Μυριβήλης Στράτης
Η ζωή εν τάφω
 
 
Η ζωή εν τάφω, Εκδόσεις Εστία 1979, Σσ.9-343, Πρώτη Έκδοση Έργου:1924
 
 
Μπροστά σε ένα παλιό μπαούλο

Σαν πρόλογος

Σκάλιζα σήμερα μέσα στο γκρίζο μπαουλάκι της εκστρατείας, γυρεύοντας κάποιο επίσημο έγγραφο της στρατιωτικής μου υπηρεσίας που μου χρειάστηκε ύστερα από τόσα χρόνια. Είναι ένα γερό γερμανικό κασελάκι του στρατού, χρονών πράμα, που χα πετάξει μέσα ένα σωρό θυμητάρια του πολέμου. Σαν άνοιξα τη σκουριασμένη του κλειδωνιά, το καπάκι έτριξε σα να ξεκάρφωσα μια παλιά ξεχασμένη λειψανοθήκη. Ήταν εκεί μέσα ένα μπρούτζινο μισοφέγγαρο που δάγκωνε ένα μαυρισμένο άστρο, κομμένο από το κοντάρι κάποιας τούρκικης σημαίας. Ήταν το σπαθί μου, μια σιδερένια κάσκα, μια γερμανική μούτσουνα για τ’ ασφυξιογόνα σα γουρουνίσια μούρη, ήτανε τ’ απολυτήριο μου με τα ξεθωριασμένα γράμματα της γραφομηχανής, ένας πετσένιος χαρτοφύλακας, κάτι φωτογραφίες, δυο - τρεις χειροβομβίδες κ’ ένα σωρό άλλα μικροπράματα. Ήταν κ’ ένα χοντρό δέμα από στρατσόχαρτο, δεμένο σταυρωτά με σπάγκο, που χα ξεχάσει πια τ’ είχε μέσα. Ψαλίδισα τους κόμπους του και ξεχύθηκαν με πένθιμο θρόισμα ένα σωρό τετράδια και κατεβατά από λογής - λογής χαρτί, γραμμένα όλα πυκνά - πυκνά, με γράψιμο στρωτό και πολύ σφιχτό. Αναθυμήθηκα τότες, και πάνω στο χοντρόχαρτο ξαναδιάβασα τη μισοσβησμένη παλιά μου σημείωση με το γαλάζιο μολύβι :
Τα χειρόγραφα του λοχία Αντώνη Κωστούλα.
Τράβηξα έξω ολ’ αυτά τα χαρτιά κι άφησα το σκέπασμα της στενόμακρης κάσας να ξαναπέσει. Ήταν, αλήθεια, μια αληθινή νεκρόκασα τούτο το μπαουλάκι, κ’ ήταν ένας φτωχός πεθαμένος αυτά τα κιτρινισμένα πολυκαιρίτικα χαρτιά που ο σπάγκος τα σημάδεψε στις τέσσερεις άκριες. Ένας πεθαμένος που γύρευε να μιλήσει. Τα άπλωσα πάνω στο γραφείο μου και διαβάζοντας τα με την αράδα έτσι που ‘ταν αριθμημένα, σιγά - σιγά, δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χρόνια ολάκερα ξοπίσω. Τα τετράδια τούτα με το φτηνό χαρτί και με τις στριμωχτές μολυβογραμμένες σελίδες τάχα βρει μέσα σ' ένα γέλιο του Τέταρτου Συντάγματος της Νησιώτικης Μεραρχίας, ύστερα από τη φριχτή μάχη του υψόμετρου 908. Ήμουν υπαξιωματικός ακόμα κείνο τον καιρό και ξεχωρίζαμε τα δημόσια είδη των ζωντανών, των λαβωμένων και των σκοτωμένων. Τούτα τα τετράδια βρεθήκανε μέσα στο γέλιο του Αντώνη Κωστούλα. Ένας εθελοντής λοχίας, διμοιρίτης στην τρίτη διμοιρία του εβδόμου λόχου. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχρινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά ! Ήταν ένας αληθινός άντρας, φρόνιμος και συσταζούμενος σαν κοπέλα.
Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα που πατήσαμε, την ώρα που οι εκκαθαριστές, με τα κοντό μάχαιρα στη φούχτα και με το συνεργείο των «φλογοβόλων», ξεπαστρεύανε τους τελευταίους οχτρούς, που απόμειναν κρυμμένοι από φόβο για από μπαμπεσιά μέσα στ' αμπριά της κυριεμένης γραμμής. Τον έκαψε ένας φραντσέζος, υποδεκανέας στην «ειδικότητα του υγρού πυρός». Αυτό το συνεργείο το κολλήσανε στο Σύνταγμά μας κείνη τη φοβερή κ’ εξαιρετική μέρα, γιατί εμείς οι βαλκάνιοι δεν είχαμε τότες ακόμα στα μηχανικά μας πολεμικά μέσα τέτοιας λογής ευρωπαϊκές «ειδικότητες».
Το λοιπόν ο φραντσέζος αυτός, την ώρα που λαντουρούσε με το μασούρι της συσκευής του μια γλώσσα τρεχούμενης φωτιάς μέσα σ’ ένα βουλγάρικο αμπρί, πήρε μια τραβηχτή μαχαιριά στ’ άποκοίλι από έναν κρυμμένο βούλγαρο. Ώσπου να παραδώσει, σπαρταρώντας σαν το ψάρι με τ' άντερα έξω (το μηχάνημα της συσκευής του δούλευε), και με τα νύχια γαντζωμένα πα στο σουληνάρι της εκτόξευσης, σκόρπιζε ακόμα το σιντριβάνι της φωτιάς οπού λάχαινε.
Κείνη την ώρα έτυχε να πηδήξει μέσα στο χαράκωμα κι ο λοχίας ο Κωστούλας και κάηκε. Τον ήβραμε με το μούτρο φαγωμένο απ’ τη φωτιά. Όλο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήτανε μια μαυροκόκκινη πληγή, που χάραζαν απάνω της μόνο τρία άσπρα σημάδια. Η σειρά τω δοντιώ του, που σφίγγανε σφιχτοκλειδωμένες οι μασέλες, ολότελα γδυτές από κρέας, κ’ οι βορβοί τω ματιών, που φούσκωναν στρογγυλοί σα δυο ελεφαντένιες τόπες του μπιλιάρδου. Το κάτω δεξί σκυλόδοντο γυάλιζε, σκεπασμένο, με χρυσή κορόνα.
Τόνε θάψαμε στο ίδιο μέρος που βρέθηκε, σ' ένα λάκκο, αντάμα με το φραντσέζο και με τρεις βουλγάρους. Πολλές μέρες υστέρα, σαν περνούσα από κει κ’ ένιωθα το χώμα να λαστιχάρει κουφωτό κάτω απ’ τα προσεχτικά πόδια μου, ένα κρύο φύσημα περνούσε ως μέσα μου. Μα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί ήτανε των αδυνάτων αδύνατο να τους παραχώσουμε άλλου. Ο οχτρός, βλέπεις, μόλις άφησε στα χέρια μας το οχυρό του, άρχισε, μέρες, να το ζευγαρίζει αδιάκοπα με οβίδες, για να μας μποδίσει να το «οργανώσουμε».
Ήτανε, μπορεί να πει κανείς, τυχεροί κιόλας όσοι έλαχε να πεθάνουνε μέσα στα χαρακώματα, η εκεί κοντά στα προπετάσματα ένα γύρω. Γιατί οι άλλοι, που πέσανε στο ξέσκεπο, σάπιζαν άθαφτοι έξω απ’ τα συρματοπλέγματα, και κάθε λίγο ξέσκιζαν τις κοιλιές τους οι εκρήξεις κ' έκαναν τα κουφάρια να πηδούνε πάνω απ’ το χώμα. Κατόπι ήρθε η βροχή και μέρες τους έδερνε μέσα στα μαύρα στόματα που χάσκανε, και τους χτυπούσε στα στυλωμένα μάτια. Κ’ οι οβίδες που χιμούσαν με ακατανόητη μανία πάνω σ’αυτούς τους φουκαράδες νεκρούς, βουτούσανε σαν γουρούνες στις λάσπες, τους πιτσίλιζαν ελεεινά και τους έκαναν καμιά φορά με τον τρανταγμο να ανασηκώνουνται, σα να ζωντάνευαν για λίγο, να μετατοπίζουν τα μέλη τους απότομα, να κλωτσάνε και ν’ ανοίγουν άσκημα τα σκέλια.
