Τσοπανάκης Αγαπητός, «Ο δημοτικισμός και η γλώσσα του Βαλαωρίτη», Αφιέρωμα Νέας Εστίας
 
Χριστούγεννα 1979, σσ. 475-483
 
 
 

                Δεν ξέρω γιατί, κάθε φορά που έρχεται στον νου μου ο λόγος του Ηράκλειτου που χρησιμοποιώ σαν πρώτο υπογραμμισμένο παράθεμα,, με τριγυρνά πάντα η επίμονη σκέψη ότι ο «δύσκολος» και μισάνθρωπος εκείνος άνθρωπος από την βασιλική γενιά, σαν να έβγαινε στην πόρτα του σπιτιού του κι ανοίγοντας τα μεγάλα χέρια του φώναζε στους περαστικούς συμπατριώτες του: «ω Εφέσιοι, ω Ίωνες, ω Έλληνες! διζήσασθε υμέας αυτούς, διζήσθε υμέας αυτούς· εγώ μέντοι εδιζησάμην εμέ αυτόν!» (Αναζητήσετε, αναζητάτε πάντα, διερευνάτε τον εαυτό σας, εγώ τουλάχιστο τον διερεύνησα τον εαυτό μου).

                Δεν ξέρω όμως προπάντων, γιατί ο λόγος αυτός του Ηράκλειτου μου έρχεται πάντα στον νου κάθε φορά που είναι να θίξω ένα ζήτημα που άφορα τον Ελληνισμό και την Ελλάδα και «η Ελλάδα με πληγώνει». Πόσο είμαστε «αεί παίδες» οι Έλληνες εμείς και στα μικρά και τα μεγάλα, πόσο παίζουν «οι μεγάλοι» πάντα με αυτούς τους «παίδας» και πόσο αμέριμνοι ξυπνούμε και κοιμούμαστε, κοιμούμαστε και ξυπνούμε, αφήνοντας στην Αθηνά την φροντίδα να διορθώνη τις στραβοτιμονιές μας. Αύτη όμως δεν τις προφτάνει πάντοτε.

                Ο Βαλαωρίτης και σαν άνθρωπος και σαν ποιητής ήταν και είναι ένα κομμάτι, και μάλιστα ένα κρυστάλλινο κομμάτι του Ελληνισμού∙ μαζί του όμως μεταφερόμαστε στα Εφτάνησα και στην συμβολή τους στην πνευματική ανάταση του έθνους, πολύ πριν η Αθήνα γίνη το κρατικό και πολιτιστικό κέντρο∙ στο πρόσωπο του επίσης γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, που ύστερα από κάτι ρομαντικά άτυχα σκιρτήματα της πρώτης νεότητας, «γνώρισε τον εαυτό του», στράφηκε στις πηγές της ιστορίας του έθνους και τραγούδησε στην γλώσσα του τα πρόσωπα και τις ώρες που σημάδεψαν την εποχή του∙ έναν άνθρωπο που είχε και αίσθημα και παλληκαριά για να υπεράσπιση δίκαιες ιδέες, και στην Ελλάδα και άλλου.

                Δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο, δεν πειράζει όμως να το ξανασκεφτόμαστε, ότι ούτε η βενετσιάνικη ούτε η εγγλέζικη κατοχή στα Εφτάνησα έμοιαζαν με την τουρκική, που είχε απλωθή στην παλιά βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Τούρκοι ήταν ένας ανδρείος πολεμικός λαός, που πιθανώς γνώρισαν τα γράμματα και τις τέχνες μόνο με την εξόρμηση τους από τις πανάρχαιες κοιτίδες τους προς τα δυτικά, και με την επαφή τους με τους Άραβες και τον βυζαντινό ελληνισμό. Οι Βενετσιάνοι όμως, και κάπως λιγότερο οι Εγγλέζοι, ήταν κληρονόμοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την συνέχιζαν κατά κάποιον τρόπο στην Μεσόγειο, και στην διοίκηση και στον πολιτισμό. Ήταν σκληροί και αυτοί, όταν αμφισβητιόταν η εξουσία τους, εξασφάλιζαν όμως τουλάχιστο μίαν επικοινωνία με την Ιταλία και την Ευρώπη, με την Αναγέννηση και την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη, από την οποία ήταν αδύνατο να μην επωφεληθούν και οι Έλληνες κάτοικοι των νησιών. Με την τουρκική κυριαρχία όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί εκεί, «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

                Η απελευθέρωση του μικρού και ατροφικού κρατιδίου της Αλαμάνας, το όποιο περιλάμβανε μόνο δυο μεγάλα τμήματα ελληνισμού και Ελλάδας, όχι πολύ πλούσια και όχι πολύ προοδευμένα οικονομικά και πολιτιστικά, το έφερνε αντιμέτωπο με πρόσωπα, περιοχές και καταστάσεις του μεγάλου Ελληνισμού, οι όποιες βρίσκονταν σε ψηλότερο πολιτιστικό σκαλοπάτι, και μια από αυτές ήταν και η Επτάνησος.

