Βρανούσης Λέανδρος , Ρήγας Βελεστινλής, 1757 – 1798
 
Αθήνα 1963
 
 
 

    «Ο Ρήγας βρήκε ώριμη την εποχή του. Δούλεψε, βέβαια, μ’ όλες του τις δυνάμεις – και δεν υπήρξε ο μόνος – για να «φωτίση και ν’ αφυπνίση τους ραγιάδες· η ραγδαία όμως εξέλιξη των πραγμάτων τον προκατέλαβε μεσοστρατίς. Ο φωτισμός του Γένους, μακρόπνοο εθνεγερτικό σχέδιο, που θ’ απαιτούσε φυσιολογικά, ν’ αναλωθούν στη διακονία του σειρές ολόκληρες γενεών, έπεφτε απροσδόκητα σε δεύτερη μοίρα και, προς στιγμήν παραμεριζόταν, για να επισπευσθή και να προηγηθή η ανάσταση του Γένους!» (σ. 136)

    «Η «Ελληνική Δημοκρατια» του Ρήγα έμεινε όνειρο, που συχνά εθέρμανε τις καρδιές των επιγόνων. […] Η προσπάθεια του Ρήγα, αναμφισβήτητα υπερεθνική πρέπει να τοποθετηθή αυστηρά περιχαρακωμένη στην εποχή του, για να κατανοηθή και να εξηγηθή σωστά. Η εποχή του, η παράδοση και το ιδεολογικό κλίμα, όπου έζησε ο Ρήγας, κυοφορούσαν τους πόθους και τις αντιλήψεις απ’  όπου αναδύθηκε το όραμα της «Ελληνικής Δημοκρατίας» του. Τρεις κυρίως πηγές αρδεύουν το έδαφος απ’ όπου εβλάστησε ο ευγενικός καρπός της Ρωμιοσύνης: η βυζαντινή παράδοση, η κλασσική δόξα των προγόνων, και οι νεωτεριστικές ιδέες της επαναστατικής Γαλλίας». (σελ. 141)

    «Ο «Θούριος» δεν είναι ένα πολεμικό εμβατήριο της μάχης. Είναι μια επαναστατική προκήρυξη, σάλπισμα ξεσηκωμού και προσκλητήριο δυνάμεων, κυρίως όμως απελευθερωτικό πρόγραμμα και πολιτική κατήχηση. Ουσιαστικά, δεν κηρύσσει, αλλά προεξαγγέλλει μια επανάσταση. Έρχεται να καταδείξη την ανάγκη του ξεσηκωμού και να προετοιμάση τα πνεύματα. Γράφτηκε σε στίχους βέβαια και τραγουδιέται, κ’ έτσι διαδίδεται ευκολώτερα από στόμα σε στόμα, απηχεί βαθύτερα στις καρδιές, υποβάλλει, εμπνέει και συναρπάζει. Μιλάει τη θερμή γλώσσα των αληθινών έργων και μεταρσιώνεται κάπου - κάπου σε λυρικές εξάρσεις μεγαλείου και πάθους. Στη βάση του όμως δεν παύει να ’ναι μια προκήρυξη που ξετυλίγει ένα πρόγραμμα, ένα έργο πολιτικού διαφωτισμού κ’ επαναστατικής κατήχησης. Φυσιολογική προέκταση όλου του άλλου έργου του Ρήγα κι αποκορύφωμα της εθνεγερτικής του προσπάθειας. Μετά απ’ αυτό, δεν απομένει παρά η οργάνωση των δυνάμεων και η ένοπλη εξέγερση…». (σελ. 72)