Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, «Γιώργος Ιωάννου. Για ένα φιλότιμο»
 
Αθήνα 1982, Κέδρος, σσ. 42-43
 
 
 

Μια αξιοπρόσεχτη πρώτη πεζογραφική εμφάνιση συνιστά το μικρό βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου, που στα τελευταία δέκα χρόνια έχει δώσει επίσης δύο ποιητικές συλλογές. "Πεζογραφήματα" χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα εικοσιδύο σύντομα κείμενα του· και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στη γενικότητα του, είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, οπού ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου "παπαδιαμάντεια αδιαφορία" για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων.

Βέβαια, μια αλλιώτικη σύμβαση είναι και η καινοτροπία του νέου συγγραφέα - τι άλλο, αφού περί τέχνης πρόκειται; - που απορρίπτοντας μύθο, πλοκή, πρόσωπα, επιδιώκει μια ευθύβολη σκόπευση του καλλιτεχνικού του στόχου -την άμεση επαφή με τα πράγματα για ν' αποκομίσει ανόθευτη τη στυφή τους γεύση, για να γνωρίσει σε γενικά και ανυπέρβατα πλαίσια την ανθρώπινη μοίρα μας. Η απογύμνωση όμως τούτη, ηθελημένη ή όχι αδιάφορο, τον υποχρεώνει σε μια εξαιρετικά δύσκολη σχοινοβασία, οπού ο κίνδυνος της κατακρήμνισης στο τετριμμένο ή στο ασήμαντο βρίσκεται μπροστά του στο κάθε βήμα, Και τον κίνδυνο αυτό δεν τον αποφεύγει πάντοτε ο συγγραφέας. Απεναντίας. Γιατί δεν κερδίζουν τη συμμετοχή του αναγνώστη όλα τα κείμενα του, και προπαντός ολόκληρα κείμενα του. Μετρημένα είναι εκείνα που πετυχαίνουν μια αρτίωση. Η ευθύνη πάντως γι' αυτό πρέπει ν' αναζητηθεί όχι μόνο στη ριψοκίνδυνη τεχνική, αλλά και στο ότι το δράμα του συγγραφέα είναι πολύ στενό, η διάθεση του περίπου μονόχορδη, έτσι που και σε τόσο λίγες σελίδες αρκετές είναι οι επαναλήψεις.

Οπωσδήποτε, οι σελίδες εκείνες που κατασταλάζουν στον αναγνώστη κατορθώνουν να του δημιουργήσουν την έντονη αίσθηση μιας χαμένης ζωής μέσα σε μια σύγχρονη μεγαλόπολη, που ακόμη και η μεγάλη ιστορία της είναι ένα επιπλέον βάρος. Πλάθουν ένα ευαίσθητο, αλλά σχεδόν απρόσωπο δέκτη - σημειωτέον ότι όλα τα πεζογραφήματα είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο - που παραδέρνει απροσανατόλιστος, ανικανοποίητος, νευρασθενής, αηδιασμένος, αιώνια μετανιωμένος, είτε στην πατρίδα, είτε μετανάστης στην ξενιτιά, μέσα σε μια στυγερή πραγματικότητα ζωής, πέρα από τα αστικά και μικροαστικά σχήματα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που βρωμάει ιδρώτα, σάρκα, ούρα. Κανένα αντισήκωμα στο αίμα και στη ναυτία, έξω από μια αχνή ανάμνηση κάποιας παλιάς φιλίας ή της μητρικής στοργής. Ακόμη και ο έρωτας είναι μια πολύ βρώμικη υπόθεση, ενίοτε μια χυδαία διαστροφή.

Οι καταβολές αυτές της ανίατης απελπισίας βρίσκονται στην Κατοχή, που το φάσμα της - η πείνα, οι φόνοι, οι ομαδικές εκτελέσεις και προπαντός, το ξεκλήρισμα των Εβραίων - πλανιέται πότε έμμεσα και υπαινικτικά, πότε άμεσα και ασφυχτικά στην αφήγηση. Κάτω από το φάσμα αυτό αντίκρισε και έμαθε τον κόσμο ο έφηβος τότε συγγραφέας. Είναι και αυτός ένα θύμα πολέμου.

Αλλά το γεγονός πως στις ευτυχισμένες στιγμές του ο Ιωάννου πετυχαίνει να μεταδώσει τόσα πράγματα με τόσο λιτά μέσα και με ένα λόγο φυσικό, που μοιάζει με τη σιγανή κουβέντα ενός γνωστού μας, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα κατόρθωμα που γεννάει βάσιμες ελπίδες για μια πιο ολοκληρωμένη συνέχεια.

Μεσημβρινή, 22/1/65