                Το πόσο μεγάλο και πόσο ουσιαστικό ήταν το πρόβλημα, φάνηκε από την εμετική αηδία που έπιασε τον Βαλαωρίτη, όταν ανακατεύθηκε και στην ελλαδική πολιτική. Ενώ στην βουλή της Επτανήσου ο αγώνας του ήταν για την απελευθέρωση των νησιών και την ενσωμάτωση τους στην ελεύθερη πατρίδα, στην βουλή της Αθήνας ο αγώνας των πολιτικών, ο πρώτος και κύριος και για πολλούς ο μόνος — ήταν ποιος θα τραβούσε με το μέρος του την εξουσία, με οποιονδήποτε τρόπο, «γλείφοντας, έρποντας και με τα κερατά του». Μόνο έτσι θα μπορούσε να μοιράζη αγαθοεργίες από τον δημόσιο προϋπολογισμό, «επί δικαίους και αδίκους», πιο συχνά για τους δεύτερους, ευλογώντας κάποτε και τα γένια του. Εθνικές γαίες, συντάξεις, δάνεια, αυτόχθονες και ετερόχθονες, παραγνωρισμένοι αγωνιστές, και αδιάντροποι σφετεριστές, σεμνά παλληκάρια και απόλεμοι φανφαρόνοι, όλα αυτά παρέλαυναν από την βουλή των Ελλήνων πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση. Ίσως μια γενεά και περισσότεροι. Πολύ εύστοχα ο Κ. Καιροφύλας στον πρόλογο του στην έκδοση των «Έργων» του Βαλαωρίτη (Τόμος Α', Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήναι, χωρίς χρονολογία), έγραφε (σ. 23) : «αλλ' οι Επτανήσιοι βουλευταί, ελθόντες με τόσα ωραία όνειρα εις το Ελληνικόν κοινοβούλιον εδοκίμασαν αμέσως πικράν απογοήτευσιν, βλέποντες τους αντιπροσώπους της λοιπής Ελλάδος αλληλοτρωγομένους και μη ενδιαφερομένους παρά περί των προσωπικών των συμφερόντων και παθών».

                Ο Βαλαωρίτης αντιλαμβανόταν τότε αυτό που έμελλε να γνωρίση ο τόπος μας επανειλημμένα με την σταδιακή, άλλοτε ενσωμάτωση, και συνήθως αιματηρή απελευθέρωση Ελληνικών εδαφών και πληθυσμών, από τους οποίους αρκετοί βρίσκονταν σε ψηλότερο οικονομικό και πολιτιστικό σκαλοπάτι από το αντίστοιχο ελλαδικό, και πρόσφεραν το μερίδιό τους στην ανύψωση του.

Το θέμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, και για να λύσουμε πολλές απορίες και οξύμωρα, από τις όποιες μια, η πιο σημαντική και η πιο τραγική, είναι πως ο Ελληνισμός όχι μονάχα δεν βούλιαξε με την (μικρασιατική καταστροφή και την επισώρευση ενάμισυ εκατομμυρίου προσφύγων, αλλά ανορθώθηκε μέσα σε λίγα μόνο χρόνια και στάθηκε κυριολεκτικά στα πόδια του, ενώ αυτοί που ήταν νικητές και προκάλεσαν αυτήν την καταστροφή καταστράφηκαν. Έχασαν δραστήριους ανθρώπους υψηλότερου πολιτιστικού επιπέδου, όπως ήταν οι Κωνσταντινοπολίτες και οι Σμυρνιοί κυρίως, κι έχασαν και εμπόρια και βιομηχανίες και αυγά και καλάθια. Για να καταλάβουμε επίσης γιατί δημιουργήσαμε δυσκολίες στα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, στα πρώτα με την ενσωμάτωση που έγινε, και στην δεύτερη με την ένωση που δεν έγινε, και ένας θεός ξέρει αν θα γίνη ποτέ, έτσι που την καταντήσαμε την Κύπρο. Τι ντροπή, τι ντροπή, θεέ μου, και τι ανικανότητα! Αποφεύγουμε να συζητούμε τέτοια επικίνδυνα θέματα, πώς ελπίζουμε όμως ότι θα μπορέσουμε ποτέ να τα θεραπεύσουμε, αν δεν ξύσουμε και δεν γλείψουμε τις πληγές μας; Ένας φιλόλογος οφείλει να παρατηρή και αυτά τα φαινόμενα, γιατί αποτελούν τμήμα των απασχολήσεων και των παθών του ανθρώπου, κι εμπίπτουν έτσι μέσα στο μεγάλο πλαίσιο της humanitas, της ανθρωπιάς.

Έτσι, από την διαφορά δηλαδή του πολιτιστικού επιπέδου, καταλαβαίνουμε και γιατί ο Π. Χιώτης, στο δεύτερο υπογραμμισμένο παράθεμα, μιλά για το ότι οι Επτανήσιοι που έγραφαν στην δημοτική «υπ' άλλων μεν χλευάζονται ως βαρβαρόφωνοι...», και γιατί χρειάστηκε να γράψη ένα βιβλίο (στην καθαρεύουσα!), για να απόκρουση την κατηγορία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι την ίδια χρονιά που ο Χιώτης εκδίδει το βιβλίο του, τα ίδια πράγματα γράφει από την Λευκάδα στον Λασκαράτο (3 - 10 -1859) και ο Βαλαωρίτης: «τα πεζά είναι γραμμένα εις γλώσσαν λογιωτατίστικην και σου ζητώ συμπάθειο για τούτο μου το αμάρτημα. Αλλά ηθέλησα να αποφύγω την κατηγορία όπου κάμνουνε (υπογραμμίζω) εις τους Επτανησίους, λέγοντας ότι γράφουμε την γλώσσα του λαού, γιατί δεν γνωρίζουμε την άλλη»∙ και αυτό μας οδηγεί στην άλλη τραγωδία του Ελληνισμού: στο ότι βρωμίζουμε τους εαυτούς μας με άδικες βρισιές και καταφρόνιες («τουρκόσποροι», «Βούλγαροι», «Ιταλοί», και άλλα τέτοια), στα γήπεδα και σε άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις, όσες φορές τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως τα ευχόμασταν.

                Ο Βαλαωρίτης λοιπόν είχε την καλή τύχη να ανήκει διοικητικά στα Επτάνησα, και αυτό του εξασφάλιζε εύκολες προσβάσεις στα πνευματικά και πολιτιστικά ρεύματα της Ευρώπης, αφού μάλιστα η οικογένεια του είχε τον τρόπο της∙ γεννήθηκε όμως στην Λευκάδα, που αποτελεί ουσιαστικά χερσόνησο της Ακαρνανίας και Ηπείρου, από προγόνους που ήταν στεριανοί, Ακαρνάνες και πολεμικοί.

