Παράσχος Κλέων, κριτική στο έργο Η αυλή των θαυμάτων, εφημερίδα Η καθημερινή, Δεκέμβριος 1957, δημοσιευμένη και στο Καμπανέλης Ι., Θέατρο, τομ. Α΄ Η αυλή των θαυμάτων
 
σσ. 297-299, Αθήνα 1978, Κέδρος
 
 
 
Στις πρώτες σκηνές του έργου του κ. Καμπανέλλη δεν έχει ο θεατής το αίσθημα ότι βλέπει κάτι καινούριο, αλλά ότι ξαναβλέπει κάτι που το είδε άλλη η άλλες φορές. Αυτή| η μαύρη φτώχεια που εξουθενώνει και παραλύει, αυτοί οι άνθρωποι οι άβουλοι, οι παθητικά αφημένοι στη μοίρα τους, που ζουν πιο πολύ με όνειρα και αόριστα σχέδια, με χιμαιρικές επιθυμίες, παρά με πράξεις, αυτός ο ερωτισμός, ο έτοιμος να ξεχυθή και να καταλύση τα πάντα, όλα τούτα, δεν τα είδαμε, μαζί η χωριστά, τα τελευταία χρόνια, σε διάφορα ξένα έργα, ιδίως αμερικανικά; Είναι αυτό μια πρώτη εντύπωση που μας δίνει «Η Αυλή των Θαυμάτων». Γλήγορα ωστόσο στο έργο αρχίζουν να προβάλλουν μοτίβα ελληνικά, αρχίζει το έργο ν' αποκτά μια" ελληνική φυσιογνωμία, ίσως όχι πολύ έντονη, επί τέλους όμως - πρέπει να κάνουμε και τη σκέψη αυτή άνθρωποι βουτηγμένοι στη φτώχεια και ονειροπαρμένοι και άπραγοι υπάρχουν σε όλο τον κόσμο και με μοτίβα τόσο πανανθρώπινα δε μπορούμε να έχουμε την αξίωση να πλαστή έργο ακραιφνώς ελληνικό, και ας μας εξομολογείται ο συγγραφεύς ότι ακριβώς τέτοιου είδους έργα, όσο γίνεται πιο ελληνικά, θέλει να γράψη.
Η ψυχική εξαθλίωση - από τη φτώχεια - και η αβουλία είναι τα μοτίβα που κυριαρχούν στο έργο του κ. Καμπανέλλη, που αποτελούν την πιο εσώτερη και πιο μόνιμη δραματική του υφή, το φόντο επάνω στο οποίον προβάλλονται και από όπου ξεπηδούν όλα τ' άλλα. Καθηλωμένοι στη μοίρα τους, ανίκανοι να την αλλάξουν - να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για να την αλλάξουν - είναι δλοι σχεδόν, άντρες και γυναίκες, στην «Αυλή των Θαυμάτων». Οι γυναίκες, αντίδοτο για τη δυστυχία τους ζητούν στον έρωτα και οι άντρες, έκτος από έναν, τον Στράτο που ξέρει τι θέλει, στην εγκαρτέρηση ή στον πηγαιμό σε τόπους ευτυχισμένους - στην Αυστραλία. Ο ένας, ο Μπάμπης, φτάνει ως την πράξη, επιχειρεί να φύγη με τη γυναίκα του, για την Αυστραλία. Δε φεύγει όμως, γιατί πέφτει στα δίχτυα ενός απατεώνος. που του τρώει όλα τα χρήματα των διαβατηρίων και των εισιτηρίων και ύστερα εξαφανίζεται. Ο άλλος, ο Στέλιος, δεν έχει τη δύναμη να φτάση ως την πράξη. Μένει στα ονειροπολήματα, βολεύοντας τη ζωή του με το μικρό του μισθό και με τα δανεικά που παίρνει από φίλους του και προπάντων από τον εραστή της γυναίκας του, τον νέο και δυνατό και καθόλου ονειροπαρμένο άντρα, τον Στράτο. Ο Στέλιος είναι το πρόσωπο που χρωματίζει περισσότερο από όλα τα άλλα το έργο. Είναι ο αδύναμος, ο άβουλος, ο όλος συμπλέγματα άντρας, που όλα του φεύγουν, όλα διαλύονται μέσα του κι' έξω του, και που ούτε να κρατήση δίπλα του έχει τη δύναμη ούτε να ξαναφέρη κοντά του - κοντά στην ψυχή του - τη φευγάτη γυναίκα του.