Σαν ένα σιχαμερό κοπάδι ποντίκια με τριγυρίζουν πάλι όλες αυτές οι θύμησες, τώρα που κάθουμαι και πασπατεύω με τα δάχτυλα και με τα μάτια τούτα τα κάβουριασμένα παλιόχαρτα, που τάχα ξεχάσει ολότελα τόσα χρόνια. Σήμερα, που ξαναπρόβαλαν στα εγκόσμια, είπα ν’ αποφασίσω να τα τυπώσω. Είναι γραμμένα σαν είδος γράμματα σε μια κοπέλα, που τ’ όνομα της δε φαίνεται πουθενά. Α ζει κι αν υπάρχει, ας μου συχωρέσει τούτη την αποκοτιά. Μα εγώ λέω πως ήτανε κιόλας ένα χρέος ετούτο που κάνω. Γιατί μέσα σ’ αυτά τα χαρτιά θροεί μια ψυχή τυραγνισμένη, που είναι ένα μέρος της Παγκόσμιας Ψυχής, θαρώ πως τούτα δω τα μιλήματα, που δεν τους στάθηκε τυχερό να φτάσουν ως τη γυναίκα που γι’ αυτή γράφονταν, ανήκουν κάπως και σ' όλες τις γυναίκες που άγγισε ο πόλεμος, ακόμα και σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα που γιόμισε από τις απορίες του πολέμου, κι απλώνει τα χέρια ζητιανεύοντας την πανανθρώπινη αγάπη.
Κ υστέρα (γιατί να κρύψω τούτη τη δεισιδαιμονία που με κυρίεψε και με τυραγνά !) θαρώ πως βγάζοντας στο φως ετούτα τα χαρτιά, ξαναζωντανεύω το σκοτωμένο παλικάρι, το σέρνω από το χέρι μες από τον ασημάδευτο τάφο του, του ξαναδίνω τη μιλιά και το φτωχό πνεύμα του που έλιωσε-μαζί με τα μυαλά. Είναι βαρύ πράμα να ‘χετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την απαλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ’ το υπερπέραν, θέλει να εκφραστεί. Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση...
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΙΡΙΒΗΛΗΣ

ΑΠΟΣΩΜΑ. Τον τίτλο του βιβλίου και τους άλλους τίτλους πάνω στα κεφάλαια τους έβαλα βέβαια εγώ για να κατατοπίσω τον αναγνώστη. Στα χειρόγραφα υπάρχουν μονάχα οι αριθμοί που μετρούν τα τετράδια. Μα τι σημασία έχουν όλα τούτα που κάθουμαι και ψιλολογώ ...