                Η γεωγραφική και αργότερα η ανθρώπινη διασταύρωση ήταν γόνιμη: από τους προγόνους αυτούς κληρονόμησε την πολεμική και μαχητική διάθεση που κράτησε σε όλη του την — σύντομη δυστυχώς — ζωή, ενώ από τα Επτάνησα και από την συγγενική επιμιξία, την καλλιτεχνική ευαισθησία, την πολιτιστική περιέργεια, την αγάπη για την μάθηση, την παιδεία. Οι άμεσοι προγονοί του είχαν γνωρίσει τους κατατρεγμούς και τις εξοντώσεις των Τούρκων∙ βρήκαν στην Λευκάδα καταφύγιο, και στην Αγγλική κατοχή την προστασία και ασφάλεια και εξασφάλιση. Χρωστούσαν ευγνωμοσύνη και συμπορεύθηκαν. Δεν ήταν το ίδιο, να είσαι «προσκυνημένος» στους Τούρκους ή στον Αλή Πασά, όπως αναγκάζονταν να κάμνουν πολλά παλληκάρια, και το να ανέχεσαι τους Βενετσάνους ή να συνεργάζεσαι με τους Άγγλους, πριν αρχίσουν τα ενωτικά. Ο πατέρας του έγινε γερουσιαστής στην Επτανησιακή γερουσία, ο Αριστοτέλης όμως, που γεννήθηκε στα 1824, όταν το κανόνι ακουγόταν παροδικά από το Μεσολόγγι κι η φλόγα της ελευθερίας αναβόσβηνε περιοδικά, κι ήταν παιδάκι όταν ήρθε κι εχάθηκε ο Καποδίστριας και άρχισε να συγκροτείται το κράτος, ο Αριστοτέλης λοιπόν μεγάλωνε με τις ιδέες της ελευθερίας για όλην την Ελλάδα, για τα Επτάνησα, για την Ιταλία, την Ουγγαρία, για όλον τον κόσμο. Ήταν μια πραγματικά ωραία διασταύρωση αυτή η ηπειρωτικό - ρουμελιώτικη παλληκαριά κι ο πλατύς επτανησιακός καλλιτεχνικός ανασασμός.

Αυτά έδωσαν στον Βαλαωρίτη το ήθος και την μόρφωση που έπαιρναν οι εύποροι νέοι της εποχής του, τις σπουδές στην Ευρώπη και τις πολιτικές δραστηριότητες, όπου εμφανίζονταν απελευθερωτικά κινήματα. Τα ελληνικά του τα έμαθε στο σχολείο, και ο λογιωτατισμός φυσικά είχε τον πρώτο λόγο. Εναντίον του Σολωμού όσοι δεν καταλάβαιναν την πνευματική συνέχεια των Επτανήσων από την βενετσιάνικη και ιταλική παράδοση, θα μπορούσαν να εκτοξεύσουν την κατηγορία ότι δεν ήξερε τα ελληνικά. Ο Σολωμός όμως και οι άλλοι Επτανήσιοι ήξεραν τι είχε γίνει στην Ευρώπη, και κυρίως στην Ιταλία, όπου η λατινική παράδοση, κυρίαρχη και στην εκκλησία και στην επιστήμη, είχε αρχίσει να υποχωρή στην ποίηση και στην καλλιτεχνική πεζογραφία από την πρώιμη Αναγέννηση με τους Δάντη, Πετράρχη, Βοκκάκιο και άλλους, συνεχίζοντας αυτήν την υποχώρηση στους επόμενους αιώνες βαθμιαία και στην επιστήμη και στις άλλες εκδηλώσεις.

                Αυτό το γεγονός είχε αποφασιστική σημασία και για τον Βαλαωρίτη, ο όποιος όμως με τις κληρονομικές του καταβολές και προδιαθέσεις βρισκόταν άλλο τόσο κοντά προς τις μορφές, τις ιδέες και τα εκφραστικά σχήματα του ελλαδικού αρματολισμού, της κλεφτουριάς και του δημοτικού τραγουδιού. Τα Γιάννενα και ο Αλή Πασάς, τα προεπαναστατικά και μετεπαναστατικά πρόσωπα και γεγονότα, ο Κατσαντώνης, το Σούλι, η κυρά Φροσύνη, ο Θανάσης Διάκος, ο Οδυσσέας (Ανδρούτσος), ο Κανάρης ήταν ζωντανά ακόμα οράματα και θέματα των συγκινήσεων του. Το δημοτικό τραγούδι η πρώτη του εκφραστική πηγή. Εκεί που ο Σολωμός έψαχνε μονάχος, γιατί του έλειπαν οι πρώτες γλωσσικές ρίζες, ο Βαλαωρίτης, μόλις απαλλάχθηκε από το πρώιμο λογιωτατίστικο και ψυχρό περίβλημα του, μπόρεσε να αξιοποίηση με επιτυχία τις εκφραστικές του καταβολές μέσω του δημοτικού τραγουδιού και του δεκαπεντασύλλαβου. Τα δύο αυτά στοιχεία, που είναι σχεδόν αλληλένδετα, τα χρησιμοποίησε με επιτυχία και προσπάθησε ως το τέλος της ζωής του να τα τελειοποίηση, και να πλουτίση την εκφραστική δύναμη τους.

                Δεν είναι περίεργο το ότι και το λευκαδικό ιδίωμα είναι μία διασταύρωση των φωνητικών στοιχείων των βόρειων ιδιωμάτων, και ειδικότερα των ηπειρωτικών και ακαρνανικών, με λεξιλογικά και άλλα στοιχεία τα οποία συμβαδίζουν και με τα άλλα επτανησιακά ιδιώματα. Αυτά, όπως και η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος ήταν στην αρχαιότητα δωρικά και πού και πού αιολικά.

