Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Στεργιόπουλος Κώστας, «Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς και η «Πολιορκία» »
 
Αθήνα 1994, Κέδρος, σσ. 89-100
 
 
 

Πριν από τριάντα χρόνια, γράφοντας για τη δεύτερη έκδοση του πρώτου μυθιστορήματος — και πρώτου βιβλίου — του Αλέξανδρου Κοτζιά Πολιορκία, τον είχα χαρακτηρίσει ως έναν από τους εργατικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς. Από τότε, αποδείχτηκε ακόμα εργατικότερος, ώστε η προσφορά του ν' απλώνεται σήμερα — αν όχι παντού ισοδύναμα, οπωσδήποτε ικανοποιητικά — τόσο στην κριτική του βιβλίου και το κριτικό μελέτημα όσο και στο θέατρο και τη μετάφραση. Κύρια συγγραφική του απασχόληση, πάντως, στάθηκε απ' την αρχή η αφηγηματική πεζογραφία — κι ίσαμε το τέλος, το μυθιστόρημα κι αργότερα η νουβέλα δεν έπαψαν ν' αποτελούν την πιο σημαντική του επίδοση.

Και γενικότερα όμως, η πνευματική φυσιογνωμία του παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά του προβληματισμένου και ουσιαστικού μυθιστοριογράφου, με μια κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα και την κοινωνική πραγματικότητα του καιρού του και, παράλληλα, απέναντι στο ίδιο το ανθρώπινο κύτταρο και τη μοίρα του ανθρώπου. Πεζογράφος στη βαθύτερη σύστασή του, με γόνιμα διδάγματα από τη μαθητεία του στον Ντοστογιέφσκι και τη γνωριμία του στη συνέχεια με το έργο ξένων νεοτερικών μυθιστοριογράφων, με γραφή και γλώσσα μόνιμα σκληρή ως το σαρκασμό και με κυρίαρχο το εωσφορικό στοιχείο, χωρίς αναμίξεις και διαφυγές πουθενά προς το λυρισμό και την ποίηση, ανήκει στις συγγραφικές εκείνες ιδιοσυγκρασίες, που μόνο με την εκτεταμένη αφήγηση, μόνο με το μύθο και την πλοκή αισθάνονται πως εκφράζουν τον κόσμο τους, και μέσα από κει διοχετεύουν, με τη μορφή της αφηγηματικής πεζογραφίας, ό,τι πιο καίριο έχουν να πουν.

«Εκείνο που σε σταματάει περισσότερο», σημειώνει ο Βάσος Βαρίκας για ένα απ' τα μυθιστορήματα του Κοτζιά, «είναι η σύνθεσή του. Σπάνια σε σύγχρονο, και όχι μονάχα ελληνικό, μυθιστόρημα θα συναντήσεις τόσες περιπλοκές στο μύθο, τόσο πλούσια και πολύμορφη δράση, τέτοιο πλήθος συμβεβηκότων. Ο πληθωρισμός αυτός και η συσσώρευση, που φέρνει στη μνήμη τα αναγνώσματα περιπετειών, μπορεί συχνά να κουράζει. Ο συγγραφέας όμως ποτέ δεν χάνει τον έλεγχό τους. Τα οργανώνει και τα πειθαρχεί κατά τρόπο πράγματι αξιοθαύμαστο. Γνώστης της τεχνικής του κλασικού μυθιστορήματος, ξέρει να την ανανεώνει και να την πλουτίζει με εντελώς σύγχρονες εμπειρίες.»

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926, ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και πέθανε από ατύχημα στη Τζια τον Σεπτέμβριο του 1992, πέφτοντας από τρία περίπου μέτρα ύψος. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1943, μ' ένα διήγημα στο περιοδικό Μαθητικά Γράμματα. Άλλο ένα, με τίτλο «Η γυναίκα με τις ψεύτικες χάντρες», δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Νέος Λόγος τον Απρίλιο του 1947, ενώ τον Ιανουάριο του 1951 δημοσίεψε με το ψευδώνυμο Κ. Π. Αλεξάνδρου στο περιοδικό Στάχυς ένα απόσπασμα από το δεύτερο μυθιστόρημά του. Την επίσημη όμως εμφάνισή του έκανε το 1953 με το μυθιστόρημα Πολιορκία, που την οριστική του μορφή πήρε αργότερα στη δεύτερη έκδοση το 1961, κι από τότε επανεκδίδεται χωρίς άλλες τροποποιήσεις.

Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: Μια σκοτεινή υπόθεση (1954, β' έκδ. αναθ. 1963, όμοιες και οι επόμενες), Ο Εωσφόρος (1959, β' έκδ. αναθ. 1981, όμοια και η επόμενη), Η απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις Αρχής (1979) και Φανταστική περιπέτεια (1985), τα τέσσερα τελευταία χωρίς αναθεωρήσεις στις μετέπειτα εκδόσεις τους. Με τα επτά αυτά μυθιστορήματα, συμπληρώνεται η μυθιστορηματική παραγωγή του κι αρχίζει μια σειρά από ισάριθμες νουβέλες, που δεν πρόφτασε να τις γράψει όλες, με το γενικό τίτλο Τα Παιδιά του Κρόνου, όπου ο συγγραφέας εμφανίζει και πάλι σε κάθε μια τους κάποιο από τα δευτερεύοντα ή κι εντελώς διαβατικά πρόσωπα των αντίστοιχων κατά σειρά μυθιστορημάτων του, αλλά σε πρωταγωνιστικό αυτή τη φορά ρόλο. Κυκλοφόρησαν, όσο ζούσε, οι νουβέλες: Ιαγουάρος (1987), Η μηχανή (1989) και Ο πυγμάχος (1991), ενώ η τέταρτη, Το σοκάκι, τελειωμένη μόλις πριν απ' το θάνατό του, εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο (1993). Συμπλήρωμα της πεζογραφίας του αποτελούν και τα ιστορικά αφηγήματα: Ο εθνικός διχασμός (1974), Η δίκη των έξι (1975) και Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (1975).

Από τις άλλες του συγγραφικές επιδόσεις ιδιαίτερα αξιοσημείωτα είναι τα διάσπαρτα σε περιοδικά κι εφημερίδες κριτικά του κείμενα (στις εφημερίδες κάποτε και με το ψευδώνυμο Κ. Παναγιώτου), που ένα μέρος τους συγκέντρωσε στους τόμους: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982), Αφηγηματικά (1984), Δοκιμιακά και άλλα (1986) και στο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη Τα αθηναϊκά διηγήματα (1992). Αξιόλογο και πιο εκτεταμένο είναι και το μεταφραστικό του έργο. Έχει μεταφράσει: Οι φτωχοί (1954) και Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1954) του Ντοστογιέφσκι, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (1954) του Γεωργίου Φίνλεϋ, Το μηδέν και το άπειρον (1960) και Ο κομμισάριος και ο γιόγκι (1962) του Άρθουρ Καίσλερ, Η δίκη (1961) και Ο πύργος (1964) του Κάφκα, Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης (1963) του Α. Τζόουνς, Αλέξανδρος ο Μέγας (1963) του Α. Μπερν, Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν (1965) της Φλάννερυ Ο'Κόννορ, Ο διάβολος στους λόφους (1969) του Τσέζαρε Παβέζε, Εγώ ο Κλαύδιος (1969) του Ρόμπερτ Γκρέηβς, Σαίξπηρ ο σύγχρονος μας (1970) του Γιαν Κοττ, Ο Σαίξπηρ και η εποχή του (1970) του Λούις Ράιτ, Η καταγωγή της γυναίκας (1976) της Ελέιν Μόργκαν, Ελένη (1983) του Νίκου Γκατζογιάννη, Οι μάχες του Κοξίνγκα (1984) του Τσικαμάτσου Μονζαεμόν και πολλά άλλα με ψευδώνυμο ή και ανώνυμα.

