Πλωρίτης Μάριος, κριτική στο έργο Η αυλή των θαυμάτων, εφημερίδα Ελευθερία, Δεκέμβριος 1957, δημοσιευμένη και στο Καμπανέλης Ι., Θέατρο, τομ. Α΄ Η αυλή των θαυμάτων
 
σσ. 302-305, Αθήνα 1978, Κέδρος
 
 
 

Διπλή χαρά μας έδωσε προχτές το «θέατρο Τέχνης» με την «Αυλή των θαυμάτων» του κ. I. Καμπανέλλη: όχι μόνο έσπασε τη μακρόχρονη «αποχή» του άπ' την ελληνική δραματουργία, αλλά και πρόσφερε ένα έργο, που ούτε καλοπροαίρετο πρωτόλειο είναι πια, ούτε «ελαφρό», επιπόλαιο θεατρογράφημα. Ο «καλός αγώνας» του «Θ. Τ.» υστερεί στο πεδίο της πραγμάτωσης αυτού που και το ίδιο πιστεύει: ότι «Θέατρο ελληνικό, άπ' όπου απουσιάζουν οι Έλληνες συγγραφείς είναι κάτι λειψό». (Για την έλλειψιν αυτή, ωστόσο, δεν είναι μόνο το «Θ.Τ.» υπεύθυνο. Είναι κι oι συγγραφείς. Μα, αυτό, είναι μια άλλη ιστορία…). Οπωσδήποτε, η «Αυλή των Θαυμάτων» του δωσε την ωραία ευκαιρία να ξαναγυρίση στη σωστή «αρχή» του, χωρίς να προδώση τη θεατρική «ποιότητα», που υπηρετεί.

Όταν, πέρσι, το Εθνικό Θέατρο ανέβασε ένα άλλο έργο του κ. Καμπανέλλη, ευχηθήκαμε στο συγγραφέα «να μην αναπαυθή μετά την «Έβδομη ημέρα τη Δημιουργίας». Να «ξανακυττάξη το έργο των χειρών του με αυστηρότητα και λαγαρό μυαλό… γιατί δεν υπάρχει «κόσμος» που να μην επιδέχεται ξαναφτιάξιμο…».

Ο κ. Καμπανέλλης δεν αναπαύθηκε. Κι' η «Αυλή» του είναι ασύγκριτα ωριμότερη άπ' τη «Δημιουργία» του. Χωρίς να χάση κανένα άπ' τα χαρίσματα της πρεσβύτερης αδερφής της, έχει αποβάλει τα περισσότερα ελαττώματα της.

Στην «Αυλή» δεν υπάρχει πια ο «πολλά ποθών και μηδέν δυνάμενος» ήρωας, που το δράμα του και η καταστροφή του άφηναν ασυγκίνητο το θεατή. Άλλωστε, εδώ, δεν υπάρχει «ήρωας», αλλά ένας κόσμος που γίνεται ήρωες. Ο μικρόκοσμος μιας συνοικιακής αυλής, που καθρεφτίζει σε κυρτό κάτοπτρο το μεγάκοσμο του ταπεινού ανώνυμου Έλληνα, των βασανισμένων ανθρώπων και των ταλαιπωρημένων ψυχών.

«Η Αυλή των Θαυμάτων» - λέει ο συγγραφέας - βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα… Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, τρέχουν, φεύγουν, κι' η πιο συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώση κάπου, να σιγουρέψη κάτι».

Αυτή την αβεβαιότητα κι' αυτή τη λαχτάρα δεν τη συμπυκνώνει ο κ. Καμπανέλλης σ' ένα η δυο πρόσωπα, αλλά -ακολουθώντας την τάση «ομαδικότητας» του νεώτερου θεάτρου- της δίνει θεατρική μορφή, μέσ' άπ' τις ιστορίες ενός ομίλου ανθρώπων που η τύχη συγκέντρωσε επιταυτώ, στην αυλή μιας γειτονιάς. Φυσικά, την «τύχη» την κατευθύνει ο συγγραφέας, έτσι που οι άνθρωποι της αυλής ν' αντιπροσωπεύουν γενικώτερες κατηγορίες και το δράμα να γεννιέται από τις συνθήκες της έξω ζωής, αλλά κι άπ' τις μεταξύ τους συγκρούσεις.