                Σε πολλές περιπτώσεις ο Βαλαωρίτης μιλά για το πόσο ο ίδιος πλούτισε την γλώσσα και για το πώς εφάρμοζε αυτόν τον εμπλουτισμό της. Σε γράμμα προς τον Λασκαράτο (1/13 - 9 - 1859) του γράφει ότι κάλεσε «δυο μοιρολογίστρες» στο σπίτι του και τις έβαλε να μοιρολογήσουν ανύπαρκτον νεκρό! «ω του θαύματος! τις είδα πρώτα να αχνίσουνε, ύστερα να κοκκινίσουνε. Έρριξαν τις πλεξίδες τους στην τραχηλιά τους. Ο ανασασμός τους έγινε συχνότερος και βροχή τα δάκρυα έρρεαν από τα βλέφαρα τους. Επιάστηκαν έπειτα από τα χέρια και άρχισαν το νεκρικό τραγούδι, το όποιο κάθε λίγο το εσυντρόφευαν με βαρειούς στεναγμούς και παράπονα. Εγώ έκανα το μέρος του πεθαμένου και έστεκα προσεκτικός και έγραφα στίχους, μα την αλήθεια ωραιότατους και όπου ήθελε φέρουνε τιμή και δόξα εις τον μεγαλύτερον ποιητή...».

                Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την προσπάθεια του ως τα 1877, δυο χρόνια πριν από τον θάνατο του, σε γράμμα προς τον Ροΐδη, που ο «Νουμάς», χρόνια αργότερα (23 - 11 - 1903, φύλλο 71, σ. 3) το χαρακτήρισε «η διαθήκη του Βαλαωρίτη». Παραθέτουμε από ένα κομμάτι από δυο γράμματα προς τον Λασκαράτο, του 1859 και 1872, και από ένα γράμμα προς τον Ροΐδη, του 1877: (Λευκάδα 3 Οκτ. 1859) «...και είναι γραμμένο εις την δημοτική μας γλώσσα. Επροσπάθησα μάλιστα τώρα όσο ημπορούσα να τήνε κανονίσω, να την πλουτίσω και να την υψώσω, διά να δείξω ότι είναι αρκετή να έκφραση όλα της ψυχής τα πετάσματα... Τα πεζά είναι γραμμένα εις γλώσσαν λογιωτατίστικην. Και σου ζητώ συμπάθειο για τούτο μου το αμάρτημα. Αλλά ηθέλησα να αποφύγω την κατηγορία όπου κάμνουνε εις τους Επτανησίους, λέγοντας ότι γράφουμε... κλπ.» (βλ. παραπ.). Από το δεύτερο (Μαδουρή [εις Λευκάδα] την 29 Απριλίου 1872) : «Δεν μου ανέφερες τίποτε διά την δημοτική μας γλώσσαν. Μου φαίνεται ότι κατώρθωσα να την τελειοποιήσω και να της δώσω νεύρα κατά δύναμιν όχι ευκαταφρόνητα. Τα ρούχα της βεβαίως δεν είναι από δαντέλλες, ούτε από λαχουρί, αλλά τοιαύτα όποια είναι ημπορούν θαρρετά να παρουσιασθούν εμπρός εις όλον τον κόσμον και να φανούν λαμπρά, διότι δεν έχουν ούτε ακαθαρσίες ξένες ούτε ψεύτικο μεγαλείο επάνω τους»  (δικές μου οι υπογραμμίσεις).

                Υπάρχει στο πρώτο παράθεμα μια διακήρυξη αρχών και μια απολογητική στάση, που αποσκοπούν να απαντήσουν στις αιώνιες κατηγορίες των επικριτών, ότι η δημοτική είναι χωρίς κανόνες, φτωχή και ταπεινή και ανίκανη να έκφραση όλες τις ψυχικές ανατάσεις. Ο Βαλαωρίτης βεβαιώνει ότι προσπάθησε να την κανονίση, δηλ. να της δώση κανόνες, να την πλουτίση και να την ανυψώση, ώστε να επαρκέση σε όλα.

                Στο δεύτερο γράμμα νομίζω πως διαφαίνεται αρκετά καθαρά μια διακήρυξη επιτυχίας: «...μου φαίνεται ότι κατώρθωσα να την τελειοποιήσω...», έστω κι αν και πάλι υπονοούνται τα ελαττώματα και οι ελλείψεις που οι λόγιοι απέδιδαν στην λαϊκή γλώσσα. Κι αν ακόμα τα ρούχα της δεν είναι δαντελένια ούτε πολύτιμα, οπωσδήποτε ο Βαλαωρίτης την έντυσε με ρούχα καθαρά και λαμπερά (λαμπρά), γιατί δεν έχουν ούτε ακαθαρσίες (ίσως εννοούσε τις ξένες λέξεις) ούτε και ψεύτικο μεγαλείο.

                Το γράμμα προς τον Ροΐδη (3-12-77) έχει σοβαρό περιεχόμενο, γιατί  επιχειρεί μίαν διακριτική και προσεκτικά αντιυμνητική αξιολόγηση του Σολωμού, και ύστερα κάμνει μιαν σκληρή επίθεση εναντίον του λογιωτατισμού, ο όποιος «εσκότωσε την προς την ποίησιν έμφυτον ορμήν της ελληνικής φυλής...» και «έπνιξε τα έμβρυα εν τη κοιλία των μητέρων και απερρόφησε πάσαν ζωτικότητα». Και συνεχίζει με την δική του προσωπική συμβολή στην αποδοχή της δημοτικής: «και εχρειάσθη μεγάλη επιμονή και  έτι μεγαλύτερα υπομονή, μέχρις ου ίδη τις την Σύγκλητον του Εθνικού Πανδιδακτηρίου προσκαλούσαν ένα κηρυγμένον αντάρτην, ένα αδιόρθωτον   και   παρήκοον   χωριάτην ποιητήν, εμέ, και του διαπιστευθή την εξύμνησιν του  Πατριάρχου Γρηγορίου, δεχόμενη εκ των προτέρων ως όρον ειρήνης και συνδιαλλαγής, την επίσημον εν τη περιπτώσει ταύτη καθιέρωσιν της δημοτικής γλώσσης εν τη εθνική ποιήσει. Τώρα η δημοτική ποίησις δεν φοβείται πλέον διωγμούς και ύβρεις. Εκάθισε   νικηφόρος   και τροπαιούχος επί του τραχήλου του λογιωτατισμού και εκηρύχθη βασιλίς και κυρία...», (δικές μου οι υπογραμμίσεις). Βέβαια, είναι δικαιολογημένη η προσωπική ικανοποίηση και περηφάνεια του ποιητή, μόνο που ο ίδιος ήταν κάπως περισσότερο αισιόδοξος για το μέλλον, έστω κι αν είναι σωστό ότι από τότε αρχίζουν πια και οι αθηναίοι ποιητές να χρησιμοποιούν και την δημοτική ή κάποιου είδους δημοτική. Το κήρυγμα του Ψυχάρη (Το ταξίδι μου, 1888) , εννιά μόνο χρόνια μετά τον θάνατο του Βαλαωρίτη (1879), άπλωνε βέβαια τους ορίζοντες της δημοτικής και στον πεζό λόγο δημιουργώντας καταλυτικές κινήσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση, συσπείρωσε όμως και την αντίδραση, έτσι που χρειάστηκαν κοντά εκατό χρόνια από τον θάνατο του Βαλαωρίτη, για να μπορούμε να ελπίζουμε ότι προχωρούμε κάπως.

