Κούσουλας Λέων, κριτική στο έργο Η αυλή των θαυμάτων στην εφημερίδα Αθηναϊκή, Δεκέμβριος 1957, δημοσιευμένη και στο Καμπανέλης Ι., Θέατρο, τομ. Α΄ Η αυλή των θαυμάτων
 
σσ. 292-293, Αθήνα 1978, Κέδρος
 
 
 

«ΑΘΗΝΑΪΚΗ», Δεκέμβριος 1957

 

Επί τέλους ένα ελληνικό έργο που αντέχει στον έλεγχο και στη σύγκρισι με ξένα ομοειδή: η «Αυλή των θαυμάτων» του κ. Ιακ. Καμπανέλλη που ανέβασε προχθές ο κ. Κάρολος Κουν στο «Θέατρο Τέχνης». Κάνοντας την απροκάλυπτη κι' απροφάσιστην αυτή διαπίστωσι, δεν παραβλέπουμε το γεγονός πως ο κ. Καμπανέλλης έχει δεχθεί πολλές επιδράσεις και πως η «Αυλή των θαυμάτων», έκτος από τις «Σκηνές του δρόμου» του Έλμερ Ράϊς, θυμίζει το «Μεγάλο παιχνίδι» του Άγγελου Τερζάκη, καθώς και μερικές γνωστές δημιουργίες του σύγχρονου αμερικάνικου θεάτρου (Μίλλερ, Ουίλλιαμς κ.α.). Ακόμα, ο λεπτομέριμνος κριτικός θα μπορούσε να βρη στο «αστεροσκοπείο» του γέρο Ιορδάνη κάποιαν αναλογία με τη σοφίτα του γέρο Έκδαλ της «Αγριόπαπιας». Ό,τι όμως εξασφαλίζει στην «Αυλή των θαυμάτων» μια ξεχωριστή θέσι ανάμεσα στα σύγχρονα νεοελληνικά δραματικά προϊόντα είναι η δημιουργική αφομοίωσι των ξένων αυτών επιδράσεων, η ελληνικότης των εικόνων και των καταστάσεων που προβάλλει και μια στέρεη δομή που αντίθετα από ανάλογα ξένα πρότυπα αποφεύγει την αποσπασματικότητα της κινηματογραφικής τεχνικής.

Φυσικά, σ’ έναν πολυπρόσωπο ηθογραφικό (με την καλή σημασία του όρου) πίνακα, όπως η «Αυλή των θαυμάτων» είναι κάπως δύσκολο να προχωρήση σε βάθος η ψυχολογική διερεύνησι κάθε προσώπου χωριστά. Ωστόσο και στον στιγμιοτυπικό τρόπο με τον όποιο προβάλλονται οι ήρωες του έργου, εύκολα διαισθάνεται κανείς τη γνησιότητα της αισθήσεως και την παρατηρητικότητα του συγγραφέα που συνέλαβε κάποιες ζωντανές μορφές της ελληνικής καθημερινότητας και δημιούργησε την ανάλογη ατμόσφαιρα της σε μιαν αυλή φτωχογειτονιάς που οι ένοικοί της απαρτίζουν ένα μικρογραφικό μεγαλόκοσμο με τα πάθη, τις αυταπάτες, τις μιζέριες, τους καϋμούς και τις μικροχαρές του. Ο κ. Ιακ. Καμπανέλλης που ίσαμε τώρα είχε αποτολμήσει στο θέατρο μερικές δειλές δοκιμές, αυτή τη φορά πιστοποιεί με την «Αυλή των θαυμάτων» του πως έμαθε πια τα μυστικά της δραματικής τέχνης και πως στο μέλλον δεν χρειάζεται κανενός την ενίσχυσι για να προχώρηση πιο πέρα.

Όσο για την παράστασι, δεν είμαι βέβαιος αν αυτό το κράμα νατουραλισμού και μυστικοπάθειας που τη χαρακτήριζε, ωφέλησε το έργο και υπογράμμισε την ανθρωπιά του. Ο κ. Γ. Λαζάνης στο ρόλο του Ιορδάνη δεν απέφυγε την υπερβολή και την κατάχρησι της λεπτομέρειας που συνήθως βάζει σε δεύτερη μοίρα το κύριο χαρακτηριστικό μιας μορφής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την κ. Νέλλη Αγγελίδου, που υποδύθηκε το χαρακτηριστικό ρόλο της Αννετώς. Πιο μετρημένο και άνετο ήταν το παίξιμο της κ. Β. Ζαβιτσιάνου (Όλγα), του κ. Μπάκα (Στέλιος), της κ. Μ. Κωνσταντάρου (Ντόρα), του κ. Ν. Μπιρμπίλη (Στράτος), του κ. Δ. Χατζημάρκου (Μπάμπης) και της κ. Ελένης Παπαγιάννη (Μαρία). Η κ. Εκάλη Σώκου στο ρόλο της Βούλας δεν ήταν απαραίτητο να καταφυγή στο γκροτέσκο προκειμένου να υπογράμμιση τις κωμικοτραγικές παλινωδίες της. Γενικά, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούμε για τη συνέπεια της σκηνοθετικής γραμμής που ακολουθήθηκε, είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε πως το συγκρότημα του «Θεάτρου Τέχνης» έδειξε για το έργο του κ. Καμπανέλλη τη στοργή και το ενδιαφέρον που του άξιζαν.

Το χαρακτηριστικώτατο σκηνικό του κ. Γιάννη Τσαρούχη εξυπηρέτησε απόλυτα τις ανάγκες του έργου κι' εξουδετέρωσε τα φυσικά μειονεκτήματα του σκηνικού χώρου του Θεάτρου Τέχνης.