Μ' όλη τη χειραγώγηση αυτή, τα επεισόδια του έργου δεν καταφέρνουν πάντα να υψωθούν πάνω άπ' το στιγμιότυπο και η όλη δομή της «Αυλής» δεν αποφεύγει (προπάντων στις δυο πρώτες πράξεις) την αποσπασματικότητα. Το ελάττωμα, άλλωστε, αυτό θα το συναντούσαμε και σ' όλους τους συγγραφείς που μεταφέρουν στη σκηνή το συρφετό της αστικής ζωής, άπ' τον Ράϊς («Σκηνές του δρόμου») ως τον Κίνγκσλεΰ («Τυφλοσόκακο») κι ως τον Μίλλερ («Από Δευτέρα σε Δευτέρα»).

Η «Αυλή» του κ. Καμπανέλλη, όμως, έχει το χάρισμα να είναι γνήσια ελληνική, ρωμέϊκη, συνοικία, γειτονιά αθηναϊκή. Και το «χρώμα» της αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την εξωτερικότητα της ηθογραφίας. Είναι ελληνική, όχι στην όψη, αλλά στην ψυχή. Οι καϋμοί, τα προβλήματα, οι αγωνίες των ανθρώπων της είναι αγωνίες και προβλήματα και καϋμοί ενός ολόκληρου λαού, που παλεύει με την αστάθεια της Μοίρας και της Ζωής, αιώνες τώρα. Η Ανάγκη και η Μιζέρια, που τον τυραννάνε, σκοτώνουν λίγο-λίγο τα όνειρα, τον έρωτα, τη φιλία, κάνουν τον άνθρωπο «λύκο» -κι όμως, αυτή η Ανάγκη έχει σκληραγωγήσει το χαραχτήρα του, την «αντίσταση του στις δυσκολίες», κι έχει δώσει στο ρωμιό μια Καρτερία που, μαζί με την έμφυτη αισιοδοξία του, τον στηρίζουν και τον βοηθάνε να κρατηθή σ' αυτή την ανεμοδαρμένη γωνιά της γης.

Τούτη την εικόνα του Ρωμιού τη δίνει καθαρά και ζωντανά ο κ. Καμπανέλλης στην «Αυλή» του - κι αυτό είναι μια πρώτη επιτυχία. Η δεύτερη (και σπουδαιότερη άπ' τη δραματουργική άποψη) είναι ότι τα πρόσωπα του δε μένουν κούφες σκιές, ούτε αυθαίρετες καριτατούρες. Είναι άνθρωποι, και άνθρωποι Έλληνες -οι περισσότεροι τουλάχιστο. Και, εδώ, ο κ. Καμπανέλλης ξεπερνάει συχνά και πολλούς άπ' τους ξένους συγγραφείς που αναφέραμε. Γιατί δε δίνει τύπους μονοκόμματους (η κουτσομπόλα, ο «κακός», οι ερωτευμένοι, ο χωρατατζής και πάει λέγοντας), αλλά χαρακτήρες. Όχι μεγάλους ίσως, αλλά χαρακτήρες μια φορά. Όλοι τους -η σχεδόν- είναι πολυεδρικοί, έχουν τις αγαθές και τις κακές μαζί πλευρές τους, την αγγελική και τη δαιμονική όψη τους. Κανένας δεν είναι ο μόνος Δίκαιος ή ο μόνος Άδικος. Για όλους υπάρχουν και τα ελαφρυντικά και τα επιβαρυντικά στοιχεία. Και -το ακόμα σημαντικώτερο- οι χαραχτήρες αυτοί εξελίσσονται. Δε τους «κατακτάς» άπ' την πρώτη στιγμή, αλλά, μέσ' στην πρόοδο του έργου, σου αποκαλύπτουν πτυχές, που δεν είχες υποψιαστή, αντιφατικές με την πρόχειρη εικόνα που σχημάτισες –γι’ αυτό κι αληθινές. Ο «τρακαδόρος» Στέλιος π.χ. (το πιο ολοκληρωμένο πρόσωπο του έργου) δεν είναι ένα ασυνείδητο ή γελοίο υποκείμενο. Έχει κι αυτός τα όνειρά του, τη «συνείδησή» του, το φιλότιμό του. Μπορεί, ακόμα, ν' αγαπάη, να ελπίζη, -και να σκοτώνεται. Ο ερωτευμένος Στράτος δεν είναι τόσο «λεβέντης», όσο λέει κι όσο θέλει. Στην κρίσιμη στιγμή (όταν πρέπει να πη την αλήθεια στον άντρα της αγαπημένης του) δειλιάζει και προτιμά την εύκολη και ταπεινωτική λύση: να του δανείση λεφτά για να τον απομακρύνη άπ' το σπίτι. Η ερωτευμένη Όλγα, μπορεί νάγινε μοιχαλίδα, από κούραση και περιφρόνηση για τον εξαθλιωμένο άντρα της, αλλά δε χάνει ολότελα τη στοργή γι' αυτόν, και όταν εκείνος σκοτώνεται έχει την εντιμότητα ν' απαρνηθή τον ερωτά της. Η γρια-κουτσομπόλα η Αννετώ τσακώνεται και σαλιαρίζει δεξιά κι αριστερά, ωστόσο έχει κι αυτή τα δικαιολογητικά της. Είναι μόνη, παρατημένη, καλαμιά στον κάμπο, χωρίς κανένα να ζεστάνη τα γερατιά και την ερημιά της…

