Μερακλής Μ. Γ., «Η καθαρή ανθρωπιά του Νικηφόρου Βρεττάκου»
 
στο Αφιέρωμα Νικηφόρος Βρεττάκος. Βιβλιοθήκη της Πανελλήνιας ένωσης φιλολόγων, Αθήνα χ.χ. Σσ. 9-16
 
 
 

Κυρίες και κύριοι,

 

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, τραγουδιστής της Αγάπης και απόστολος της Ειρήνης, αποτελεί αναμφίβολα μια από τις ευγενέστερες μορφές και συνάμα τις πιο ρωμαλέες φωνές της ποίησης μας.

Ποιητής παραγωγικότατος, σφράγισε τη νεοελληνική λογοτεχνία με την πνευματική του υπόσταση και την ηθική του προσωπικότητα σε μια σπάνια σύμπτωση έργου και ζωής, ήθους και ποίησης.

Με συνέπεια και τιμιότητα, αρετή και αγωνιστικότητα, ύψωσε με το λυρικό ποιητικό του λόγο, το δικό του Σύμπαν και τη δική του μορφή της Ελευθερίας, ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς που ταλάνισαν την πατρίδα μας. Έχοντας περάσει μια ζωή πλούσια σε δοκιμασίες και αγώνες, ο Νικηφόρος Βρεττάκος εκπλήρωσε στο ακέραιο τις υποσχέσεις του, υπηρετώντας μέχρι τέλους τα Γράμματα, τον Ανθρωπισμό και τη βαθύτερη ουσία της κοινωνικής προόδου.

Με τους στίχους του που αντικατοπτρίζουν αγάπη και διαμαρτυρία, οδύνη και αισιοδοξία, εξέφρασε την ομορφιά της φύσης και την ευαισθησία της ελληνικής λαϊκής ψυχής, τους καϋμούς των απλών ανθρώπων αλλά και τους κοινωνικούς οραματισμούς που απορρέουν από την προσωπική του ζωή και τις περιπέτειες της Ελλάδας.

Ο ποιητής άφησε πέρυσι την τελευταία του πνοή στην προσφιλή γη της ταπεινής Πλούμιτσας, αγναντεύοντας από τον επιβλητικό Ταΰγετο τους απέραντους ορίζοντες της ανθρώπινης δημιουργίας, ξεκινώντας το μεγάλο του ταξίδι για την αιωνιότητα, όπως ο ίδιος το είχε προφητικά εξαγγείλει:

 

Η στερνή μου αναχώρηση θα γίνει

από τούτο εδώ το σημείο- γι' αυτό

δεν θα πρέπει ν' απομακρύνομαι.

Θα μου στείλει ο ήλιος ένα αμάξι

χρυσό, δίχως άλογα, φως

ζευγμένο στο φως, με ηνίοχο

ολόρθη, μες στον λευκό, ποδήρη

χιτώνα της, την αγάπη.

(Το χρυσό αμάξι).

 

Στη μνήμη του κορυφαίου ποιητή και εξαίρετου ανθρώπου, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων και η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων αφιερώνουν τη σημερινή εκδήλωση με ομιλητές, σύμφωνα με το πρόγραμμα, τον κ. Μιχ. Μερακλή, την κ. Γεωργία Κακούρου - Χρόνη και τον κ. Μιχ. Τσακίρη, οι οποίοι καλύπτουν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΕΦ, τρεις χώρους: τον πανεπιστημιακό, τον καθηγητικό Δ.Ε. και το μαθητικό.

Η εκδήλωση θα κλείσει με απαγγελίες από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Κώστα Μπάκα;

Αναστάσιος Στέφος

Αντιπρόεδρος ΠΕΦ

 

 

 

Η καθαρή ανθρωπιά του Νικηφόρου Βρεττάκου

 

Είναι γνωστός ο όρος καθαρή ποίηση που, αν υπάρχει πάντα ως αίτημα για υψηλή ποιότητα, εκδηλώθηκε ως μια περισσότερο συγκεκριμένη τάση στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, για να φτάσει στο απόγειο της στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, όταν έγινε και η ονοματοθεσία της, με τον Πωλ Βαλερύ, που χρησιμοποίησε την παραπάνω έκφραση, το 1920, προλογίζοντας μια ποιητική συλλογή. Κήρυκας της poesie pure θα γινόταν στη συνέχεια ο αβάς Bremond, που την ήθελε απαλλαγμένη, καθαρή από κάθε διανοητικό και αισθητικό, αισθησιακό στοιχείο (La poesie pure, 1926; Racine et Valery, 1930).