Εκτός απ' το έργο του το κριτικό και το μεταφραστικό, έχει γράψει και τρία θεατρικά έργα. Το ένα, Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ' επίπλων, εκδόθηκε το 1962 και πρωτοανεβάστηκε από το «Ημικρατικό Θέατρο Πελοποννήσου» το 1980. Τ' άλλα δύο,  Ο μονόλογος της Μαριάννας και Ορφέας και Ευρυδίκη, κυκλοφόρησαν δακτυλογραφημένα μαζί σε 70 φωτοαντίγραφα το 1988, και μοιράστηκαν στον θεατρικό κόσμο και σε μερικούς φίλους από το συγγραφέα. Το πρώτο παίχτηκε μάλιστα λίγο αργότερα κι από την Πέπη Οικονομοπούλου στο «Θέατρο της οδού Αντιοχείας». Στις πνευματικές του δραστηριότητες πρέπει να προσθέσουμε, τέλος, την επιμέλεια της εβδομαδιαίας φιλολογικής σελίδας στις εφημερίδες Μεσημβρινή (1961-1967) και Η Καθημερινή (1975-1982), καθώς και τη συμμετοχή του κατά το διάστημα της δικτατορίας στην εκδοτική αντιστασιακή ομάδα που δημοσίεψε τα Δεκαοχτώ Κείμενα (1970) και τα Νέα Κείμενα, 1 και 2 (1971) και στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ως διευθυντής, εξ άλλου, μετά την πτώση της χούντας, του Γραφείου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας του Λονδίνου, διοργάνωσε τον Νοέμβριο του 1975 το μήνα προβολής της Ελληνικής Τέχνης, Λογοτεχνίας, Θεάτρου, Κινηματογράφου, Αρχιτεκτονικής και Επιστημών του Ανθρώπου.

Όλα αυτά, βέβαια, φωτίζουν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο την προσωπικότητά του και ενισχύουν αναμφισβήτητα την όλη συγγραφική και πνευματική του παρουσία. Το κύριο βάρος όμως της προσφοράς του πέφτει σταθερά στην αφηγηματική πεζογραφία. Και πάλι, εκείνο από τα βιβλία του που αποτελεί όχι μονάχα ένα από τα πιο στέρεα επιτεύγματά του, αλλά και βασικό κλειδί για το μελετητή του έργου του είναι το πρώτο του μυθιστόρημα Πολιορκία, όπου υπάρχουν ήδη ή κυοφορούνται σε προχωρημένο στάδιο τα κυριότερα χαρακτηριστικά κι οι πυρήνες και της μετέπειτα αφηγηματικής παραγωγής του.

 

Η Πολιορκία δεν είναι μόνο ένα αξιόλογο μυθιστόρημα· είναι και μια συγκλονιστική μαρτυρία των τελευταίων σκοτεινών χρόνων της Κατοχής, μια πιστή αναπαράσταση του πρώτου εμφύλιου σπαραγμού, που έμελλε να συνεχιστεί με το δεκεμβριανό κίνημα και να καταλήξει στη μεγάλη εμφύλια σύρραξη. Βιβλίο «δύσκολο», μα όχι κι απ' τα πιο δύσκολα στην ανάγνωση βιβλία του συγγραφέα, δύσκαμπτο στη γλώσσα και γεμάτο γωνίες και τραχιές επιφάνειες, πέρα απ' τον πολιτικοκοινωνικό του χαρακτήρα και τις εξωτερικές γενικές καταστάσεις, κρύβει και μιαν άλλη διάσταση, αθέατη στο επιπόλαιο διάβασμα, που αντιπροσωπεύει την άλλη όψη της πεζογραφίας του Κοτζιά.

 

«Στα 1943», μας λέει στο σύντομο προλογικό του σημείωμα, «άρχισε στην πατρίδα μας ένας πόλεμος. Μέσα στην καθολική, τη μεγάλη σφαγή που συνάρπαζε και θέρμαινε τότε τις καρδιές και τα πνεύματα, ετούτα τα "τοπικά", τα "επεισοδιακά", αγνοήθηκαν, σχεδόν απορριγμένα στο περιθώριο, καθώς μάλιστα βρισκόντανε — πράμα που τόσο συχνά συμβαίνει με τα διαδραματιζόμενα στην πατρίδα μας — ολωσδιόλου έξω από το "κλίμα της εποχής". Οπωσδήποτε, αυτός είτανε ο δικός μας πόλεμος. Γίνηκε εδώ, μέσα στις δικές μας εστίες και με το δικό μας το αίμα καταβλήθηκε το βαρύ του αντίτιμο.

[...] Η φάση που μας απασχολεί ξετυλίχτηκε όλη μέσα στα σπίτια μας, μέσα στους δρόμους, στα δωμάτια, στα κρεβάτια μας. Έτσι, η ψυχολογία του "πεδίου της μάχης" που, κατά κάποιο τρόπο, είναι βολική και ησυχαστική, πρόσκοφτε ολοένα στη "μαρτυρική" επάνοδο της καθημερινότητας, ίσως για να κάνει τη δοκιμασία πιο δύσκολη. — Εδώ, γνωριζόμαστε και σφαχτήκαμε.»