Πέρ' άπ' αυτές τις αρετές, στην «Αυλή» ο κ. Καμπανέλλης «απετάξατο» και τον πληθωρισμό του Λόγου που χαραχτήριζε τη «Δημιουργία» του. Τώρα, ο διάλογος του είναι γοργός, λιτός, ζουμερός και μόνο ένα του πρόσωπο, ο γέρο-Ιορδάνης. βαρύνεται άπ' αυτό το αμάρτημα. Σίγουρα ο κ. Καμπανέλλης θέλησε με αυτόν τον ξεκληρισμένο ανατολίτη να δώση μια νότα ποίησης και γραφικότητας. Όμως ο Ιορδάνης του είναι συχνά αυθαίρετος κι οι παρεμβολές του μέσα στη δράση ξεκινάνε περισσότερο άπ' τη θέληση του συγγραφέα παρά απ’ την δραματική αναγκαιότητα.

Στα χαρίσματα του έργου δεν πρέπει να παραλειφθή και το χιούμορ του. Δεν πρόκειται εδώ ούτε για εύκολα λογοπαίγνια, ούτε για βάρβαρα αστεία. Το γέλιο που αναδίνεται συχνά, πηγάζει άπ' τις καταστάσεις, όχι από «συνταγές».

Ο κ. Καμπανέλλης έκανε ένα μεγάλο βήμα με την «Αυλή» του. Μένει ακόμα να προσέξη την αρτίωση της τεχνικής του. Με ικανώτερη «σύνθεση», η «Αυλή» θα κέρδιζε σημαντικά. οι δυο πρώτες πράξεις της είναι αχνές, άνθρωποι και «θέματα» σκιτσάρονται μόνο, το δραματικό ενδιαφέρον αργεί να πύκνωση και να παρασύρη το θεατή. Έπειτα, ενώ κέντρο του ενδιαφέροντος αυτού πρέπει νάναι βασικά το κύριο θέμα του έργου (η αστάθεια της ελληνικής ζωής) κι από κει να πηγάζουν oι συγκρούσεις, στην Γ΄ πράξη γίνεται μια μετατόπιση σ' ένα ξένο θέμα: τον έρωτα και τη μοιχεία, για να ξαναγυρίσουμε -στην Δ'- στο κίνητρο της αρχής. Ύστερα μερικά πρόσωπα του έργου, που νομίζεις πως θα παίξουν σημαντικό ρόλο, σα να τα ξεχνάη ο συγγραφέας, αφού τα ρίξη στη σκηνή. Έπειτ' άπ' τα πρώτα επεισόδια, μένουν στο περιθώριο (η γυναίκα του ναυτικού, η Μαρία π.χ.). Τέλος, η αισιοδοξία που κυριεύει στο τέλος τους βασανισμένους, όσο κι αν είναι γνήσια ελληνική, έρχεται αρκετά απότομα, και μοιάζει σα να τους την επιβάλη ο συγγραφέας κι όχι να ξεπηδάη από μέσα τους.