Η καθαρότητα αυτή, που απαιτούσε την ανάληψη, θα έλεγε κανείς, εκκαθαριστικών επιχειρήσεων για την απομάκρυνση κάθε μη υποβεβλημένου σε αφαιρετική επεξεργασία ιδεολογικού, υλικού κ.λπ. στοιχείου, οδήγησε την καθαρή ποίηση συχνά στην απομάκρυνση, από μέσα της, του ίδιου του ανθρώπου, της άμεσης και αυθόρμητης έκφρασης των παθών του και των συναισθημάτων του, της γήινης και καθημερινής αγωνίας του. Έτσι η καθαρή ποίηση γράφτηκε, όχι σπάνια, ερήμην του καθαρού ανθρωπισμού, αν καθαρό, στην περίπτωση αυτή, σημαίνει την παρουσία όλων των στοιχείων εκείνων, που συνιστούν κατανάγκην την ουσία, την ύπαρξη του ανθρώπου.

                Ο Βρεττάκος, όπως και οι σύγχρονοι ομότεχνοι του, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης και άλλοι, άρχισαν το ποιητικό στάδιο τους όταν το κίνημα - μπορούμε κι έτσι να το ονομάσουμε - της καθαρής ποίησης βρισκόταν ακόμα στην ακμή του. Και επηρεάστηκαν, περισσότερο ή λιγότερο, απ’ αυτό. Ο καθένας με το δικό του τρόπο.

Ο τρόπος του Βρεττάκου είναι αυτός, που κατόρθωσε να θέσει την καθαρή ποίηση στην υπηρεσία του ανθρώπου, δηλαδή του συνανθρώπου του: όχι του δικού του, ατομικού προσώπου. Έθεσε την καθαρή ποίηση στην υπηρεσία των προβλημάτων του ανθρώπου: υπαρξιακών, σε στενή όμως συνάρτηση και με τους κοινωνικούς και ιστορικούς όρους της γενέσεως τους.

Αυτόν το συνδυασμό του τον χάρισε η φύση. Ανακαλύπτοντας σ' αυτή την πιο γνήσια και πλούσια πηγή καθαρότητας, και την εγγύηση, ότι χάρη σ' αυτήν η ποίηση του θα παρέμενε καθαρή επίσης, φιλοξένησε πλέον ανεπιφύλακτα και ηγεμονικά μέσα στη φυσιοκεντρική και φυσιολατρική ποίηση του, -τον άνθρωπο με τα προβλήματα του.

Αυτό μου θυμίζει τον «αναλογικό» τρόπο του Σίλλερ, αλλά και άλλων Γερμανών πρωτορομαντικών, οι οποίοι, απογοητευμένοι από την έκβαση της ιστορίας (είχαν αρχίσει να ζουν τα αποτελέσματα από την εκτροπή της Επανάσταση  του 1789), ζητούσαν αναλογίες μιας ηθικής ζωής στη φύση. Πβ. τη φράση του Έμερσον, που χρησιμοποιεί και για την περίπτωση αυτή η Κλεοπάτρα Λεονταρίτου, στην εμπεριστατωμένη έκδοση (μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια) του έργου του Φρειδερίκου Σίλλερ, «Για την αισθητική παιδεία του ανθρώπου», Αθήνα 1990, σ. 45: «έργο του πνεύματος είναι να μετατρέπει τις λεπτομέρειες της φύσης σε αναλογίες, δηλαδή να «θεωρεί» τον κόσμο και να αποκαλύπτει μέσα στις διαδικασίες του ό,τι'μπορεί να φανερώσει στους ανθρώπους για τον εαυτό τους».

Η φύση, -μάλιστα σε μιαν εκδοχή: του περιβάλλοντος του Ταϋγέτου,- τον κυρίευσε ήδη από τις πρώτες στιγμές της γέννησης του:

 

Τον καιρό που γεννήθηκα-

κείνα τα χρόνια, μου 'χε ο Θεός

φυλάξει τα δέντρα. Είταν αστέρια στον ουρανό.

Τα χρώματα φρέσκα γυρόφερναν τους λόφους

ή καθόντουσαν στα νερά. Το πρωί και το βράδυ

κλαδωνόταν στους θάμνους και τις πέτρες, το φως (...)

Είταν τότε λοιπόν

που τα πρόφτασα όλα. Μπροστά μου ο Ταΰγετος

στεκόταν ανέπαφος. Πρόλαβα, βρήκα

χορτάρι και κάθισα, άκουσα αηδόνια.

Κι άκουσα αρνιά να βελάξουν την άνοιξη...