Δε δίνει μόνο τον κυρίαρχο τόνο στην «Αυλή των Θαυμάτων» ο Στέλιος. Δίνει με την ψυχική του διάλυση και το πρώτο κίνητρο για τον «μύθο» του έργου. Η γυναίκα του, η Όλγα, γίνεται ερωμένη του Στράτου, γιατί νοιώθει εντελώς αποξενωμένο τον εαυτό της από τον άντρα της. Γύρω από τον έρωτα αυτόν ξετυλίγεται ο «μύθος» του έργου. Ο εξωτερικός όμως μονάχα. Ο εσωτερικώτερος είναι άλλος: ο κατατρεγμός από τη Μοίρα μερικών ανθρώπων, που δε μπορούν να δουν θεού πρόσωπο και που στο τέλος, το πούλημα του οικοπέδου όπου βρίσκονται τα χαμόσπιτά τους τους αναγκάζει να μετοικήσουν. Τούτη η μετοικεσία, με τον οριστικό χωρισμό της Όλγας και του Στράτου, με τη βίαιη απόσπαση του γέρο Ιορδάνη από την αγαπημένη του ταράτσα, με την αναχώρηση των άλλων, που πάνε να στεγάσουν, ίσως και κάτω από πιο άθλιες στέγες τη δυστυχία τους, είναι το κορύφωμα του εσωτερικού -ας το πω έτσι - στοιχείου του έργου. Εκείνου που αφίνει ο συγγραφεύς να διαφαίνεται ή μάλλον να προβάλη πολύ καθαρά από τον «μύθο».
Έργο τεχνικά οικοδομημένο, χωρίς κενά, χωρίς πτώσεις, με ολοένα εντεινόμενη δραματικότητα, με πρόσωπα που η ψυχοσύνθεσή τους υπαγορεύει τα λόγια τους και τις πράξεις τους, αυτή είναι η εντύπωσίς μου από την «Αυλή των θαυμάτων». Η πείρα του συγγραφέως έχει αναμφισβήτητα πλουτισθή, ο κ. Καμπανέλλης έκανε αποφασιστικά βήματα στην κατάκτηση της τεχνικής του θεάτρου. Το βλέπουμε στον τρόπο που δημιουργεί την δραματική ατμόσφαιρα, που πλάθει τα πρόσωπα, που προετοιμάζει και που συνθέτει τις κρίσιμες σκηνές - η σύγκρουσις του Στέλιου και του Στράτου, που κρίνει οριστικά τη μοίρα του πρώτου - στον διάλογο, στα λόγια που ζωγραφίζουν τις καταστάσεις, κάποτε και τις συνοψίζουν επιγραμματικά, σε διάφορες λεπτομέρειες, που αποτελούν κριτήρια άσφαλτα για την θεατρική πείρα ενός συγγραφέως. (Η βουβή ακινησία του Ιορδάνη στο τέλος του έργου και η καθήλωσίς του, με όλο το τυφλό πείσμα της απελπισίας του στην ταράτσα).
Έκανε λοιπόν πολύ καλά ο κ. Κάρολος Κουν που παρουσίασε, αλλάζοντας μάλιστα τη σειρά του ρεπερτορίου του, στο θέατρό του, την «Αυλή των Θαυμάτων». Δε βλέπουμε συχνά έργα νέων Ελλήνων συγγραφέων τέτοιας ποιότητος και με τόση στοργή ανεβασμένα. Ο κ. Κουν έδειξε ακόμη μια φορά σε τι βαθμό έχει την τέχνη να δίνη υπόσταση υλική σε ένα έργο, να το κινή σκηνικά. Ο σκηνικός ρυθμός στην «Αυλή των Θαυμάτων» δε χαλαρώνει ούτε στιγμή και όμοια αδιάπτωτη, με πολύ λίγα κενά, είναι και η ερμηνεία.