Αυτόν, λοιπόν, «το δικό μας τον πόλεμο», μας ζωντανεύει ο Κοτζιάς με την Πολιορκία (αργότερα θα τον ονομάσει «τριακονταετή», λογαριάζοντας μαζί και τα χρόνια της χούντας) — και πρέπει να το ξαναπούμε, πως πρόκειται για ένα απ' τα πιο γερά στη σύλληψη και στην εκτέλεση μυθιστορήματά του, μαζί με την Απόπειρα και το Αντιποίησις Αρχής, και με αισθητή διαφορά απ' τα δυο αμέσως επόμενα. Κανένας ίσως από τους συγγραφείς μας δε μας έδωσε ως τώρα το φοβερό τούτο αλληλοφάγωμα μέσα στα σοκάκια και τους δρόμους της κατοχικής Αθήνας με τόση δύναμη και με τέτοια συνθετική πληρότητα, μολονότι δεν έλειψαν εντελώς κι άλλα αξιοσημείωτα βιβλία με παραπλήσιο θέμα. Φυσικά, όλες οι σελίδες της Πολιορκίας δεν είναι γραμμένες ούτε με την ίδια επιτυχία, ούτε με την ίδια πυκνότητα. Η τάση του συγγραφέα ν' απλώνεται και ν' αναπτύσσει, γενικότερο γνώρισμα της πεζογραφίας του, δίνει κι εδώ στην αφήγηση του μια έκταση, που αποβαίνει εις βάρος της αρχιτεκτονικής οικονομίας. Ιδιαίτερα, η επιμονή του στο παρουσίασμα των προσώπων στα εννιά-δέκα αρχικά κεφάλαια καθυστερεί την εξέλιξη του μύθου και χαλαρώνει την ένταση, ίσως επειδή ο Κοτζιάς αργούσε συνήθως να «ζεσταθεί» και να μπει ολόκληρος στο κλίμα και το χώρο των πρώτων τουλάχιστον βιβλίων του, ώστε ν' αναπτύξει αμέσως την κατάλληλη θερμοκρασία και ν' αποφύγει τις μακρηγορίες. Αλλά κι έτσι, η αδρή τούτη σύνθεση δεν παύει ν' αποτελεί στο σύνολό της ένα μυθιστόρημα σημαντικό, που αποζημιώνει τελικά τον αναγνώστη και μένει για καιρό χαραγμένο στη μνήμη του.

Ό,τι κάνει την Πολιορκία ν' αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς άλλωστε συμβαίνει και με όλα σχεδόν τα από την Απόπειρα και πέρα μυθιστορήματά του, έστω κι αν δε γίνεται παντού το ίδιο πετυχημένα, είναι το παράλληλο ξετύλιγμα των εξωτερικών γεγονότων, αυτή η καταγραφή των γενικών πραγμάτων και καταστάσεων, και η ταυτόχρονη παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής και της ατομικής ψυχολογίας των ηρώων. Τα πρόσωπά του αποκτούν δική τους υπόσταση κι έχουν δική τους μοίρα. Διαγράφονται και ψυχογραφούνται ως χαρακτήρες, ζουν τη χωριστή τους ύπαρξη και αντιδρούν με το δικό τους τρόπο. Αξιοσημείωτη είναι η ικανότητά του να φέρνει τους ήρωές του αντιμέτωπους και η ψυχολογική του δύναμη στην περιγραφή των συνειδητών ή ασύνειδων αντιδράσεων τους, όπως και η τάση του να δοκιμάζει τις συνειδήσεις τους κι από τις επί μέρους περιπτώσεις να προχωρεί ως το γενικότερο προβληματισμό γύρω απ' το θέμα της ύπαρξης.