 

Μεγαλώνοντας μαζί με τη φύση -τη φύση της πατρίδας του-, μεγάλωνε παίρνοντας μαθήματα καθαρότητας, ομορφιάς, ευταξίας:

 

Πρέπει να βρίσκομαι σε απόλυτη τάξη.

 

Είμαι η συνείδηση όλου του γύρω και πάνω μας

κόσμου: της βλάστησης, του άνθους, των άστρων,

ακόμη και του ήλιου που ρέει χρυσός,

ζωοφόρος, αδιάκοπα. Του ύψους, του βάθους.

Οι δυο άκρες του σύμπαντος ενώνονται μέσα μου.

 

Και πρέπει να βρίσκομαι σε απόλυτη τάξη.

 

Με αυτή τη συνείδηση του χρέους να βρίσκεται σε απόλυτη τάξη, -ενός από τα μέγιστα μαθήματα - βιώματα που του πρόσφερε η φύση,- βρέθηκε σχεδόν αυτόματα, και ευθύς αμέσως αντιμέτωπος με την αταξία της άλλης πλευράς του κόσμου: της κοινωνικής.

Αλλά το οπωσδήποτε αντιθετικό αυτό σχήμα, που απαρτίζεται από τη φυσική τάξη και την κοινωνική και ιστορική αταξία, δε θα πρέπει να το εννοήσουμε ως μια σκληρή σύγκρουση η λειτουργία του είναι, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, διαφορετική: ο Βρεττάκος μεταφέρει από τη φύση στους ανθρώπους μηνύματα και παραδείγματα αρμονίας, τάξης, δύναμης, βιώνοντας ο ίδιος, πρώτος, τη λυτρωτική επενέργεια της. Γι' αυτό άλλωστε πολλές φορές, με μιαν ευλαβική σαν προσευχή εξομολόγηση, μας φανερώνει πώς έλυσε το πρόβλημα της θέσης του μέσα στον κόσμο: ακουμπώντας με αφοσίωση και εμπιστοσύνη στη φύση αυτό το μάθημα που διδάχτηκε, αυτό το βαθύ βίωμα που έζησε, θέλει να το μεταδώσει, αλληλέγγυα, στους ανθρώπους:

 

Ήρθαν ώρες που έμεινα με τη φιλία ενός δέντρου-

τον αγέρα στα φύλλα του άκουγα μόνο.

Που της πέτρας η αφή, μου απόμεινε μόνη

επαφή με τον κόσμο. Ούτε χέρι, ούτε αντάμωση.

Μα οι μεγάλες βροχές που κρεμάστηκαν πάνω μου

γλίστρησαν κι έφυγαν. Γίναν ποτάμια,

φύγαν στη θάλασσα-

ενώ

τον ήλιο τον κράτησα. Τον ήλιο τον φύλαξα

μέσα στο δέρμα μου, κάτω απ' τα νύχια μου.

 

Μ’ αυτόν έχω φτιάξει αυτό το χρυσό

Ευαγγέλιο που τώρα κρατάς ανοιγμένο,

φίλε αναγνώστη, μες στις παλάμες σου.

 

Από τη φύση ο Βρεττάκος αντλεί πίστη. Από την αμετάτρεπτη, απαρέγκλιτη, εύτακτη φύση αντλεί την παρακίνηση να λέει την κοινωνική αλήθεια, στον τόνο το δικό του, -ήρεμα, απλά, αλλά: αδιάκοπα, σταθερά, άφοβα, νομοτελειακά, είτε έχει ήλιο είτε κακοκαιρία, χαλασμό, φασισμό, πόλεμο, κατοχή, τυραννία. Το κήρυγμα του της ειρήνης και της αγάπης δεν είναι εύκολα λόγια, λέξεις, είναι μετουσιωμένο το δίδαγμα, επαναλαμβάνω, της απτόητης φυσικής νομοτέλειας:

 

Κάνε με αηδόνι, θεέ μου, πάρε μου όλες

τις λέξεις κι άφησε μου τη φωτιά,

τη λαχτάρα, το πάθος, να γιομίζω

με το κελάδημά μου τη μεγάλη

κυψέλη τ' ουρανού. Να θησαυρίζω

τα νερά των βροχών και τις ανταύγειες

απ' το θαύμα του κόσμου. Να μ' απλώνουν

τις φούχτες τους οι άνθρωποι, κι ένας ένας

 

να προσπερνούν κι αδιάκοπα να ρέω:

τη ζωή, την ελπίδα, την αγάπη...

 

Στρατεύτηκα στην πατρίδα.

Οι σφαίρες σχημάτισαν πάνω μου

τόξα, στα πεδία των μαχών.