Αυτά όμως είναι ελλείψεις, που η πείρα θα τις διόρθωση. Πολύ περισσότερη σημασία έχει το «ενεργητικό» της «Αυλής». Κι αυτό είναι πλούσιο, γιατί ο κ. Καμπανέλλης κατώρθωσε να δώση ένα Έργο -ένα έργο ελληνικό- με γνήσιους Έλληνες -και γνήσιους χαραχτήρες. Η «Αυλή» του είναι μια προσφορά στην ισχνή δραματουργία μας. Του ευχόμαστε να κρατηθή στον τίμιο δρόμο που διάλεξε και ωριμάζοντας ακόμα περισσότερο, να μεταμόρφωση τα «θαύματα» σε «δημιουργίες»…

Στοργή και φροντίδα μεγάλη βρήκε το έργο στο «Θέατρο Τέχνης». Ο κ. Κουν το σκηνοθέτησε με οίστρο και τούδωσε τη ζέστα και την ανθρωπιά που του ήσαν απαραίτητες. Σκηνές και πρόσωπα προβλήθηκαν όσο γινόταν και το μόνο που θάχες να ευχηθής είναι ένας κάπως «μεσογειακώτερος» τόνος στην απεικόνιση και στη μιλιά ωρισμένων προσώπων. Όμως, στο σύνολο της, η παράσταση ήταν άπ' τις πιο άρτιες του «Θ.Τ.» κι αυτή η ωραία συγκυρία βοήθησε όχι λίγο την αγαθή ακτινοβολία της «Αυλής».

Ξεχωριστά πρέπει ν' αναφέρουμε την ερμηνεία του «Τρακαδόρου» άπ' τον κ. Κ. Μπάκα, που σημείωσε σ' αυτόν το ρόλο την καλύτερη επίτευξή του. Απόδωσε ανάγλυφα και τις δυο όψεις του Στέλιου, κρατώντας αδιάκοπα την ισορροπία μεταξύ τους και χωρίς να καταφυγή σε καμμιάν υπερβολή ή ευκολία. Ζωντανή και γραφική ήταν η κ. Ν. Αγγελίδου στο (άγνωστό της ως τώρα) πεδίο της καρατερίστας. Η μεταφορά της μόνο άπ' την «κακή» στην «αγαθή» Αννετώ θάπρεπε νάναι πιο ομαλή. Αδρός ο κ. Μπιρμπίλης (Στράτος), αν και στις σκηνές του με την «καλή» του διατήρησε κάποια ψυχρότητα. Η λιτότητα επίσης της κ. Β. Ζαβιτσιάνου (Όλγα), αξιέπαινη καθαυτή, έφτανε σε μιαν ανάλογη ψυχρότητα στις ίδιες σκηνές. Με πολύ μπρίο σχεδίασε την επιπόλαιη Ντόρα η δ. Μ. Κωνσταντάρου. Και γνήσια ρωμέϊκο το ζευγάρι της δ. Ε. Σώκου και του κ. Δ. Χατζημάρκου. Ο Γ. Λαζάνης παρασύρθηκε σε κάποια υπερβολή με το γερο-ανατολίτη του. Η δ. Ε. Παπαγιάννη έδωσε «ατμόσφαιρα» στη μοναχική γυναίκα του ναυτικού. Τους μικρότερους ρόλους απόδωσαν σωστά η δ. Α. Πανταζοπούλου και oι κ.κ. Δ. Μπάλας, Μ. Χρηστίδης, Κ. Καζάκος, Σ. Κωνσταντόπουλος.

Με γνήσια ελληνική αίσθηση έστησε ο κ. Γ. Τσαρούχης το σκηνικό του που είχε αλήθεια και καλαισθησία, χωρίς καμμιά φλυαρία ή φτηνή «γραφικότητα».