Ένα τέλος που είναι μια αρχή

Ε! ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΜΕ ΠΙΑ, δόξα σοι ο θεός. Είμαστε στο χαράκωμα. Ένα τέλος. Και σύγκαιρα μια αρχή. Τέλος στην πολυτυραγνισμένη ζωή της αδιάκοπης πορείας. Αρχή στην πρωτοδοκίμαστη ζωή του χαρακώματος. Ήτανε μέρες που έλεγα πως μπα, δεν είναι να τελειώσει ποτές ετούτο το περπάτημα, θα γεράσω, έλεγα, περπατώντας ολοένα. Και σα σταματήσω, θα ναι για να πεθάνω. Κουρασμένος από μοναξιά, είπα να σου στορίζω κάπου - κάπου τις εντύπωσες μου από τούτη την καινούργια ζωή. Θα γράφω, — σα μου μένει καιρός και κουράγιο, — έτσι για να σου κουβεντιάζω. Είναι παρηγορετικό να ξέρεις πώς κάποιος δικός είναι κοντά σου την ώρα που ζεις τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής. Κάποιος που σε καταλαβαίνει, που σε μεταλαβαίνει. Ακούει στοχαστικά τη σκέψη σου, κι ας μην το φαντάζεται κιόλας πως την ακούει. Θα ταχείς προσέξει καμιά φορά. Κάθεσαι κάπου με τον άνθρωπο σου. Κάθεσαι μαζί του μέσα σε μια καμαρούλα που δεν είναι κανείς άλλος από τους δυο σας έξω από μερικά καλά βιβλία, ένα - δυο ζουγραφιές στους τοίχους, μια λάμπα που περιμένει τη νύχτα με χτυποκάρδι, ένα καλαμάρι (τί σπουδαίο πράμα ένα καλαμάρι) κ’ οι καρέκλες ένα γύρω γεμάτες υπομονή. Κανένας από τους δυο σας δε μιλά. Καθένας είναι παραδομένος στους λογισμούς του. Μπορεί και να μη συλλογιέται συνειδητά τίποτα. Τότες είναι η πιο σπουδαία στιγμή, γιατί η Ψυχή σου, λεύτερη σα χελιδόνι, ξεφεύγει κι ανταμώνει την απέραντη ψυχή του κόσμου και χάνεται και χωνεύει μέσα της αδερφικά. Όμως τις πιο πολλές φορές η Ψυχή σου μιλάει με τη Σιωπή της. Ωστόσο, για πρόσεξε πόσο απαραίτητος σου είναι ο άλλος, ο εκλεχτός, που κάθεται δίπλα σου αμίλητος, η λέει κάπου - κάπου καμιά κουβέντα για τις τρεχούμενες υποθέσεις, μια κουβέντα που είναι η φτωχή απολογία του λογικού του για τη γλυκόφωνη σιωπή ! Κάθεται σιωπηλός κι αυτός, ολότελα ανυποψίαστος ακροατής μπροστά στην άφωνη μοναχοκουβέντα σου. Και μόλις κάνει να σηκωθεί να φύγει από κοντά σου, εσύ — πάει πια — σου είναι των αδυνάτων αδύνατο να συναγρικηθείς σιωπηλά μέσα στα βάθη του εαυτού σου.
Καμιά φορά, ύστερ’ από μια τέτοια συντροφική σιωπή σηκώνεσαι να φύγεις και χαμογελάς στο φίλο σου, που μαζί - μαζί δεν είπατε τόσην ώρα τίποτα. Όμως την ίδιαν ώρα νιώθετε την ψυχή σας πιο δυνατή, πιο λεύτερη και πιο μεστή. Γιατί ένα σωρό αλήθειες την άγγισαν αλαφρά, σαν ρόδινες πεταλούδες, με τα φτερά τους.

ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΠΡΑΜΑ μου συμβαίνει και θέλω ν' αποτείνω τη σκέψη μου σε σένα. Λογαριάζω πως είσαι κάπου εδώ κοντά μου,— κι ας μη μιλάς. Κ’ εγώ τότες παραδίνουμαι όλος αγνότητα στη μοναχοκουβέντα μου, που η απουσία σου τη γιομίζει.
Σαν τελειώσει με το καλό ο πόλεμος, θα φυλλομετρούμε καμιά βολά τούτα τα παλιόχαρτα μαζί - μαζί. Θα ‘χουν αρχίσει πια οι μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες. Οι διαβάτες θα χτυπούν βιαστικά τα βήματα τους στο λιθόστρωτο. Θα τους ακούμε μόνο, και θα ξέρουμε πως έχουν τα χέρια βαθιά χωμένα στο παλτό, το καπέλο κατεβασμένο αστεία ως το φρύδι και τις ωμοπλάτες καμπουριαστά σηκωμένες όσο μπορεί προς τ' αυτιά. Τα πράσινα παραθυρόφυλλα θα ναι στέρεα κλεισμένα, ο αγέρας της κάμαρης θα μυρίζει ώριμα φρούτα, κ’ εγώ θα κάθουμαι τεμπέλικα ξαπλωμένος στην πολυθρόνα, μπροστά σε κείνο το πελώριο χαλκωματένιο μαγκάλι της Πόλης. Θα γεμίζω την παλιά πίπα, θα σκαλίζω με την μπρουτζένια τσιμπίδα την αναμμένη πυρήνα που ναι σα βύσσινο μαύρο βελούδο. Και θα σε βλέπω μπρος στο καρυδένιο τραπέζι, κάτω από το φωτοστέφανο του πράσινου αμπαζούρ, να διαβάζεις ετούτες τις φυλλάδες με τη βαθιά και καθάρια φωνή σου. Θαν ακούγω τους αγορίστικους τόνους της και θάναι σαν ν’ ακούγω μια γάργαρη φλέβα νερού, που κουρνελίζει μόνο για μένα στα βάθη της γης, μόνο για μένα, και κανένας δεν υποψιάζεται τούτη την κρυφή μου ευτυχία.