Μερικοί απ' τους κριτικούς του, ωστόσο, παρασυρμένοι απ' το γεγονός ότι ο Μηνάς Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας, κι όποιοι τον περιστοιχίζουν ανήκουν στους ταγματασφαλίτες, γνωστούς συνεργάτες των Γερμανών (και παραπέμπω εδώ ενδεικτικά σε όσα έγραψε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος το 1955 στην Επιθεώρηση Τέχνης), αμφισβήτησαν την αντικειμενικότητα και την αξία του βιβλίου, χωρίς να προσέξουν καθώς το εξήγησα και παλαιότερα, πως έτσι ο συγγραφέας τους απογυμνώνει και τους στιγματίζει περισσότερο απ' τους άλλους, τους αντίπαλους, που μόνο σα σκιές κινούνται γύρω τους και οι πράξεις τους έχουν ομαδικό χαρακτήρα. Το σημείωσε πιο ύστερα κι ο Τίτος Πατρίκιος στην κριτική του για την τρίτη έκδοση, παρατηρώντας ότι «η Πολιορκία δεν προσέγγιζε τα γεγονότα και τους αυτουργούς τους ακολουθώντας τις παγιωμένες τομές, κι αυτό την έκανε ένα βιβλίο που έφερνε αμηχανία, ενοχλούσε, ή, ακόμα, προκαλούσε έντονες απορριπτικές αντιδράσεις», για να καταλήξει πως ο Κοτζιάς, «φέρνοντας την είδηση και το μήνυμα της φρίκης, ανέλαβε έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο: τον κίνδυνο που είχε πάντα ο αγγελιοφόρος να τον ταυτίσουν με την καταστροφή που αγγέλλει».

Βέβαια, πουθενά δε γίνεται η παραμικρή νύξη, πουθενά ο συγγραφέας δεν αφήνει τον εαυτό του να επαναστατήσει απέναντι στη θηριωδία των ηρώων του, προτιμώντας να προκαλεί αδιάκοπα τον αποτροπιασμό και την εξέγερση του αναγνώστη. Εντούτοις, η ιδιαίτερη σημασία του βιβλίου δε βρίσκεται στην αντικειμενική θεώρηση της διαμάχης των δύο παρατάξεων, ούτε μονάχα στη μυθιστορηματική αναπαράσταση της κρίσιμης αυτής στιγμής. Κατά βάθος κι εδώ, όπως και στα μετέπειτα έργα του, παράλληλη επιδίωξη του παραμένει η διερεύνηση των σκοτεινών παρορμήσεων του ανθρώπου, που εκτρέφονται και γίνονται ακόμα σκοτεινότερες από τις εξωτερικές συνθήκες και την ιδιάζουσα φύση των γεγονότων. Η εξοντωτική τούτη διαμάχη τού δίνει την ευκαιρία να μελετήσει την ανθρώπινη φύση σε στιγμές πανικού και έσχατης εξαθλίωσης, για ν' ανασύρει από μέσα της το δαιμονικό ή, έστω, το δοκιμαζόμενο ανθρώπινο στοιχείο και, προπάντων, την παρουσία του κακού στη μεταφυσική του πια διάσταση — κι αυτό ακριβώς αποτελεί την άλλη όψη της πεζογραφίας του Κοτζιά. Το είχα σημειώσει στο παλιό εκείνο άρθρο μου για την Πολιορκία. Το επισήμανε αργότερα κι ο Αντρέας Καραντώνης σε γενικότερες παρατηρήσεις του για τον συγγραφέα:

 

«Το Κακό! Το Κακό! Το αρχέγονο, το κοσμογονικό μα και κοσμοφθόρο, μαζί, Κακό, είναι το "πρόβλημα-πάθος", που κατά κύριο λόγο, σχεδόν μανιακά, συνταράζει τη συνείδηση του Κοτζιά σα μυθιστοριογράφου και διαποτίζει με χολή τα πεζογραφήματά του, δίνοντάς τους το ύφος μιας γενικής μισανθρωπίας, αλλά και μιας υπονοούμενης ηθικής αγωνίας. Ηθική αγωνία "γιατί να βασιλεύει στη γη το Κακό", και μισανθρωπία, σα συνέπεια αυτής της αγωνίας, αλληλοσυμπλέκονται τόσο σφιχτά μέσα στο έργο του [...]» ώστε μας είναι δύσκολο να αποφασίσουμε, αν τελικά ο Κοτζιάς αγαπά, εγκολπώνεται ή μισεί και απωθεί το Κακό. Μέσα του, καθώς βλέπουμε στα έργα του, ξετυλίγεται μια σπαραχτική πάλη, όπου, τις περισσότερες φορές, φαίνεται να βγαίνει νικητής ο Διάβολος, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο νικημένος — η ηθική συνείδηση — είναι και υποταγμένος στο νικητή.»

