Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα
 
Β΄ τόμος Σεφέρης – θέμελης – Ρίτσος – Βρεττάκος – Ελύτης – Ζευγωλή-Γλέζου – Παπαδίτσας, Αθήνα 1998, Τρίτη έκδοση, Καστανιώτης. «Η προσωποποιία ως τεχνική στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», σσ. 233-238
 
 
 

1.0 Η ρητορική της ποίησης

ως όργανο της πρόθεσης του ποιητή

 

Έχει γίνει δεκτό από την κριτική πως το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας σημαδεύει το πέρασμα από την πρώτη, νεανική, υποκειμενική, λυρική ποιητική του περίοδο —εκείνη του έρωτα και του Αιγαίου— προς μια δεύτερη, αντικειμενική, επικολυρική περίοδο. Στο πέρασμα αυτό συνετέλεσε η προσωπική εμπειρία του ποιητή από τη συμμετοχή του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και «η διαρκής σπουδή θανάτου που ήταν γι' αυτόν η κάθε μέρα στα βουνά της Αλβανίας». Το περιεχόμενο και η σημασία εκείνης της εμπειρίας αποκαλύπτονται σε μια επιστολή που μετά τριάντα πέντε χρόνια έστειλε ο ποιητής στον Αμερικανό μεταφραστή του έργου του, από την οποία παραθέτω λίγα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

 

«Πότε με τα πόδια, βαδίζοντας προσεκτικά και κρατώντας ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, πότε καβάλα σ' ένα πανύψηλο άλογο ανέβαινα, ολοένα τις νύχτες ανάμεσα από τα μεγάλα μαύρα σύδεντρα και τα τρομαχτικά φαράγγια της Πίνδου. Νύχτα πάντοτε. Ήταν η μόνη ώρα που μπορούσα να συλλογιέμαι. Την ήμερα ήταν οι διαταγές, τα τρεχάματα, οι αντιαεροπορικές προφυλάξεις, οι ευθύνες. Αλλά τη νύχτα, έτσι καθώς προχωρούσαμε, αμίλητοι μες στο σκοτάδι, μας έμενε όλος ο καιρός να σκεφτόμαστε. Απορούσα κι εγώ ο ίδιος πώς, μέσα σ' αυτήν την αναταραχή, μ' ένα μέλλον μπροστά μου άγνωστο και σκοτεινό τόσο για την πατρίδα μου όσο και για την προσωπική μου τύχη, εύρισκα παρ' όλα αυτά τον τρόπο να σκέφτομαι ποιητικά.

Η απροσδόκητη αυτή αλλαγή στις συνήθειές μου άρχισε σιγά σιγά να παίρνει ένα άλλο νόημα, συμβολικό, για την αποστολή του ποιητή που οφείλει, εφ' όσον λειτουργεί σωστά, να κατευθύνεται, συμφιλιώνοντας μέσα του τις αντιθέσεις προς τον επιθυμητό στόχο. [...]

Το αίσθημα του φόβου, του φυσικού, που προκαλούν οι βόμβες και οι οβίδες, εξουδετέρωνε μέσα μου κάθε ίχνος ψεύτικης φιλολογίας και μου φανέρωνε γυμνό το νόημα της αληθινής ποιητικής επιταγής. Με τη σειρά του πάλι, αυτό το νόημα εξουδετέρωνε μέσα μου κάθε αίσθημα φόβου φυσικού. [...]

Όχι, δεν ήταν ένας εύκολος πατριωτισμός αυτό, ήταν η συνειδητοποίηση των πεπρωμένων μιας χώρας ταγμένης ν' αντιμάχεται αδιάκοπα τις δυνάμεις της βίας, από την εποχή των Περσικών πολέμων ίσαμε σήμερα, με τις ίδιες αναλογίες και το ίδιο νόημα.

Ένα είδος «ταπεινοφροσύνης μεταφυσικής», με κυρίευε. Οι αρετές που εύρισκα ενσαρκωμένες και ζωντανές στους συντρόφους μου, σχηματίζανε τη μορφή ενός άντρα σωστού και άφοβου, που τον συναντούσα σ' όλες τις περιόδους της ιστορίας μας. Χίλιες φορές τον είχαν σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσα από τα ερείπια του θανάτου.

Αργότερα, μ' ένα «φύλλο πορείας» στην τσέπη, κίνησα για να συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ' Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Άρχισα να εγκαταλείπω ένα ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένεια μου μεγάλωναν ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι κατασκέπαζε τα πάντα. Κι όταν έφθασε πια η στιγμή να κάνω το ύστερο άλμα και να καταλάβω τη θέση μου απέναντι στον εχθρό, δεν ήμουν πια παρά ένα εξαϋλωμένο πλάσμα που, επειδή ακριβώς είχε συμπιέσει σε τέτοιο σημείο μέσα του τις υλικές αξίες της ζωής, δεν του απόμεναν παρά τα "πνευματικά του ανάλογα". [...]