Ο κ. Κώστας Μπάκας, που βαστά το μεγαλύτερο βάρος του έργου, κατορθώνει να δώση μορφή θεατρική αρκετά πειστική σε έναν άντρα άβουλο και συμπλεγματικό, που είναι η ίδια η διάλυση. Εντελώς ίσως δε μπαίνουμε στο δράμα του άνθρωπου αυτού, δεν το ζούμε όμως και απ' έξω μονάχα. Φιγούρα ζωντανή - τον Μπάμπη - πλάθει και ο κ. Χατζημάρκος, χρωματίζοντας έντεχνα όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις του προσώπου που υποδύεται. Στη σκηνή όπου γυρίζει με τη γυναίκα του, έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα τους να μεταναστεύσουν, και σ' εκείνη όπου υπερασπίζεται το χαμένο και όμαιμο φίλο του, τον Στέλιο, βρίσκει τις πιο καλές του στιγμές, μας συγκινεί πιο βαθιά παρ' όσο στις άλλες. Συγκρατημένο, λεπτότατο, γεμάτο αποχρώσεις το παίξιμο της δίδος Βέρας Ζαβιτσιάνου. Νομίζω ότι η ταλαιπωρημένη ύπαρξη της Όλγας, η πικρία της και το πάθος της για τον Στράτο δε θα μπορούσαν ν' αποδοθούν με πιο σκέτους τόνους. Πολύ καλή και η Νέλλη Αγγελίδου ως Αννετώ. Είναι η δυστυχισμένη και όχι κακή στο βάθος γυναίκα που τα γερατιά και η ορφάνια και η φτώχεια της την κάνουν να γίνεται ώρες-ώρες κακή. Τούτες τις αποχρώσεις τις αποδίδει επιτυχημένα η κ. Αγγελίδου, ζωντάνια όμως έχει και η όλη της ερμηνεία, από τις καλύτερες που έχει παρουσιάσει ως τώρα. Ο Στράτος, που τον υποδύεται ο κ. Νίκος Μπιρμπίλης, βασανίζεται από ένα οξύτατο δράμα: συνδέεται με μια παντρεμένη που ζη στην ίδια αυλή όπου ζη κι' εκείνος και θέλει να την παντρευτή. Λυτό το έντονο εσωτερικό δράμα το ερμηνεύει πειστικά, με την άκαμπτη αυστηρότητα του, ο κ. Μπιρμπίλης. Ισως μόνο στις σκηνές του με την Όλγα θα ζητούσαμε περισσότερη θέρμη. Η δις Εκάλη Σώκου (Βούλα), η δις Ελένη Παπαγιάννη (Μαρία), η δις Μαρία Κωνσταντάρου (Ντόρα) κρατούν μετρημένα, σωστά τους ρόλους των. Ο κ. Γιώργος Λαζάνης (Ιορδάνης) θα έπρεπε ίσως να προσέξη περισσότερο την άρθρωσή του, μερικές λέξεις του - λέξεις Μικρασιάτου αγράμματου - μας ξεφεύγουν, και να ελαφρώση τον αδιόρατο μελοδραματικό τόνο που παίρνουν τα λόγια του στις δυο πρώτες πράξεις του έργου. Στην τελευταία σκηνή μάς μεταδίδει μια πολύ βαθειά συγκίνηση με το λιτότατο παίξιμό του, όλη τη συγκίνηση που θα ήθελε να μεταδώση ο συγγραφεύς. Τα σκηνικά για την «Αυλή των θαυμάτων» τα φιλοτέχνησε ο κ. Γιάννης Τσαρούχης. Και έχουν φιλοτεχνηθή με όλη την ευαισθησία του εξαίρετου αυτού καλλιτέχνη.