 

Το αφηγηματικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά παρουσιάζει σταθερά δύο όψεις. Απ' έξω, υπάρχει η παρακολούθηση της πολιτικοκοινωνικής ζωής του τόπου και των δραματικών εξελίξεων μιας τεσσαρακονταπενταετίας περίπου, αρχίζοντας από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, απ' τη στιγμή δηλαδή που μπορούσε να είναι αυτόπτης μάρτυς και να έχει άμεσες εμπειρίες, και φτάνοντας με τη νουβέλα του Η μηχανή ως το 1987. Από μέσα, στο υπόστρωμα, στα συμφραζόμενα και στη διαπλοκή των συμβαινόντων, επικρατεί ο υπαρξιακός χαρακτήρας και το Κακό στην εγκόσμια και στη μεταφυσική του διάσταση. Αν εξαιρέσουμε το Μια σκοτεινή υπόθεση και τον Εωσφόρο, όπου τα υπαρξιακά στοιχεία και το Κακό ανεβαίνουν και σε πρώτο πλάνο κι αποτελούν κεντρικό ιδεολογικό άξονα και στόχο, χωρίς ανάλογη παρακολούθηση των εξωτερικών καταστάσεων και γεγονότων, όλα σχεδόν τα επόμενα μυθιστορήματά του και η νουβέλα Ιαγουάρος έχουν ως αφετηρία τα μοτίβα και τους πυρήνες που ξεκινούν απ' την Πολιορκία. Και βάζω το «σχεδόν», για να εξαιρέσω κάπως τη Φανταστική περιπέτεια, αν και δε λείπουν κι απ' αυτήν οι αναφορές στην ίδια περίοδο και στα ίδια βιώματα. Θα έλεγε κανείς, ότι όλα τους πηγάζουν από κει και αναπτύσσονται σε παραλλαγές, καθώς αλλάζει το σκηνικό και η όψη του δημόσιου βίου. Αλλάζει εξωτερικά, μα ο θεμελιακός προβληματισμός κι ό,τι βαθύτερα απασχολεί το συγγραφέα στο πρώτο του μυθιστόρημα παραμένουν στις κύριες γραμμές τα ίδια, αλλού με λιγότερη κι αλλού με περισσότερη ένταση, πότε με μεγαλύτερες και πότε με ισχνότερες βυθοσκοπήσεις, όσο κι αν η πεζογραφία του διαφοροποιείται κατόπιν εκφραστικά, καταλήγοντας σ' έναν άλλο τρόπο γραφής.

Ο Κοτζιάς ξεκινάει στα πρώτα του βιβλία από την οπωσδήποτε πιο βραδυκίνητη παραδοσιακή αφήγηση, για να περάσει, ύστερα από τη στενότερη γνωριμία του με τον Φώκνερ και με άλλους ξένους νεοτερικούς συγγραφείς, ιδίως του ανανεωμένου εσωτερικού μονόλογου, σε μια προωθημένη σ' εκφραστικούς τρόπους εσωμονολογική γραφή, συγχέοντας το μονόλογο της αφήγησης με το μονόλογο των προσώπων. Η απόπειρα αποτελεί τη γέφυρα αυτής της αλλαγής, περνώντας τον οριστικά από τον παλαιού τύπου αστικό και μικροαστικό νατουραλισμό σ' έναν άλλου είδους εκχυδαϊσμένο εσωμονολογικό νατουραλισμό, με λαϊκή — ή μάλλον λαϊκίστικη — βάση, και σ' ένα εξ ίσου λαϊκίστικο γλωσσικό ιδίωμα, με κατάλοιπα απ' τη συμπεριφορά και τη γλώσσα των κουτσαβάκηδων και των τραμπούκων. Το ύφος, με τα τελευταία κεφάλαια της Απόπειρας, και κυρίως από τον Γενναίο Τηλέμαχο και ύστερα, γίνεται τώρα το υφάδι, που δένει σε μια ακατάσχετη αφηγηματική ροή τα πάντα: το μύθο, την πλοκή, τη δράση, το χρόνο· διαγράφει ταυτόχρονα την ψυχολογία των ηρώων και τους σκιαγραφεί μέσα απ' την ίδια τη γλώσσα και τον τρόπο που σκέπτονται και αισθάνονται, καθώς ο συγγραφέας, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Σπύρου Τσακνιά, «συλλαμβάνοντας τις σκέψεις του ήρωα τη στιγμή ακριβώς που σχηματίζονται, τις κρυσταλλώνει γλωσσικά, επιστρατεύοντας το λεκτικό, γραμματικό και συντακτικό απόθεμα του  ήρωα».