                Το γράμμα προς τον Ροΐδη μας χρειάζεται ακόμα, γιατί διαφωτίζει και τον τρόπο με τον όποιο δούλευε ο Βαλαωρίτης για τον πλουτισμό της δημοτικής. Προκαταβολικά πρέπει να σημειώσουμε ότι η δημοτική γλώσσα του Βαλαωρίτη κινείται με τα φτερά του δημοτικού τραγουδιού, που κι αυτό με την σειρά του, αποτελεί μιαν γλωσσική «μεσότητα», καθώς χρησιμοποιεί την πιο κοινή νεοελληνική γραμματική και όσο το δυνατό λιγότερους διαλεκτικούς, φωνητικούς, μορφολογικούς και λεξιλογικούς τύπους.

                Αυτήν την γραμμή συνεχίζει και ο Βαλαωρίτης κι αυτό είναι που διατυπώνει στην συνέχεια του μεγάλου και τόσο ουσιαστικού γράμματος του: «Οι προ εμού γράψαντες την δημοτικήν (απαιτώ παρά σου ταύτην την δικαιοσύνην) δεν είχον διαθέσιμον παρά πτωχοτάτην αποθήκην γλωσσικού υλικού. Αν δε λάβης τον κόπον να ανάγνωσης τον «Διάκον» ή τον «Αστραπογιαννον», θα ίδης ότι η γλώσσα του λαού εθαυματούργησεν επαρκέσασα εις όλας τας ανάγκας της ηρωικής ποιήσεως...».

Λίγο πρωτύτερα είχε γίνει πιο συγκεκριμένος και μας υποδείχνει τον τρόπο με τον όποιο προσπαθούσε να πετύχη τον σκοπό του. Ο τρόπος ήταν η επιλογή και ο άφθονος δανεισμός δημοτικών λέξεων, κοινών και διαλεκτικών, πολλές από τις όποιες από τότε πέρασαν στο ποιητικό και φιλολογικό γενικότερα λεξιλόγιο. Για πολλές από αυτές ο Βαλαωρίτης έδινε στο τέλος των ποιημάτων του και ερμηνευτικές σημειώσεις, με τις σημασίες τους και με παράθεση και άλλων συγγενικών ή παραλλήλων τύπων: «η τοιαύτη προς πλουτισμόν της δημοτικής μανία μου υπηγόρευσε και τας πολλάς σημειώσεις δι' ων παρεγέμισα τα ποιητικά μου έργα και διά τας οποίας εμμέσως μεν συ (ο Ροΐδης, δηλ.), αμέσως δε μ' επέκρινεν ο Βλάχος. Αλλά πώς είχα να κάμω; Ποιος (κάποιος) εφώναζεν εδώθεν τι θα πη αυτή η λώθρα∙ άλλος τι δηλοί το ρεκάζω, τι το φριμάζω. Τι είναι η κυκλαμιά, τι ο ζάθος, τι ο ζόρκος, τι ο σπλήνος και τι το περικοκλάδι. Πόθεν κατάγεται το ρεύω, το σαλαγάω και πάει λέγοντας».

Εδώ βρισκόμαστε στο κέντρο της ποιητικής δημιουργίας: στην στιγμή που ο ποιητής κινείται από την ομίχλη των συναισθηματικών καταστάσεων και των ακαθόριστων ακόμα ιδεών προς την πιο ξεκάθαρη φάση, να τις κάμη υλικές, δίνοντας τους ένα όνομα, επενδύοντας τες με μιαν λέξη.

                Κάθε ποιητής αγωνίζεται ώστε η επένδυση αυτή να είναι με κάποιον τρόπο εντυπωσιακή, και σημειώνουμε πως ο Βαλαωρίτης τονίζει την ποιότητα,και την λάμψη («δεν είναι [μεν] από δαντέλλες ούτε από λαχούρι, ημπορούν [όμως]... να φανούν λαμπρά...»). Ένα από τα πιο σίγουρα στοιχεία με τα όποια όλοι οι ποιητές προσπαθούν να ενισχύσουν την εμφάνιση τους είναι η λέξη, η διαλεγμένη λέξη, που κατά την γνώμη τους μπορεί να προσφέρη αυτήν την υπηρεσία. Ποιαν εντύπωση δημιουργούσαν στους άλλους, αυτό το μαθαίνουμε άμεσα και έμμεσα, από τις επιτυχίες των έργων τους — στις οποίες και το λεξιλόγιο είχε το μερίδιο του — κι από τις σκληρές κρίσεις (όσο κι αν αυτές ήταν περιστασιακές κι εξυπηρετούσαν μιαν εφήμερη κωμικότητα) του Αριστοφάνη π.χ. στους Βατράχους του για τον Αισχύλο, που τις βάζει στο στόμα του Ευριπίδη: «γρυπαιέτους χαλκηλάτους και ρήμαθ' ιππόκρημνα» (στ. 829) , λέξεις δηλ. που δεν ήταν εύκολο να τις καταλάβουν.