Ήταν αυτό ένα είδος «σύγχρονου ιδεαλισμού»; Δεν ξέρω. Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσανε οι τραυματιοφορείς για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους. «Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν» μονολογούσα μέσα σε μια μεγάλη έξαψη «δεν είναι δυνατόν μια τέτοια ανατροπή κάθε έννοιας δικαίου πάνω σ' αυτή τη γη». Κι ορκιζόμουν στο όνομα της Ανάστασης αυτού του Έλληνα ήρωα που ήταν τώρα για μένα ο Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας, αυτός που προχωρεί στη μάχη με το φυλαχτό της λυρικής μου ιδέας στο στήθος του».

 

Η εμπειρία, λοιπόν, του πολέμου οδηγεί τον ποιητή στη συναίσθηση πως «η προσωπική του μοίρα δεν μπορεί να ξεχωρίσει από τη μοίρα των άλλων αδελφών του και αποδέχεται τη βαριά ευθύνη από εδώ και μπρος να μιλάει όχι πια για τον πεπερασμένο στο χρόνο εαυτό του αλλά για το λαό του [...] Έτσι ο ποιητής μεταμορφώνεται σε μνήμη και συνείδηση της φυλής του κι αρχίζει να γράφει μια σειρά από μικρές και μεγάλες ποιητικές συνθέσεις γύρω από τους τελευταίους αγώνες [...] στα δύσκολα και κρίσιμα πολεμικά, κατοχικά και πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1943, α' έκδοση 1945), Αλβανιάδα (α' σχέδιο 1944, β' σχέδιο 1952, α' έκδοση 1962), Η καλωσυνη στις λυκοποριές (1946, α' έκδοση 1947), Το άξιον εστί (α' σχέδιο 1950, τελευταίο στάδιο επεξεργασίας 1957-59, α' έκδοση 1959».

Είναι φανερό πως στα παραπάνω έργα λειτουργεί ως δημιουργική αρχή μια πρόθεση του ποιητή που είναι ανάλογη με εκείνη που επισημάναμε στις Ωδές του Κάλβου. Η πρόθεση αυτή —που στο Άξιον εστί είναι λιγότερο εμφανής λόγω του πιο σύνθετου χαρακτήρα και της μεγαλύτερης αισθητικής αρτιότητας του έργου— συνεπάγεται τη στράτευση σε μια ιδέα, η οποία στράτευση απαιτεί έναν ανάλογο τρόπο γραφής και σύνθεσης του ποιήματος, ο όποιος ευνοεί τη ρητορική πλευρά της ποιητικής τέχνης. Η εύνοια αυτή είναι σαφέστερη στο πρώτο έργο της δεύτερης περιόδου, στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο. Πρώτο σχετικό τεκμήριο αποτελεί η αρχιτεκτόνηση του ποιήματος, παρ' ότι το αίτημα για μια σταθερή έως και γεωμετρική συγκρότηση χαρακτηρίζει πολλά ποιήματα του Ελύτη.

Στο ποίημα, λοιπόν, αυτό διακρίνεται η προσφιλής στον ποιητή επταδική οργάνωση: τα δεκατέσσερα ποιήματα-ενότητες εύκολα ξεχωρίζουν σε δύο μέρη με επτά ποιήματα-ενότητες το καθένα. Η διάκριση των μερών στηρίζεται στο περιεχόμενό τους: το πρώτο μέρος αναφέρεται στην εμφάνιση των εχθρών και στον Θάνατο του παλικαριού, ενώ το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στη φυγή των εχθρών και στην ανάληψη του παλικαριού.

Δεύτερο, ουσιαστικότερο, τεκμήριο της έντονης λειτουργίας μιας ποιητικής ρητορικής στο συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί η παρουσία σχημάτων λέξεων κατά κυριολεξία, σχημάτων λέξεων κατά ακυριολεξία (ή τρόπων) και σχημάτων νοημάτων. Από τα σχήματα αυτά θα εξετάσω εκείνο της προσωποποιίας, όχι μόνο επειδή αποτελεί «το πιο τολμηρό και υπέροχο σχήμα του λόγου, γιατί σκορπίζει παντού ζωή και ψυχή», αλλά επειδή είναι το σχήμα με την εντονότερη παρουσία μέσα στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο, αλλά και με μια λειτουργία που δεν περιορίζεται στη συνηθισμένη λειτουργία  αυτού του σχήματος λόγου.