Ο νέος τούτος τρόπος γραφής, με το περίπλοκο «πλέξιμο» του μύθου, της δράσης, του χρόνου και της ψυχολογίας των προσώπων μέσα απ' το ύφος και τη γλώσσα, που δεν είναι πια γλώσσα, αλλά χυδαία διάλεκτος, του επιτρέπει να μετακινείται αδιάκοπα από το παρόν στο παρελθόν, να σπρώχνει τα πρόσωπά του ως την ακραία αυτοανάλυση, με αποτέλεσμα συνήθως το ξεσκέπασμα της αισχρότητας ή της κουφότητάς τους, δίνοντας την εντύπωση φάρσας σε στιγμές δραματικές και σε κρίσιμα γεγονότα, φτάνοντας ως το παράλογο, το παράδοξο και το παραλήρημα και κάνοντας έτσι ν' ακουστεί πιο δυνατά ο καγχασμός και η παθιασμένη κατά βάθος σάτιρα. Πρόκειται για μια γραφή καθόλου αυτόματη ή ασύνειδα συνειρμική, μα για γραφή που αποδεσμεύει απλώς με τους δήθεν ελεύθερους συνειρμούς της την έκφραση πολλών ετερόκλητων πραγμάτων, διανθισμένη με αλλεπάλληλα ευρήματα, προμελετημένα ή «καθ' οδόν», ουσιαστικά όμως κατευθυνόμενη από το συγγραφέα. Γιατί ο Κοτζιάς ανήκει στους πεζογράφους που σχεδιάζουν προγραμματικά το υλικό τους και, με την επίμονη επεξεργασία, το εξαναγκάζουν να χωρέσει στα προσχεδιασμένα πλαίσια. Και το παράδοξο και το παράλογο ή και το μονολογικό παραλήρημα των ηρώων βγαίνουν κι εκείνα, σε τελική ανάλυση, από μια εκλογίκευση της ουσίας, εξυπηρετώντας τους προκαθορισμένους στόχους.

Πραγματικά, αν μετατρέψουμε την εσωμονολογική του αφήγηση σε τριτοπρόσωπη αφήγηση κλασικού τύπου και τη γραφή και το ύφος στο ύφος και τη γραφή του πρώτου βιβλίου του, θα δούμε πως παρουσιάζει αντιστοιχίες, που επιβεβαιώνουν τα βασικά κι αναλλοίωτα χαρακτηριστικά της συγγραφικής του ταυτότητας. Εξελίσσεται η τεχνική, αλλάζουν οι αφηγηματικοί τρόποι και η γλώσσα, μα οι πυρήνες μένουν οι ίδιοι, με χώρο σταθερά την Αθήνα και με τις δυο γνωστές απ' την αρχή όψεις της πεζογραφίας του. Κι αν αλλάζει κάτι ακόμα, εκτός απ' τη γραφή και την τεχνική, είναι η σχέση αφηγηματικού και ιστορικού χρόνου κι ο τρόπος που κινείται η αφήγησή του μέσα στο χρόνο. Στον Ιαγουάρο μάλιστα, η μία απ' τις δύο ηρωίδες έρχεται κατ' ευθείαν απ' τα πρόσωπα της Πολιορκίας, με επεισοδιακό τότε ρόλο, φέρνοντας μαζί της και την ανακεφαλαίωση ενός μέρους από τα δρώμενα του μυθιστορήματος και τα γεγονότα εκείνου του καιρού.