Θάμαστε παντρεμένοι τότες και θάχουμε δικό μας νοικοκεριό. Θα διαλέξουμε μαζί τα απλά και στέρεα έπιπλα για να τ’ αγαπάμε. (Δε φαντάζεσαι, παιδί μου, τί κακή παρέα σου κάνουν κάτι έπιπλα πού στέκουν μ’ ένα ύφος ώστε να μην μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους.) Θα τ’ αγαπάς και τούτο δω το ντεφτέρι, που γράφοντας το όλο και σένα συλλογιέμαι.

ΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΕΣ ΩΡΕΣ, που η ζωή μου είναι τόσο κοντά στο θάνατο και τα χέρια μου είναι τόσο μακριά απ’ τα δικά σου ......

ΑΛΗΘΕΙΑ, μέσα στις κάρτες που θα σου φέρνει το ταχυδρομείο, μην περιμένεις να βρεις τίποτα απ’ την αληθινή μου τη ζωή. Από το χαράκωμα δεν επιτρέπουνται γράμματα. Μονάχα αυτά τα τυπωμένα γαλάζια χαρτονάκια με τον εύζωνο : «Ταχυδρομικός τομεύς 906 : Είμαι καλά, σε χαιρετώ». Κι αυτές θα περνάνε πρώτα από τα χίλια δυο τσιμπλιάρικα ματογυάλια της λογοκρισίας, ώσπου να φτάσουνε στ’ αγαπημένα μου τα δικά σου τα ματάκια. Το λοιπόν μονάχα σε τούτα δω τα χειρόγραφα θα σημειώνω τις σημαντικές στιγμές της ζωής, όπως θα τις δω να περάσουν από τον μέσα μου κι από τον έξω κόσμο. Χρονολογίες και τοποθεσίες δε σου βάζω. Για μας δεν υπάρχουνε πια τέτοια πράματα. Όλες οι μέρες εδώ πάνω είναι απαράλλαχτες μέσα στην ασκήμια τους. Κανένα σημάδι δεν αλλάζει τη φυσιογνωμία της μιανής από την άλλη, ούτε και τη σημασία της. Περνάνε σούρνοντας τα πόδια, μια ατέλειωτη λιτανεία από μέρες και νύχτες, ανυπόφορα ίδιες, απαράλλαχτα αδειανές. Βάλε με το νου σου ένα κομπολόι από άσπρες και μαύρες χάντρες, μιαν άσπρη - μια μαύρη, που συναλλάζουνται αργά, χωρίς τελειωμό και χωρίς νόημα. Βαριεστισμός ! Το ίδιο κ’ οι τοποθεσίες. Λόγια ξενικά, σύμβολα, γράμματα του αλφάβητου και νούμερα. Σημάδια συνθηματικά, που έχουν τη σημασία, τους μονάχα μέσα στους επιτελικούς χάρτες.
Μα κοντά σου δεν ήταν έτσι, αχ, δεν ήταν έτσι. Εκεί η κάθε μέρα, η κάθε ώρα, η κάθε στιγμή είχε την ατομικότητα της. Ήταν όλες τους, όλες, τόσο πλούσια χρωματισμένες, έτσι ζεστές από έκφραση και σπαρταριστή ζωή ! Θα μπορούσα και τώρα δα να καλέσω την κάθε μια με τα’ όνομα της και με τα δικά της σημαδιακά περιστατικά.