Αλλά εγώ προχωρούσα. Φύτευα κρίνους

στο μέσα μου χώμα -στο χώμα που δίναν

τα χέρια οι αντίπαλοι.

Είμουν

ο συγγενής των νεκρών που κουβάλαγε μες

στην καρδιά του τα σπίτια τους

κι ό,τι αγαπούσανε σε τούτο τον κόσμο

τα εργαλεία, τα γήπεδα, τις αλέες,

τα βιβλία τους, τα παιδιά τους (...)

 

Αν επέζησα μετά το μαχαίρι,

αν επέζησα μετά τη φωτιά και μετά

τους ανέμους τους γιομάτους καρφιά,

καθώς δέντρο στο διάσελο που κεραυνοί καταφάγαν

τις φλούδες του, ακούγοντας

που μούγκριζε ο φάραγγας κατεβάζοντας το σκοτάδι,

αν παλαίψαν με την καταιγίδα τα μάτια μου,

λάμψη προς λάμψη, αν επέζησα, είταν:

 

ΓΙ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΩΝΗ,

που βγαίνει απ' τον κόσμο, που ανεβαίνει απ' τον θείο

πυρήνα του κι έχει ματωμένη τη ρίζα της:

«Μη μου σκοτώστε το νερό.

Μη μου σκοτώσετε τα δέντρα.

Μη μου ξεσκίστε αυτές τις θείες σελίδες που τις

γράψανε

τ ' ασύλληπτο φως κι ο χρόνος,

κι όπου σταθώ, με περιβάλλουν...».

 

Οι παραπάνω στίχοι είναι από την «Αυτοβιογραφία», ένα κείμενο 250 περίπου στίχων, που εκδόθηκε το 1961. Τρεις φορές, κλείνοντας ισάριθμες ενότητες, ο ποιητής απευθύνει μιαν έκκληση. Όταν γεννήθηκε και στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, ακόμα και οι πέτρες, λέει, έμοιαζαν το βράδυ με χυμένο κρασί. Και μπορούσε να πει στους άλλους, που θα έρχονταν αργότερα: «Μη μου σκοτώσετε τούτες τις πέτρες»! Μεγάλωσε, έκανε οικογένεια, έκανε δύο παιδιά, αλλά ένιωθε σα να είχε στην αγκαλιά του τα παιδιά όλων των φυλών, κι έτρεχε να τα κρύψει από τον καιρό και, ακούγοντας πλέον τη θύελλα, φώναζε: «Μη μου τα σκοτώνετε!» Και ακούσαμε ήδη την τρίτην έκκληση, την εποχή που γράφει την αυτοβιογραφία του ο ποιητής, να μην του σκοτώσουν τα δέντρα, το νερό, έκ­κληση σφιχτά ενωμένη με τη ζωή του ανθρώπου, όπως δηλώνεται με την αγωνία του για τα παιδιά, έκκληση που, πηγαίνοντας πέρα από ιδεολογίες, παρατάξεις, στρατόπεδα, αναγγέλλει προφητικά την κοινή μοίρα που επιφυλλάσσεται σε όλους από τη φθορά της φύσης, που θα επιφέρει τη φθορά των πάντων. Οι καλοί ποιητές έβλεπαν από πολύ νωρίς· και έκαναν εκκλήσεις. Κανένας δεν τους άκουσε. Ούτε από δω, ούτε από κει. Ο κόσμος δεν έπαψε να βαδίζει, απερίσκεπτος και μακάριος, ανυποψίαστος και αναίσθητος, στο ετοιμασμένο από τον ίδιο πεπρωμένο του. Θέλω να τελειώσω με τους τελευταίους στίχους της «Αυτοβιογραφίας», που είναι μια ολοένα κορυφούμενη προέκταση της τρίτης έκκλησης:

 

Μάτια αμπελιών, μάτια πουλιών, εκατομμύρια

μαργαριτάρια διπλωμένα γύρω απ' τη φωνή μου,

δέονται υπέρ της σωτηρίας. Σας παρακαλούμε:

Αφήστε μας τα πράγματα. Μη μας τα καίτε.

Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τ' άνθη τους.

ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ!

Αφήστε αυτόν τον όμορφο κόσμο να διαιωνίζεται,

ανακυκλώνοντας το αύριο μες στις πηγές του -όπως

τον καιρό που γεννήθηκα- ως ν' αναδύεται,

κάθε πρωί, για πρώτη φορά, μες

απ' τις ρόδινες γάζες της γέννας του.

Σβήστε στον ήλιο την κακή φωτιά.

Μη μας σκοτώσετε!