Αλλά με την Πολιορκία συναντιέται προπάντων στο Αντιποίησις Αρχής, την τρίτη κατά σειρά απ' τις πιο στέρεες μεγαλύτερες αφηγηματικές του συνθέσεις, όπου η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι κοιταγμένη απ' τη σκοπιά των οργάνων της δικτατορίας, με κεντρικό ήρωα και πάλι έναν χαφιέ της χούντας, πλούσιο σε ποινικό μητρώο: πλαστογράφο, κλεπταποδόχο, σωματέμπορο και διαρρήκτη, ώστε σωστά το είπε κι ο Π. Α. Ζάννας πως «μια παράλληλη ανάγνωση της Πολιορκίας και της Αντιποιήσεως Αρχής [...] θα έδειχνε, πιστεύω, ορισμένες σταθερές του μυθιστορηματικού κόσμου του Αλ. Κοτζιά». Και μια απ' αυτές είναι κι η επιμονή του όχι μόνο στους χαφιέδες, τους καταδότες και τους συνεργάτες των εχθρών του τόπου, μα και στους κάθε λογής «αρνητικούς» ήρωες, με προγονό τους τον Μηνά Παπαθανάση της Πολιορκίας. Γιατί, όπως και πιο πριν, και στη συνέχεια θα περάσει και σ' άλλους «αρνητικούς» χαρακτήρες, με στόχο τώρα να δείξει το κατάντημα και την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας στη μεταδικτατορική περίοδο, παραπέμποντας ξανά με τη γλώσσα στη λαϊκίστικη συμπεριφορά, στον ξεπεσμό των αξιών και την κατάπτωση, με κίνδυνο πια — ιδίως μετά τον Ιαγουάρο — να πέσει στην τυποποίηση και τη μανιέρα, αν λάβουμε υπ' όψη ότι στο Αντιποίησις Αρχής η γλώσσα αυτή δικαιώνεται κι από τη φύση και τη νοοτροπία του κεντρικού ήρωα και των όμοιών του κι από το γεγονός ότι ήταν ακόμα «καινοφανής» και για τον ίδιο το συγγραφέα, όσο κι αν είχε δοκιμαστεί πιο πριν και στον Γενναίο Τηλέμαχο.

Ωστόσο, πίσω απ' την απωθητική τούτη επιφάνεια, ο Κοτζιάς κρύβει — ας μη φανεί παραδοξολογία — έναν ηθικολόγο, που επιμένει να δίνει μονάχα την αρνητική όψη, επειδή βλέπει να διαψεύδεται ολοένα και πιο οικτρά η αρχική ηθική του αντίληψη για τον κόσμο και την κοινωνία, φτάνοντας ως το ξέσπασμα μιας εχθρότητας απέναντι στους γύρω του και στο Σύμπαν, συσσωρευμένης μέσα του απ' αυτή τη διάψευση κι από άλλες ίσως τραυματικές εμπειρίες. «Μοραλίστ υβρεολόγο», τον ονομάζει κι ο Καραντώνης, που «κατάφερε να δημιουργήσει ένα ενιαίο ύφος λαϊκοβρωμολογίας [...]. Και μολονότι χρησιμοποίησε ένα τόσο αποκρουστικό γλωσσικό και ψυχικό υλικό, κατόρθωσε να κρατήσει την "κριτική του ύβρη" κάμποσες πιθαμές επάνω από την καθαυτό χυδαιότητα, γιατί, καθώς είπαμε, τα κίνητρα της "ύβρεως" στάθηκαν μέσα του συνειδησιακά, πνευματικά και ηθικά».

Η δικαίωσή του βρίσκεται στην άλλη ετούτη όψη του — κι όχι στο αρνητικό της εικόνας. Παρόμοια με ορισμένους χριστιανούς συγγραφείς, βλέπει κι αυτός το Κακό ως κυριαρχικό γνώρισμα της ζωής, και για τούτο η παρουσία του βαραίνει έτσι εφιαλτικά. Το ανθρώπινο και το θεϊκό στοιχείο είναι τόσο λίγο, ίσα-ίσα όσο χρειάζεται για να εκμηδενίζεται και, με τη συντριβή του, να 'ρχεται μια κάποια μερική κάθαρση. Ανάμεσα στο πλήθος των αρνητικών ηρώων, υπάρχει πάντα κι ένα εξιλαστήριο θύμα στα βιβλία του, το πιο αδύναμο και το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα συνήθως, όπως η Χριστίνα στην Πολιορκία, η μικρή μαθήτρια στο Μια σκοτεινή υπόθεση ή ο Σάββας στη Φανταστική περιπέτεια κι άλλοι αλλού, που σηκώνουν στις πλάτες τους όλο το βάρος και τελικά συντρίβονται κάτω απ' την πίεση μεγαλύτερων δυνάμεων. Είναι και η μόνη φωτεινή αχτίνα, μέσα στο ζοφερό κατά τα άλλα κόσμο του συγγραφέα.