       Γι' αυτό και μια από τις πιο σπουδαίες και βασικές τους απασχολήσεις είναι να συγκεντρώνουν λέξεις, να καταρτίζουν γλωσσάρια, να επισημαίνουν εντυπωσιακές φράσεις, παραστατικές παροιμίες, που τις χρησιμοποιούν αυτούσιες ή τις προσαρμόζουν ανάλογα, όσες φορές δημιουργηθή η κατάλληλη ευκαιρία. Άλλοι μεταποιούν ή παραφράζουν νοήματα, άλλοι στενεύουν ή απλώνουν τις σημασίες των λέξεων, για να τις κάμουν πιο εύστοχες. Ακόμα τελευταία η κ. Μάρθα Αποσκίτου - Αλεξίου δημοσίευσε αλληλογραφία του Καζαντζάκη προς έναν παλιό συμμαθητή του στο Ηράκλειο, στην οποία ένα στημονικό θέμα -κι αυτή εδώ η φράση είναι απόδοση η προσαρμογή από το γερμανικό leitmotiv- που εμφανίζεται συχνά, είναι η παράκληση να του συγκεντρώνη λέξεις. Έχω τονίσει σε άλλες ευκαιρίες πως αυτή η διαδικασία δεν ήταν δυνατό να ξεφύγη από το κοφτερό και κριτικό μυαλό του Αριστοτέλη «ώσπερ γαρ προς τους ξένους έχουσι και προς τους πολίτας, το αυτό πάσχουσι και προς την λέξιν∙ διο δει ποιείν ξένην την διάλεκτον» (Ρητ. 3, 1404 b 8).

                Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι οι πιο διάφανες σημασιολογικά λέξεις είναι οι πιο γνωστές σ' εμάς, οι κοντινές μας, κι αυτές είναι κυρίως οι διαλεκτικές ή οι ιδιωματικές μας: του σπιτιού μας, του χωριού μας, της κάπως ευρύτερης περιοχής∙ οι όποιες μπορεί να είναι κάπως γνωστές και στους γείτονες και στους άλλους Έλληνες, μπορεί όμως να είναι και άγνωστες. Αυτό όμως δεν τρομάζει κανέναν, αν αποφασίση να τις χρησιμοποιήση. Υπάρχει μια συναισθηματική δέσμευση μαζί τους, γιατί αυτές έχουν κυκλοφορήσει γύρω μας από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε ν' ακούουμε τους ήχους, μπήκαν στην ψυχή μας και αποτυπώθηκαν. Τις παίρνουμε μαζί μας στον τάφο, γιατί τις αγαπούμε πολύ. Γι' αυτό, κάθε ποιητής κυρίως, αλλά και κάθε λογοτέχνης και οποιασδήποτε άλλος τεχνίτης του λόγου χρωστά του κόσμου τις μικρότερες ή μεγαλύτερες ανυποψίαστες παραχωρήσεις στην γλώσσα της μικρής πατρίδας του: φωνητικές, μορφολογικές, συντακτικές και όχι μονάχα λεξιλογικές. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα σημείωσε στο παράθεμα από το γράμμα του Βαλαωρίτη) στον Λασκαράτο για τις μοιρολογήτρες (1/13 - 9 - 1959, βλ. παραπ.) την σύνταξη: «τις είδα πρώτα να αχνίσουνε, ύστερα να κοκκινίσουνε...»∙ η σύνταξη αυτή δεν είναι κοινή νεοελληνική∙ είναι επτανησιακή∙ στα Ν(έα) Ε(λληνικά) θα περιμέναμε «να αχνίζουν, να κοκκινίζουν», έστω κι αν η εξάρτηση τους είναι από συντελικό χρόνο (είδα) . Δεν λέμε στα ΝΕ «τον είδα να φύγη», αλλά, «τον είδα να φεύγη, που έφευγε» κ.λ.π. Θα πρόσεξε επίσης στο δεύτερο γράμμα προς τον Λασκαράτο (3 -10 - 1959, βλ. παραπ.) την φράση «διά να δείξω∙ ότι είναι αρκετή να έκφραση...», που σημαίνει το «είναι σε θέση, κατορθώνει.» Το αρκετός εδώ σημαίνει ό,τι και τα ιταλικά capace, sufficiente, και είναι επτανησιακό.

                Οι ποιητές δεν είναι τόσο γλωσσοπλάστες όσο νομίζουμε συνήθως, ή δεν πετυχαίνουν πάντα τόσο πολύ με τις προσωπικές τους γλωσσοπλασίες. Μόνο εκεί όπου η παραγωγή και σύνθεση κινούνται σε γνωστά πρότυπα, είναι σημασιολογικά διάφανες και αποτελούνται από διαλεγμένα στοιχεία, εκεί η προσωπική γλωσσοπλασία μπορεί να είναι εντυπωσιακή χωρίς να προκαλή δυσάρεστες αντιδράσεις, μολονότι είναι πολύ δύσκολη και πολύ επικίνδυνη (βλ. ακόμα τον Αριστοτέλη, Ρητ. 3, 1404 b 18 «διο δει λάνθανειν ποιούντας, και μη δοκείν λέγειν πεπλασμένως αλλά πεφυκότως (τούτο γαρ πιθανόν, εκείνο δε τουναντίον)»). Η πιο μεγάλη όμως επιτυχία των ποιητών είναι η ανάσυρση, από τον ιδιωματικό παραμερισμό, λέξεων που έχουν παραγωγική και σημασιολογική καθαρότητα — ίσως ακόμα και φθογγική αρμονία — κάτι που μου φαίνεσαι πως έκαμε με μεγάλη επιτυχία και ο Γρυπάρης αντλώντας από τα νησιώτικα ιδιώματα του Αιγαίου (η νυχτοπαρωρίτρα, φρουμάζει, αιμοστάτης, κ.λ.π.) και με μεγαλύτερη ίσως ο Βαλαωρίτης, αν λάβη κανείς υπόψη του την εποχή στην όποια το επιχειρούσε και τις αντιδράσεις εναντίον των λαϊκών γλωσσικών στοιχείων.

