Καζαντζής Τόλης, «Στέλιος Ξεφλούδας. (Η πεζογραφία της αέναης ροής)»
 
Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης 1912-1983, Μελετήματα 1966-1991, Θεσσαλονίκη 1991, Βάνιας. σσ. 175-182
 
 
 

Πρώτη Δημοσίευση: Εφ. «Αυγή», 23.11.1984. Αναδημοσιεύτηκε στο «Χρονικό» 1986, του Πνευματικού Κέντρου «ΩΡΑ».

Πριν λίγες ήμερες πέθανε ο Στέλιος Ξεφλούδας, ένας από τους ανανεωτές της πεζογραφίας μας, που το 1930 γυρίζοντας στη Θεσσαλονίκη, υστέρα από σύντομες σπουδές στο Παρίσι (1928-1930), εξέδωσε «Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού», ένα βιβλίο που του έδωσε τότε τον τίτλο του πρώτου εισαγωγέα του «εσωτερικού μονόλογου» στην Ελλάδα.

Την ίδια εποχή στη χώρα μας, η πεζογραφία εξακολουθεί να βαδίζει πάνω στους δρόμους που χάραξε το παλιό αφηγηματικό-αστικό μυθιστόρημα, εμπλουτισμένο από τις θλιβερές εμπειρίες, τον ψυχισμό και την καλλιέργεια του προσφυγικού στοιχείου. Το γεγονός ήταν, περίπου, εκπληκτικό, και την έκπληξη αυτή ακολούθησε μια εντονότερη, όταν αποκαλύφθηκε έμπρακτα, πως ο Ξεφλούδας δεν ήταν η μοναδική περίπτωση πεζογράφου του εσωτερικού χώρου στη Θεσσαλονίκη. Όταν, δηλαδή, μετά δυο χρόνια ακριβώς από την έκδοση του βιβλίου του, κυκλοφόρησε το θαυμάσιο και πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό, οι «Μακεδονικές Ημέρες» (1932-1939) και (1952-1953), το όποιο στο προγραμματικό του σημείωμα (Μάρτιος 1932) επισημαίνει και διακηρύσσει:

«Η Θεσσαλονίκη δεν έχει καλλιτεχνική και λογοτεχνική παράδοση… Το περιοδικό, χωρίς να περιορίζεται στενά στη λογοτεχνική λειτουργία, θα παρακολουθεί και τη σύγχρονη σκέψη, καθώς εναγώνια και βίαια διασταυρώνεται στις μεγάλες χώρες… Ακόμη, έχει αποστολή να αναζητήσει και να ανακαλύψει ταλέντα».

Αλλά ευλόγα θα αναρωτηθεί κανείς· γιατί αυτή η επίσημη επισήμανση της ανάγκης προσφυγής σε ξένα πρότυπα για τη δημιουργία μιας πράγματι ελλείπουσας εντόπιας παράδοσης; Ήταν, μήπως, ένας επαρχιώτικος μοντερνισμός; Ήταν μια έμμεση ομολογία της γοητείας και της κυριαρχίας που ασκούσε πάνω στην ομάδα των πεζογράφων, ειδικά των «Μακεδονικών Ημερών», ο κοσμοπολιτισμός -κυρίαρχος στην ατμόσφαιρα αυτής της πόλης λόγω ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών; «Ή μήπως μ' αυτή τη διακήρυξη απλώς μιλούσε ο επαρχιώτης λογοτέχνης, που εξαντλεί τις λογοτεχνικές του προσπάθειες με την εισαγωγή ξένων προτύπων; Σήμερα εύκολα, πια, εξοβελίζονται αυτές οι υποψίες, μιας και τόσο ο Ξεφλούδας όσο και οι άλλοι πεζογράφοι των «Μακεδονικών Ημερών» (Δέλιος, Γιαννόπουλος) δεν προσαρμόστηκαν στους μετέπειτα ευρωπαϊκούς τρόπους, παρά έμειναν πιστοί στις αρχικές τους αφορμίσεις. Εξαίρεση αποτελεί ο Πνετζίκης, ο όποιος γρήγορα αποδεσμεύτηκε από την αρχική του αφόρμηση (Τζέημς Τζόυς) ψάχνοντας πάντα για εκφραστικούς τρόπους ταιριαστούς στην ιδιοσυγκρασία του και σ' ό,τι, κάθε φορά, προσπαθεί να εκφράσει· τα άπειρα και εν πολλοίς ανεξερεύνητα σημαινόμενά του.

Αλλά αναρωτιόμαστε· προκειμένου για τον Ξεφλούδα, μήπως τόσο οι εκφραστικοί του τρόποι, όσο και τα σημαινόμενά του δεν υπαγορεύτηκαν τόσο από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς τρόπους όσο από το ιδιαίτερο πνευματικό κλίμα της Θεσσαλονίκης μέσα στο όποιο τόσο αποτελεσματικά εγκλιματίστηκε; Ανάγκη, λοιπόν, να εξετάσουμε αν αυτό το κλίμα προσιδίαζε στις αντίστοιχες συνθήκες του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου»∙ συνθήκες που έστρεφαν και ωθούσαν τον πεζογράφο σε μια εσωτερική πεζογραφία, σε μια αμφισβήτηση του εξωτερικού κόσμου, καθώς και σε μια ταυτόχρονη απόρριψή του, μιας κι ο κόσμος αυτός, καθώς και οι αξίες του ήταν η ουσιαστική αιτία που οδήγησε την ανθρωπότητα στην εκατόμβη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Κι ακόμη, μια πρόσθετη αιτία υπήρξε και η αδυναμία της λογοτεχνίας να συλλάβει την πραγματικότητα, να προβλέψει και να προλάβει, ας πούμε, το κακό, γεγονός που οδηγεί τους λογοτέχνες σε μιαν ιδιωτική και αντιηρωική καταγραφή αυτής της πραγματικότητας μέσα από τα φίλτρα της συνείδησης ή του υποσυνείδητου του δημιουργού που, σε τελευταία ανάλυση, στοχεύει στη διάσωσή του από τις διάφορες αντιφάσεις που περιέχει η πραγματικότητα.

*

Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Θεσσαλονίκη, εξαιτίας των γεωγραφικών, οικονομικών, κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων που τη διέπουν, γίνεται ο αγωνιστικός χώρος, όπου οι μεγάλες δυνάμεις αποδύονται σ' έναν αγώνα ασκήσεως επιβολής και επιρροής, τόσο μεταξύ τους όσο κι απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τα βαλκανικά κράτη που έχουν προκύψει στη διάρκεια του 19ου αιώνα από το διαμελισμό της. Κι ο αγώνας αυτός διεξάγονταν με οικονομικά, κυρίως, μέσα, συχνά, όμως, και με πολιτιστικά και πολιτισμικά. Έτσι στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκαν και ευάριθμες ξένες κοινότητες, ενώ κοντά σ' αυτές υπάρχει, από αιώνες εγκατεστημένο στην πόλη και το εβραϊκό στοιχείο, το όποιο είναι οργανωμένο άριστα μέσα στην κοινότητά του· τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της Ευρώπης. Φυσικά υπάρχουν και οι Τούρκοι, οι εύσχημα απομακρυσμένοι από το κέντρο της εξουσίας, δημόσιοι λειτουργοί και στρατιωτικοί, ως προοδευτικοί και γι’ αυτό μη ανεπιθύμητοι.

Έτσι, είναι μάλλον φυσικό το ότι στη Θεσσαλονίκη βρίσκει πρόσφορο τόπο για να οργανωθεί το κόμμα των «Νεότουρκων» και να εκδηλώσει την επανάστασή του, που αναγκάζει την υψηλή πύλη να παραχωρήσει στο λαό το πρώτο του σύνταγμα. Τέλος, υπάρχουν και οι διάφορες σλαβικές μειονότητες, που αναζητούν την έξοδό τους στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο δια της Θεσσαλονίκης· κι απ' αυτήν την έξοδο προσδοκούν και την ταυτόχρονη έξοδό τους απ' την υπανάπτυξη. Όσο για τη Ρωσία, αύτη, κοντά στ' άλλα, είναι ο ενσαρκωτής των προαιώνιων πανσλαβικών ονείρων.

Ανάμεσα στους τόσους μνηστήρες, το ελληνικό στοιχείο, το τρίτο πληθυσμιακά στην πόλη (μετά τους υπερτριπλάσιους Εβραίους και τους υπερδιπλάσιους Τούρκους) ανησυχεί και προσπαθεί να επιβιώσει τόσο βιολογικά όσο και εθνικά.

Όλα αυτά τα υποκρυπτόμενα συμφέροντα υπήρξαν τα συστατικά ενός από τα πιο ακανθώδη ζητήματα του αιώνα μας, του «Ανατολικού ζητήματος», που για τη χώρα μας βρίσκει την κορύφωσή του στο «Μακεδονικό αγώνα» και την τυπική του λήξη στους νικηφόρους «βαλκανικούς πολέμους». Οι επιπτώσεις του, όμως, εξακολουθούν να υφίστανται σα βαριά ατμόσφαιρα μέχρι και τις μέρες μας ακόμη με τις παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας και την αναμόχλευση των παλιών -ανύπαρκτων ουσιαστικά, αβάσιμων και ανιστόρητων- διεκδικήσεων της Γιουγκοσλαβίας.

Η απελευθέρωση σήμανε για τη Θεσσαλονίκη την απαρχή συγκλονιστικών, πράγματι, γεγονότων, στα όποια η πόλη αντιδρά μ' όλη τη βιαιότητα του νεοφώτιστου. Και στο μεταξύ, με τρόπο περίπου τυχαίο σχηματίζεται και το ελληνικό της πρόσωπο με εγκαταστάσεις προσφύγων από τον αλύτρωτο ελληνισμό, καθώς και ατόμων από όλη την Ελλάδα, που έρχονται να γευτούν πραγματωμένο το νεφέλωμα της «Μεγάλης Ιδέας». Και οι εντόπιοι, οι φορείς μιας λαμπρής πνευματικής παράδοσης, απομένουν με την πικρή αίσθηση του «αληθούς κυρίου που απώλεσε τη νομή» του τόπου του. Έτσι, συσπειρώνονται και πάλι μέσα σε μια αμυντική και αριστοκρατική μοναξιά δημιουργώντας κλειστούς κοινωνικούς και οικογενειακούς κύκλους, με τους οποίους μπορούν και θέλουν να επικοινωνούν.

*

Ένας τέτοιος, περίπου, κύκλος θα πρέπει να ήταν και ο κύκλος του περιοδικού «Μακεδονικές Ημέρες». Και μέσα σ' αυτό το κλίμα θα πρέπει να εγκλιματίστηκε κι ο Στέλιος Ξεφλούδας, που η καταγωγή του ήταν μεν από την Άμφισα, αλλά παρακολούθησε κι έβγαλε το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη, όπου, μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Αθήνα, ήταν δέκα χρόνια καθηγητής - φιλόλογος στο ιταλικό γυμνάσιο. Κι αυτό το πνευματικό και κοινωνικό κλίμα έπαιξε, οπωσδήποτε, άκρως καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός ανθρώπινου χαρακτήρα, που παρακολουθεί τον Ξεφλούδα κι όταν ακόμη αυτός, μεταπολεμικά, εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά αυτός ο χαρακτήρας απόμεινε ανεξίτηλος σ' ολόκληρο το έργο του σα στοιχείο ενός αναπόδραστου ύφους. Φυσικά, ο Ξεφλούδας, σ' όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του ζωής, που συμπίπτει με τη βιολογική, απέμεινε σταθερός κι αμετακίνητος από το λογοτεχνικό του ήθος, με το όποιο εμποτίστηκε και ανατράφηκε στη Θεσσαλονίκη. Κι απόμεινε δια βίου ένας σεμνός, εργατικός και εκτός λογοτεχνικού προσκηνίου και συναλλαγής πεζογράφος, που αναζητούσε την αναγνώριση από τα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά κι από τους αυστηρούς, μα δίκαιους, κατά το πλείστον, γνωρίζοντες.

Ο Στέλιος Ξεφλούδας, σ' ολόκληρο το συγγραφικό του έργο, παρέμεινε ο πεζογράφος της αέναης εσωτερικής ροής. ' Η πραγματικότητα είναι αντιφατική, οχληρή, ασύλληπτη, αποτελεί από μόνη της μιαν εύλογη αιτία φυγής. Τα πράγματα μέσα του, βυθίζονται σ' ένα γκρίζο φως, κινούνται μέσα σε μουσικούς κυματισμούς, γίνονται περισσότερο ατμοσφαιρικά και χάνονται. Τα πρόσωπα δε δείχνουν τις ανθρώπινες πλευρές τους, δεν είναι, πολύ περισσότερο, τολμηρά ή ηρωικά. Είναι μορφές απρόσιτες, μετέωρες. Μορφές που δε δημιουργούν συναισθήματα ούτε τις έχεις ικανές να δημιουργήσουν κάτι. Όλα αφήνουν, τελικά, τη θλιβερή τους ανάμνηση, το εκ προοιμίου καταδικασμένο κυνηγητό του ασύλληπτου.

Τελικά, απ' αυτή τη νεφελώδη πεζογραφία, εκείνο που κατακαθίζει είναι ένας πόνος, κι ο συγγραφέας φαίνεται πως αγαπά την παθητική του συμβίωση με τον πόνο του. Ένας πόνος, που δεν τον παρακινεί σε μιαν αυτογνωσία, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να αναδίνεται από το έργο του μια αρρωστημένη διάθεση. Έτσι, η μόνη θετική πλευρά αυτού του έργου είναι εντελώς αρνητική· είναι η αμφισβήτηση -δια της αποσιώπησης- του έξω κόσμου, που ο Ξεφλούδας τον έχει απαρνηθεί εξ υπαρχής προτιμώντας να καταφεύγει σε καταστάσεις εξωπραγματικές και ονειρικές. Πρόκειται, βέβαια, για μια διάθεση εντελώς ποιητική, που ο συγγραφέας γνωρίζει να εκπέμπει μέσα από τα πεζογραφικά του έργα. Ορθότερα μέσα απ' αυτό το ενιαίο πεζογράφημα, που αποτελεί στην πραγματικότητα το συνολικό του έργο. Όσο για τους τίτλους των επιμέρους βιβλίων του, αυτοί φαντάζουν, και τελικά είναι, τυπικές στάσεις.

Δεν είναι ώρα, ίσως, να ελέγξουμε το αν η πεζογραφία αυτή πληρούσε τις προδιαγραφές του «εσωτερικού μονόλογου». Νομίζω, πάντως, πως ενώ υπάρχουν ορισμένα εξωτερικά ευδιάκριτα σημεία, δεν υπάρχουν, ωστόσο, οι εσώτερες ουσίες του «εσωτερικού μονόλογου», που είναι η εναγώνια αναζήτηση της αυτογνωσίας, μέσα σ' έναν κόσμο αντιφατικό, ασύλληπτο, ακατανόητο, και γι' αυτό παραπλανητικό. Η αναζήτηση με την αέναη εσωτερική γνώση, όπου οδηγούμαστε με τη συνδρομή τόσο του συνειδητού όσο και του υποσυνείδητου. Κι αυτή, ακριβώς, η εναγώνια προσπάθεια οδηγεί στις τόσο συμπαθητικές (στην κυριολεξία) ανατάσεις και κατολισθήσεις, τις όποιες αναζήτησε και δεν τις βρήκε, πολύ αργότερα, μέσα στην πεζογραφία των μελών της ομάδας των «Μακεδονικών Ημερών», ο θεωρητικός και ψυχή αυτού του περιοδικού, ο Πέτρος Σπανδωνίδης.

Έτσι, η τέχνη του Ξεφλούδα απόμεινε, τελικά, μια τέχνη ανολοκλήρωτη ακόμη και μέσα στον ίδιο τον εαυτό της.

Τα επιχειρήματα εναντίον μιας τέτοιας πεζογραφίας ήταν εύκολα. Πρώτο και καθοριστικό το επιχείρημα της περίφημης ελληνικότητας. Ισχυρίσθηκαν, δηλαδή, πως η ελληνική πραγματικότητα δεν ταυτιζόταν με την ευρωπαϊκή, που παρήγαγε τον εσωτερικό μονόλογο και πως οι πρόσφατες πληγές της χώρας μας από μια καταστροφή, που σήμανε ανεπανόρθωτες υλικές και ηθικές ζημιές, απαιτούσαν από το λογοτεχνικό άτομο να πλησιάσει παρηγορητικά και οικεία τον πάσχοντα τρίτο. Εντούτοις, σαν αντεπιχείρημα στους επικριτές, μπορούμε να πούμε πως το παρηγορητικό αυτό πλησίασμα, μπορεί να πραγματοποιηθεί και από άλλες οδούς κι όχι μόνον απ' αυτές που χάραξε η αφηγηματική πεζογραφία των επικριτών.

Άλλοι, πάλι, διαφεύγοντας διπλωματικά από τις κακοτοπιές που τους επεφύλασσε η άγνοιά τους, βιάστηκαν να επινοήσουν βολικές ετικέτες του τύπου «Σχολή Θεσσαλονίκης». Όλες αυτές όμως, ήταν αντιρρήσεις προσωρινού χαρακτήρα. Γιατί αργότερα, έγινε ολοφάνερο το μέγεθος της προσφοράς τόσο του Ξεφλούδα όσο και των άλλων εταίρων των «Μακεδονικών Ημερών» στα γράμματά μας.

Και πρώτα πρώτα, πρόσφεραν στην πεζογραφία μας έναν νέο κι απέραντο χώρο· τον εσωτερικό άνθρωπο. Πρόσφεραν την ιδέα της απελευθέρωσης από το βραχνά της συνέπειας και της αληθοφάνειας του παραδοσιακού μύθου, των ηρώων και των καταστάσεων. Πρόσφεραν, τέλος, μια «σχολή λογοτεχνικού ήθους», που σημαίνει: Σοβαρή, επαγγελματική αντιμετώπιση της λογοτεχνικής λειτουργίας κι αποκάθαρση, τόσο αυτής όσο και του εαυτού τους, από κάθε στοιχείο κοσμικότητας, επιμέλεια συγγραφική και αναζήτηση της αναγνώρισης από τους δύσκολους, μα συνήθως δίκαιους, γνωρίζοντες κι από τα, εκ παραδόσεως, σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά, που υπήρχαν ανέκαθεν σ’ αυτή την πόλη, και τήρηση κάποιων κανόνων αξιοκρατίας και δεοντολογίας.