«Το 1814 στην Κέρκυρα (τρία χρόνια αργότερα μετά τα Λυρικά) δημοσίευσε ο Βηλαράς ένα περίεργο βιβλιαράκι. Η Ρομέικη γλόσσα, γραμμένο ολόκληρο σ’ ένα σύστημα ορθογραφίας επαναστατικό, σχεδόν φωνητικό και χωρίς, φυσικά, τόνους και πνεύματα. Το σύστημα και τη χρησιμότητά του τα εξηγεί σε μια εισαγωγική «μικρή ορμήνεια»· και ύστερα, σαν δείγματα μάλλον της «ρωμαίικης γλώσσας» στην ποίηση και στην πεζογραφία, δημοσιεύει τέσσερα πρωτότυπα ποιήματα και μεταφράσεις από τον Ανακρέοντα, τον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη.[…] Το κλίμα είναι κι εδώ το ίδιο όπως και στο Χριστόπουλο· ο ίδιος κόσμος των κλασικιστικών αλληγοριών, η ίδια ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη διάθεση, Ο Βηλαράς όμως είναι πιο γνήσια «αρκαδικός»: η Χλόη, η Φύλλις, ο Θύρσις, η Δάφνη ξανάρχονται στους στίχους του, η «αρκαδική» διάθεση είναι εδώ γνησιότερη και περισσότερη αφομοιωμένη. «Η Άνοιξη», ίσως να είναι μίμηση κάποιου αντίστοιχου ιταλικού, διατηρεί όμως μιαν αναμφισβήτητη πρωτοτυπία:
Η γλυκυτάτη άνοιξη
Με τ’ άνθη στολισμένη
Ροδοστεφανωμένη
Τη γη γλυκοτηράει.
Κι η γη τη χλόη ντύνεται
Τα δάση της ισκιώνουν,
Τα κρύα χιόνια λιώνουν,
Ο ουρανός γελάει.
Η πνοή της άνοιξης σαν να έρχεται δροσερή κατευθείαν από τη φύση, χωρίς να την ψυχράνει το πέρασμα από σύμβολα και αλληγορίες· και η στιχουργία ακόμη με τη χαριτωμένη λυγεράδα της φαίνεται ν’ ακολουθεί αχνάρια ιταλικά και όχι τα καθιερωμένα και κάπως δύσκαμπτα της φαναριώτικης ποίησης. […] Ο Βηλαράς είναι προσωπικότητα πληθωρική και δυναμική· στο γλωσσικό (όπως και στο ορθογραφικό) ζήτημα ξεπερνώντας τις μετριοπάθειες προχωρεί σε λύσεις ακραίες και επαναστατικές. Η σάτιρα, καλόκαρδη αλλά τσουχτερή, έχει μεγάλο μερτικό στο έργο του, είτε όταν γράφει αυτούσια ποιήματα, είτε όταν στιχουργεί «Μύθους» επάνω στα πρότυπα του Αισώπου ή του La Fontaine». σσ. 135 – 136.