                Μόνο στις σημειώσεις του για τον «Θανάση Διάκο», που πιάνουν 40 σελίδες στην έκδοση Καιροφύλα∙ που αναφέραμε, μπορεί να μέτρηση κάνεις περισσότερες από 50 λέξεις, κάπως κοινές ή ιδιωματικές,, που έχουν χρησιμοποιηθή μέσα στο ποίημα: πηλαλάει, αθέρας, πυρ(ε)ιά, άχαρα, καρυοφύλλια, οργοτόμος, λώθρα, καταρράχτης, στηρίζω, υποστηρίζω, αζώηρος, λαψάνα, χαμαιδρυο, χαμαίλ(ε)ιος, περιπλοκάδι, ξεχωνιάζω, ξεχώνιασμα, σκιάχτρο, κατασάρκι, πρωτόλουβος καρπός, παγάνα, τα ρείκη, θρούμπι, αλιφασκιά, απάρθενα, λιοπύρι, συντυχαίνω, παφήλια, σιδέρικη, μαρμάρα, κλπ. Κι αυτό το κάμνει σε πολλά από τα μεγάλα ποιήματα του.

                Πολύ πιο σημαντικές και πολύτιμες είναι οι ερμηνευτικές σημειώσεις που προσφέρει ο ποιητής για όλες αυτές τις λέξεις, με τις σημασιολογικές τους παραλλαγές και με καταγραφή και άλλων λέξεων και όρων, ιδιωματικών και αυτών, που δεν έχουν χρησιμοποίηση μέσα στα ποιήματα του∙ ένας σωστός γλωσσικός θησαυρός! π.χ. σ. 267 «σ' αυτόν τον καταρράχτη». (σ. 208) «καταρράχτης, ως και παρά τοις αρχαίοις, σημαίνει μέγαν όγκον υδάτων, κρημνιζομένων από αποτόμου βράχου. Αλλά καταρράχτης και η καταπακτή θύρα. Όταν δε επί τίνων ευρέων παραθύρων, συνήθως εν χρήσει παρά τοις εργαστηρίοις των καπήλων και καλουμένων προβολών (sic∙ ίσως προβόλων;), εφαρμόζηται ο καταρράχτης, τότε καλείται καταπρόβολον».

                σ. 268 «ο έρμος ο αζώηρος» (σ. 209). «Αζώηρος, ο ανάγυρος ή ανάγυρις των αρχαίων anagyris foedita (γρ. foetida). Θάμνος δασώδης (γρ. δυσώδης) ...μη κινείν τον ανάγυρον και το δημώδες μη ξυπνάς τον αζώηρο ή μην ανακατώνεις τον αζώηρο. Λέγεται και αζωήρι. Ήκουσα δε προφερόμενον  και οζώηρο, και τότε δεν είναι απίθανον ρίζα αυτού να είναι το όζω...»∙ ακολουθεί διεξοδική περιγραφή θεραπευτικών ιδιοτήτων του αζώηρου για τον «θανατηφόρον τυμπανίτην», που τυραννά και σκοτώνει τα ζώα (πρόβατα, βόδια) την άνοιξη, η προσωπική του μαρτυρία, και η ευχή να προσεχθή από τους γιατρούς «ο περιφρονημένος» αζώηρος κλπ, σ. 270 «και το περιπλοκάδι, που πάντα κρύβεται δειλό (,) και τ' άπλερο κορμί του», (σ. 209) «Περιπλοκάδι, χαριέστατον φυτόν... άπλερο δε ένεκεν της ευλυγισίας και αδυναμίας αυτού, τουτέστι μη πλήρες. Αντίθετον του άπλερος είναι το μεστος, σταλωμένος. Άπλερα λέγονται επίσης και ζώα ή πτηνά γεννώμενα προ του καιρού και τότε είναι συνώνυμον του απασπάλωτα, τουτέστι έχοντα σώμα άμορφον».

                Πολλές πληροφορίες δίνουν (σσ. 282 -285) τα σχόλια στον στίχο «απωνα αρμό στον άλλονε» (σ. 219) για την «οιωνοσκοπία» με την πλάτη του αρνιού. Για τον σκοπό αυτόν πήγε και βρήκε έναν «ύπερεκατοντούτη βλαχοποιμένα», ο όποιος του έδειξε «δύο η τρία πεπαλαιωμένα οστά (ωμοπλάτης, ενν.), έφ' ων μοι εδίδαξε την ανάγνωσιν των σημείων εν πρωτοτύπω. Εκ της διδασκαλίας εκείνης επορίσθην τα εν τω αποσπάσματι τουτω του στιχουργήματος μου καταχωρισθέντα». Ακολουθούν διάφοροι όροι και οι σημασίες τους: χτένι, φλέβα, λειψάδαις, κι από την τελευταία λέξη περνά στο επίδ. «λειψός, λειψή, εντεύθεν και τηγανίταις λειψαίς και αναιβαταίς, αι μεν άζυμοι, αι δε ένζυμοι».

Καλλιτεχνικά συγκινητική είναι η απογοήτευσή του στο σχόλιο του στίχου του Διάκου (...γκέκικα) «καρυοφύλλια», σ. 208, για την παραγωγή της τελευταίας λέξης από το «Karlo figlio)) (υποθέτω: Carlo e figlio ή e figli) και η φιλικά επιτιμητική του διάθεση εναντίον του Σάθα (σ. 264 - 266). «...Πού τώρα τα ποιητικώτατα και βαρύβρομα καρυοφύλλια, και πού τα πεζότατα και άφωνα και παράφωνα Καρλοφίλια! Εκ μιας το διαβόητον αιθαλόεν όπλο των πατέρων μετεσχηματίσθη εις ευτελή σιδηρούν σωλήνα, χαλκευθέντα εν Βενετία. Αύριον ίσως ο κ. Σάθας διανοείται να μας είπη πόθεν παράγεται και το μιλλιόνι και το αρμούτι, και σπεύδω να αναχαιτίσω, ει δυνατόν, την ακάθεκτον περί τα τοιαύτα ορμήν του».