Η πρωινή ώρα, η τριανταφυλλένια, που κατέβαινες με το μικρό σου βήμα στο παρθεναγωγείο και σε περίμεναν οι μικρές μαθητρούλες με τα φρέσκα μπουκέτα των μενεξέδων. Η άσπρη κατάφωτη ώρα του μεσημεριού, όταν σχολνούσες, με το βυσσινί ομπρελίνο ανοιγμένο σαν ξωτικό λουλούδι που έσταζε κόκκινο φως γύρω στο πρόσωπο σου. Σε περίμενα και πως χαμογελούσαν τα καστανά μάτια σου. Η βραδινή ώρα, η χρυσή και γαλάζια, σαν έπεφτε ο ήλιος και εγώ ανυπομονούσα να φύγουμε στη θαλασσόπετρα της Φυκιότρυπας, για να τον προφτάσουμε πρι να βασιλέψει.. . Τ' απογέματα της Τετάρτης, πούφερνες τα παιδάκια στο δασάκι των πεύκων και γύριζαν τρελά ένα γύρω σου, κρατημένα χέρι - χέρι. Οι Κυριακάδες με τις εκδρομές, τα μεγάλα καλαμένια καλάθια της Μαριώς, τις κοκετιές της καλής μας Τζέλικας. Οι νύχτες με τις βαρκάδες, με το βιολί του Κλεάνθη κάτω από τα μπεντένια του κάστρου, τα ριζωμένα μέσα στη σκοτεινή θάλασσα. Τα Σαββατόβραδα που κατεβάζαμε τις καρέκλες ίσαμε τα ρηχά της ακρογιαλιάς του Απελλή. Αχ, ο Απελλής, κείνος ο ροβινσώνας πρόσφυγας που έχει χτισμένο με τα χέρια του το σπιτόπουλο και το καφενεδάκι πάνω στη θαλασσινή κακοπετριά. Κ’ η Απελλήδαινα, που όλο του γκρινιάζει και του γεννά κάθε χρόνο κ’ ένα μωρό.· Και τα’ αμέτρητα τα’ απελλάκια σε κάθε ηλικία και σε κάθε ανάστημα, που μας υποδεχόντανε με χαρμόσυνες τσιριξιές.
— Πατέλα, πατέλα ! Έβγα κ’ ήλσαν οι γιασλώπ’ !
— Πατέλα, φεύγιν οι γιασλώπ’ !
Φορούσες μια μέρα ένα συμπαθητικό καπελάκι, μαύρο με κόκκινο πέτο, και περπατούσες με κείνο το κοντό βιαστικό σου βήμα. Όπως κάνουν τα πουλιά σα δοκιμάζουν να χαμωπερπατήσουν. Ήταν ανήμερα της Λαμπρής και παντού ήταν ανάσταση και φως. Τα μάτια σου γελούσαν και μούφενρνες ένα πελώριο τσαμπί πασκαλιά. Ήτανε Κυριακή, τρεις τα’ απόγεμα και μούφερες πασκαλιά.
Τις καλές, τις αγαπημένες μας ώρες.
