησε τη δικηγορία στο Αγρίνιο, αλλά λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους θετούς γονείς του, εγκατέλειψε το επάγγελμά του και στράφηκε στα Γράμματα.

 

Εγκαταστάθηκε τότε στην Αθήνα και αναμίχθηκε ενεργά στη λογοτεχνική ζωή, όπως εξάλλου και ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος, διηγηματογράφος και μεταφραστής (γνωστός με το ψευδώνυμο «Μποέμ»). Το 1897 πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και, αμέσως μετά την αποστράτευσή του, εξέδωσε το περιοδικόΤέχνη, αρκετά πρωτοποριακό για την εποχή του, στο οποίο συνεργάζονταν οι πιο αξιόλογοι ποιητές και λόγιοι, όπως ο Παλαμάς, ο Εφταλιώτης κ.ά.  Μέσα από τις σελίδες του, ο Χατζόπουλος και οι συνεργάτες του δημοσίευαν άρθρα με τα οποία ενημέρωναν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό για τα μεγάλα ευρωπαϊκάλογοτεχνικά ρεύματα και τους σημαντικούς λογοτέχνες.  Μετέφραζαν επίσης και δημοσίευσαν στο περιοδικό έργα του Γερμανού φιλοσόφου Νίτσε και των σκανδιναβών θεατρικών συγγραφέων Στρίντμπεργκ και Ίψεν.

 

Το 1900 ο Χατζόπουλος έφυγε για τη Γερμανία με σκοπό να μελετήσει συστηματικά τη γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία και άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης. Έχοντας ήδη προσχωρήσει στο δημοτικισμό, ίδρυσε στις πόλεις Μόναχο και Βερολίνο «Αδελφάτα της Δημοτικής», όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα. Στο διάστημα της εκεί παραμονής του δέχτηκε την επίδραση των σοσιαλιστικώνιδεών, που τότε άρχιζαν να κυκλοφορούν στην Ευρώπη. Ίδρυσε μάλιστα στο Μόναχο τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση» και μετέφρασε στη δημοτική το Κομμουνιστικό Μα v ιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον Εργάτη του Βόλου.

 

Με την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Χατζόπουλος επέστρεψε (1914) στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Υπήρξε στην αρχή φανατικός υποστηρικτής της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου και τον συνέδραμε σε πολλές περιπτώσεις με τις γνώσεις που είχε αποκτήσει στο εξωτερικό. Στην Αθήνα συνεργάστηκε, κυρίως ως κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, με περιοδικά, όπως Ο Διό v υσος, Ο Νουμάς, Νέα Ζωή, Γράμματα Αλεξανδρείας και το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του οποίου ήταν και βασικό στέλεχος.  

 

Ο Κ. Χατζόπουλος εμφανίστηκε στη νεοελληνική λογοτεχνία νωρίς με τη δημοσίευση ποιημάτων του στο περιοδικό Εβδομάς του Δημήτρη Καμπούρογλου, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός. Το 1898 δημοσίευσε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές, Τα τραγούδια της ερημιάς και Τα ελεγεία και τα ειδύλλια, που χαρακτηρίζονται από έντονο ελεγειακό τόνο. Στα πρώτα αυτά ποιήματα είναι έντονες επιδράσεις του συμβολισμού.

 

Σύντομα όμως εγκατέλειψε την ποίηση και στράφηκε στην πεζογραφία. Τα πρώτα του διηγήματα ακολουθούν τις αρχές της ηθογραφίας. Βαθμιαία τον απασχόλησαν τα κοινωνικά ζητήματα, λόγω της σοσιαλιστικής του ιδεολογίας. Η στροφή αυτή προς το σοσιαλισμό κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία φαίνεται έντονα στα μεταγενέστερα έργα του. Είναι φανερή η προσπάθειά του να αναπαραστήσει με όσο γίνεται πιστότερο τρόπο τη ζωή της ελληνικής επαρχίας, θέλοντας όχι μόνο να απεικονίσει τα κρατούντα ήθη αλλά και να καταγγείλει έμμεσα την καθυστέρηση σε όλα τα επίπεδα της αγροτικής κοινωνίας και την πνιγηρή ατμόσφαιρα σε κάθε εκδήλωση της καθημερινής της ζωής. Στα διηγήματα λ.χ. Αγάπη στο χωριό (1910) και Ο Πύργος του Ακροπόταμου (1915), πέρα από τον έντονα ηθογραφικό τους χαρακτήρα, διακρίνει κανείς έναν κοινωνικό προβληματισμό, δοσμένο με ρεαλισμό. Στον Πύργο του Ακροποτάμου περιγράφεται η ζωή τριών ορφανών κοριτσιών που ζουν αποκομμένα από των έξω κόσμο, έχουν πολλές ευαισθησίες και τελικά η μία αυτοκτονεί και η άλλη οδηγείται στην τρέλα εξαιτίας του κοινωνικού περίγυρου.

 

Τον ίδιο χρόνο (1915) δημοσίευσε το διήγημα Υπεράνθρωπος, στο οποίο σατιρίζει τις πρώτες και ανώριμεςεπαφές του με την γερμανική πνευματικήζωή και τον επόμενο χρόνο εξέδωσε μια άλλη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Τάσω, στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα. Σε αρκετά  διαφορετική ατμόσφαιρα, φανερά επηρεασμένο από το συμβολισμό, κινείται το μυθιστόρημα Φθινόπωρο (1917). Ακόμα και ο τίτλος συνδέεται με τη μουντή, θλιβερή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο περιβάλλον και την πλήξη που χαρακτηρίζει τη ζωή των ηρώων. Ο έρωτας του Στέφανου και της αδύναμης, ευαίσθητης και ασθενικής αρραβωνιαστικιάς του Μαρίκας είναι χωρίς μέλλον. Η θλίψη και η απογοήτευση τους χαρακτηρίζουν και τελικά ο θάνατος της ηρωίδας επισφραγίζει το αδιέξοδο.

 

Το 1920 εξέδωσε τις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του, Απλοί τρόποι και Βραδυνοί θρύλοι, τα οποία είναι επηρεασμένα και αυτά από το συμβολισμό αλλά και από τη λογοτεχνία των βόρειων χωρών.

 

Η αγάπη του για το θέατρο τον έκανε να μεταφράσει αρκετά έργα του ευρωπαϊκού δραματολογίου: Φάουστ και Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκαίτε, Ηλέκτρα του Χόφμαννσταλ, Ο Επιθεωρητής του Ν. Γκόγκολ, Η Κυρά της θάλασσας και Όταν θα ξυπνήσουμε νεκροί του Χ. Ίψεν, Τα μυστήρια του Α. Στρίντμπεργκ.  

 

Ο Χατζόπουλος πέθανε εν πλω στο Ιόνιο Πέλαγος, ταξιδεύοντας προς το Πρίντεζι της Ιταλίας το 1920.