                Πού και πού έχει κανείς την εντύπωση ότι ορισμένες από τις ερμηνείες του είναι ελλειπτικές, όπως π.χ. στην σ. 263 «να πηλαλάη το άλογο του Ομέρ πασά Βριόνη», (σ. 208) . «Πηλαλάει. Όταν ο ίππος οιστρηλατήται χρεμετίζων και ορθούμενος», ενώ η κοινή σημασία του ρήματος είναι «τρέχω ορμητικά».

                Δεν είναι φυσικά δυνατό, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια του μελετήματος μας να επεκταθούμε σε συγκρίσεις και εντοπισμούς των λέξεων, ξέρουμε όμως ότι πολλές είναι παρμένες από το λευκαδικό ιδίωμα και από αυτές πολλές επίσης ανήκουν και στην ηπειρωτική διάλεκτο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο σύγχρονος με τον Βαλαωρίτη φιλόλογος μελετητής του λευκαδικού ιδιώματος Ι. Ν. Σταματέλλος, σχολάρχης, σε μεγάλη μελέτη  του   δημοσιευμένη, στον 8 τόμο (1873 - 74) του δελτίου του Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως  (σ. 364 - 455), σημειώνει σε πρόσθετο γλωσσάριο (σ. 388 - 395) τα εξής (σ. 388): «Σημ. 1. Τας πλείστας των λέξεων τούτων οφείλομεν τη επιμέλεια και τω περί τα καλά ζήλω του εθνικού ποιητού κ. Βαλαωρίτου, όστις διατριβών κατά το παρελθόν έαρ εις την εν Μαδουρή έπαυλίν του, ηρύσατο αυτάς από πηγής ανόθευτου, του στόματος γεωργών και ποιμένων, μεθ' ων αρέσκεται να συνδιαιτάται προς επαύξησιν των περί την δημοτικήν γλώσσαν γνώσεων του». Εδώ έχουμε την αντίθετη κίνηση από αυτήν που συμβαίνει συνήθως: ο συλλογέας ιδιωματικών λέξεων τις δανείζεται από τον ποιητή, αντί ο ποιητής από τον συλλογέα.

                Μολονότι χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα, έχει ωστόσο κανείς την πρόχειρη εντύπωση ότι όλοι οι κατοπινοί από τον Βαλαωρίτη ποιητές ακολούθησαν την γραμμή του σε μεγαλύτερον ή μικρότερο βαθμό και ίσως μάλιστα ενσωμάτωσαν στην ποίηση τους αρκετά από τα στοιχεία που χρησιμοποίησε εκείνος και τα καταξίωσαν ευρύτερα. Υπάρχουν βέβαια και φωνητικά και παραγωγικά στοιχεία που προδίνουν την βόρεια (ηπειρώτικη - ρουμελιώτικη) φωνητική: Βιζύρη (συχνά, Βεζύρη), Γιάννινα (-ενα), οπώχει, τώβαλεν, σώταξα, πώρχεσαι, μώλεγαν, μώδωκε κλπ., αντί οπού έχει, του εβ -, σού ετ., που ερχ., μου έλεγαν, μου έδ. κλπ. να φτεύη∙ (φυτ -), σχώρεσε (= συχ-), τα σβει (*σβιεί = σβήνει), δε θα να βρη (= δεν θε να) , θα ν' αληθέψη, εκειός, όθε, ολούθε∙ ίσως ο τονισμός εσκιαχτήκανε (= εσκιά-χτη-κά-νε) οφείλεται σε ρύθμιση που παρατηρείται στα βόρεια ιδιώματα (Σιάτιστα κ.α.). Ένα συντακτικό φαινόμενο το σημειώσαμε ήδη.

                Είναι οπωσδήποτε ευτύχημα ότι υπάρχει για την γλώσσα του Βαλαωρίτη μια πρόσφατη μεγάλη μελέτη ενός γλωσσολόγου και νεοελληνιστή, του καθηγητή Υ. Tarabout, La langue de Valaoritis, στις εκδόσεις του Institut Français d' Athènes 1970, σσ. 1 - 645, η οποία εξαντλεί από πολλές απόψεις το θέμα. Μικρότερες ή λεπτομερειακότερες μελέτες που θα έχουν κυρίως σχέση με την εξέλιξη του Βαλαωριτικού δεκαπεντασύλλαβου, με την μίμηση, την προσαρμογή ή την ανάπτυξη των μετρικών και καλολογικών στοιχείων του δημοτικού τραγουδιού, πρέπει να θεωρηθούν χρήσιμες. Αυτές όμως και βρίσκονται έξω από τα πλαίσια αυτού του μελετήματος και έξω από τις δικές μου αρμοδιότητες. Εκείνο που μπορεί να θεωρηθή βέβαιο είναι ότι ο Βαλαωρίτης και στον λόγο του μετέφερε, την προσωπική του αξιοπρέπεια και μαχητικότητα. Με την ηθική του επιβολή, που κι αυτή ήταν αποτέλεσμα και του χαρακτήρα του και της απαρασάλευτης αλυτρωτικής πίστης του στα δίκαια του ελληνισμού πάνω από τις εφήμερες ή μόνιμες μικρότητες του ελλαδισμού, πέτυχε μέσα στην πιο φανατική περίοδο του αθηναϊκού λογιωτατισμού να διακήρυξη τα δίκαια της δημοτικής γλώσσας. Το ποίημα του για τον Γρηγόριο τον Ε' τελευταίο στην σειρά των «Μνημόσυνων» για τους ήρωες ή τα θύματα της επαναστατικής ή προεπαναστατικής εποχής, είχε πανελλήνιαν απήχηση και σαν εκτέλεση και σαν γλωσσική εντύπωση.

                Θα άξιζε τον κόπο να σταχυολόγηση κανείς από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής όσα έχουν σχέση με την καθαυτό γλωσσική απήχηση. Ίσως αυτό διευκολύνη κάπως και την θεώρηση του κόσμου προς τον όποιο απευθύνθηκε ο Ψυχάρης στα 1888 με το Ταξίδι μου. Και να μην ξεχνούμε ότι ο Βαλαωρίτης απάγγειλε το ποίημα του στα 1872.