Εδώ πέρα όλα είναι τα ίδια. Κουραστικά, απαράλλαχτα, σιωπηλά και τρομερά. Ο χρόνος έχει σταθεί, η γης δε γυρίζει πια. Οι μήνες ανεκατώθηκαν. Οι μέρες δεν έχουνε πια όνομα. Δεν έχει γιορτές. Δεν έχει, πες, μέρες και νύχτες.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΦΗ αυτουνού του μακεδονίτικου βουνού πούναι φκιασμένο από πυρωμένη τσακμακόπετρα, μελετάω πάλι τα περιστατικά που με τίναξαν εδώ, τόσο μακριά από τη Λέσβο. Μια Επανάσταση ! Μέσα στα είκοσι χρόνια κάθε αγοριού χτυπάει τα φτερά της κάποια επανάσταση. Τούτη τη λέξη τη νιώθω και θα τη νοιώθω πάντα πολύ δυνατά. Είναι κάτι τέτοιες λέξες, που χτυπάνε στο κεφάλι σα δυνατό σπίρτο. Πιστεύουν οι νέοι. Στα νιάτα οι λέξες είναι γιομάτες από ψίχα, από χυμό και φωτιά. Κατόπι αδειάζουν λίγο - λίγο κι απομένουν κούφια τσόφλια. Το κακό είναι μονάχα που τις πιο πολλές φορές, αυτοί που κερνάνε τα δυνατά πιοτά στα νιάτα έχουν γεμάτο το δικό τους το ποτήρι με άκρατο νεράκι, ώσπου να δουν τον άλλον να κυλιέται, σκνίπα στο μεθύσι. Από τούτες τις λέξες είναι κι αυτή: Επανάσταση ! Την ένιωθα από σκολιταρούδι και της χαμογελούσα, μαγεμένος απ’ τον αμέτρητο κι αδιάκοπον τάραχο της. Να, τώρα ακόμα τη λέω μες στο νου μου, τη συλλαβίζω ψιθυριστά, την απαγγέλνω σαν προσευκή μυστικά μέσα στ’ αυτί της ψυχής μου. Σφαλνώ σφιχτά τα μάτια και τη βλέπω γραμμένη στο μαύρο κατεβατό της νύχτας με φωσφορικά γράμματα, πούνα ζωντανά σαν φίδια από αστραπή. Και μονομιάς κάτι παράξενο γίνεται μέσα μου. Παντιέρες μπατσίζουν τον αγέρα και τα κοντάρια τους κεντούν — βουκέντρες — το μεγαλόπρεπον ουρανό, που καμαρώνει μέσα στα εθνικά χρώματα σα δημόσιο ίδρυμα. Σφυριξιές υψώνουνται μέσα στο γαλάζιο κενό, ρουκέτες από ήχους οργισμένους και θριαμβευτικούς. Και τα ταμπούρλα, χιλιάδες ταμπούρλα, μουγκρίζουνε σαν τη μακρινή βροντή που κυλιέται στο ταβάνι τ’ ουρανού. Κάνουν την ψυχή να πάλλεται σαν τουμπανόπετσο. Τότες, χωρίς να το καταλάβεις, τα χέρια σου σφίγγουνται σε γροθιές κ’ η ραχοκοκαλιά τεντώνει προς τα πίσω, σαν τόξο πού λυγάει για να στείλει τη σαγίτα.
Μιαν επανάσταση.
Να πολεμήσουμε για τη λευτεριά ! Για τους σκλαβωμένους της Ανατολής και της Θράκης. Για όλους τους σκλάβους. Ώ ! Πάντα αξίζει να πολεμά κανείς για τη λευτεριά και για τους σκλάβους. Μέσα στον κάθε σκλάβο υπάρχει ένα μέρος από τη δική μας σκλαβιά. Όμως να ρίξουμε και το Βασιλιά ! Η πορφύρα, τι ερεθιστικό πανί για τον βαρβάτο ταύρο του λαού ! Φτάνει να ξέρεις να το κουνήσεις μπροστά στα ερεθισμένα μάτια του. Το ρέμα με πήρε σύψυχο και σύγκορμο. Ένα κύμα τυφλό και παντοδύναμο μ’ άρπαξε πάνω στην αφρισμένη χήτη του, έτσι δα σαν ένα πελεκούδι. Και τώρα να με, ένα ναυάγιο αρκετά τρομαγμένο και πάρα πολύ έκπληχτο, πεταμένο στην κορφή ενός πετρένιου βουνού της Σερβίας. Να με τώρα παραδομένος, δεμένος τελειωτικά πάνω στον τεράστιο τροχό του Πολέμου. Είναι αυτό ένα γεγονός αγιάτρευτο πια, που το δέχουμαι μ’ ένα παράξενο, ρομαντικό παράπονο, σα να μην ήμουν εγώ που το θέλησα. Όμως η εγκαρτέρηση δεν μου λείπει. Και πάντα με τριβελίζει μια αδάμαστη δίψα έντονης ζωής και αγώνων, κι ο πικρός ηδονισμός της δυστυχίας που πατάει το δόντι σκληρά στη σάρκα και σου δίνει πιο δυνατά την αίσθηση του «υπάρχειν».



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα