Καραντώνης Ανδρέας, Φαναριώτικη και επτανησιακή ποίηση, Αθήνα 1987
 
Επικαιρότητα. Σσ. 147-152
 
 
 

Λορέντζος Μαβίλης

 

Αν ο Μαρκοράς κράτησε αρκετά υψηλά την ποιότητα του σολωμικού λυρισμού, κυρίως με το μουσικό δεκαπεντασύλ­λαβο του «Όρκου» και με την αποδοτική σε πολλά σημεία προσπάθειά του να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το «εθνικό έπος» που οραματίστηκε ο Σολωμός, ο Λορέντζος Μαβίλης κράτησε ακόμα πιο ψηλά αυτόν το λυρισμό, δίνοντας του περισσότερη πνευματικότητα και φιλοσοφική στοχαστικότητα, με τον εντεκασύλλαβο της απαράμιλλης σονετογραφίας του, κι ας είναι κάπως άνιση σε ποιότητα αυτή η σονετογραφία, αφού τα τέλεια σονέτα του Μαβίλη δεν είναι περισσότερα από δέκα όμως όλα αυτά μαζί σχηματίζουν έναν κόσμο, σφαιρικό και περίκλειστο μέσα σε σαφή όρια. Σπάνια Έλληνας ποιητής τύπου «μινόρε», όπως ήταν ο Μαβίλης, πέρασε στη διάρκεια —τουλάχιστο στο σήμερα— με τόσες αρετές συνταιριασμένες σε μια λαμπρή προσωπικότητα, «αρραγή» σχεδόν σ' όλα της τα σημεία. Κοινωνικά, φυσικά, πνευματικά κι επίκτητα προσόντα με ανοιχτοχεριά χαρισμένα από τη μοίρα: καταγωγή από διαλεχτά μεσογειακά αίματα (ελληνικό και ισπανικό), ανατροφή αριστοκρατική, εκπαίδευση ανώτερη και πολύκλαδη στην Κέρκυρα και στη Γερμανία της Φιλοσοφίας και της Μουσικής, έκτακτη ποιητική ευαισθησία, έμφυτη ανάγκη του Ιδανικού, αναζήτηση επίπονη της υπαρξιακής αλήθειας, λατρεία του Ωραίου και στη σφαίρα του ιδεώδους και στην πραγματικότητα (Φύση-Γυναίκα), κι εκείνη η βαθύτερη αίσθηση της μελαγχολίας για τα άλυτα αινίγματα της ζωής και το θάνατο μελαγχολία που χαρακτηρίζει τις βαθύτερες ποιητικές φύσεις, και τις φέρνει πολύ πιο κοντά στην παγκόσμια ανθρώπινη ψυχή.

Μα δεν είναι μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά του Μαβίλη. Στάθηκε κι ένας χαρακτήρας ακέραιος. Έδειξε μια παραδειγματική ενότητα και συνέπεια ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη ανάμεσα στην ποίηση που γράφει κανείς και στην ποίηση που μπορεί και την επαληθεύει ακόμη και με το θάνατο του. Βέβαια, ο Μαβίλης, και με τις δυο συμμετοχές του στους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους, στον πόλεμο του 1897 που τραυματίστηκε και στον πόλεμο του 1912 που σκοτώθηκε πολεμώντας να μπει στα Γιάννενα, δε γύρεψε να πεθάνει ή να αυτοκτονήσει. Ήξερε όμως ότι κάλλιστα μπορούσε αυτό να συμβεί —και που συνέβη, περνώντας τον «ήρωα στο ηλύσιο περιβόλι». Όταν αναλογίζεται κανείς αυτή τη σύνθεση αρετών που τον αποτέλεσαν, αναρωτιέται τι ακριβώς του έλειψε για να μη γίνει ένας από τους μεγάλους μας ποιητές, για να μη σταθεί στη γραμμή του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού. Μα αυτές οι έρευνες δεν έχουν έκβαση. Έτσι, δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει παρά αυτό που μας άφησε ο Μαβίλης. Και αυτό που μας άφησε είναι το «σονέτο», στην πρώτη τέλεια και υποδειγματική νεοελληνική μορφή του· το σονέτο, που με διάφορους τρόπους έπειτα το κράτησαν στο ίδιο ύψος ο Γρυπάρης και ο Παλαμάς.

Μα και ο Γρυπάρης και ο Παλαμάς έγραψαν και άλλα πολλών στιχουργικών μορφών ποιήματα, μέσα στα οποία «τυλίχτηκε» και «μισοκρύφτηκε» το σονέτο —ιδίως στην περίπτωση του Παλαμά, γιατί το σονέτο του Γρυπάρη κρατάει κυρίαρχη θέση στο όλο έργο του— ενώ οι άλλες «ποιητικές γραφές» του Μαβίλη, που μας άφησε, στέκονται πιο κάτω από το σονέτο του και δείχνουν, ίσως, εκείνο που κυριότατα του έλειπε: δείχνουν την έλλειψη της μεγάλης πνοής. Μέσα στους δεκατέσσερις στίχους του σονέτου, μπορεί η φωνή του ποιητή ν' ακολουθήσει την κανονικότητα της φυσιολογικής ανάσας. Πέρα από τους δεκατέσσερις στίχους, το πιο συχνά, χρειάζεται ένα ανέβασμα και μια παράταση της πνοής. Και γι αυτή την «παράταση-ανέβασμα», ο Μαβίλης είτε δεν ήταν πλασμένος, είτε δεν είχε ασκηθεί, αφού όλη του την προσοχή και όλη την άσκηση του μεγάλου στιχοτεχνίτη την ξόδεψε για να αναδείξει, όπως ανέδειξε, το σονέτο.

Σχετικά ολιγογράφος και ο Μαβίλης, όπως οι περισσότεροι ποιητές της Επτανήσου —ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Τυ­πάλδος, ο Μαρκοράς. Ίσως η ανάμιξη των περισσοτέρων στην πολιτική και την κοινωνική δραστηριότητα και η αδιάκοπη μελέτη να μην τους άφησαν να γίνουν «παραγωγικοί γραφειοκράτες της ποίησης»· Το συνολικό έργο του Μαβίλη —στίχοι, κάποια πεζά, μεταφράσεις, πολιτικές αγορεύσεις, επιστολές— μόλις γεμίζει έναν τόμο με τριακόσιες σελίδες. Παντού, ακόμα και μέσα από την αναγκαία ίσως ανισότητα των κειμένων του, θα πιστοποιήσει κανείς την ίδια υψηλή ποιότητα πνεύματος, αισθητικής, ήθους, ιδανισμού και μιας σκοπιάς στοχασμού που «εποπτεύει τα ανθρώπινα», είτε την απλή ζωή βλέπει, είτε ξεχωριστά άτομα, είτε τη μητέρα του, είτε γυναίκες που τον συγκίνησαν, είτε, προπαντός, τη λατρεμένη του και θεσπέσια Κέρκυρα, που της στάθηκε μοναδικός και συγκεκριμένος λυρικός τοπιογράφος. Ο κύριος τόνος των σονέτων του, σμίγοντας την παραδοσιακή μουσικότητα και απαλότητα του πατροπαράδοτου ιόνιου στίχου με μια γλωσσική αδρότητα που του την προσπόρισε η φανατική του προσχώρηση στην επαναστατική δημοτική του καιρού —και σ' αυτό κάνει πολλά βήματα προς τη γλωσσική πρόοδο, μόνος από τους συγχρόνους του Επτανήσιους— είναι τόνος αποκαλυπτικός και αποσκεπασμένα και έμμεσα, κάπως διδαχτικός, συμπερασματικός.

Ας μη λησμονούμε τις λαμπρές φιλοσοφικές του σπουδές, και την επίδραση που είχαν επάνω του οι φιλοσοφίες της Άπω Ανατολής και η διαβρωτική σκέψη του Σοπενχάουερ. Δεν μπορούσε ίσως να συμβεί διαφορετικά, σ' έναν ποιητή με τόση αποταμιευμένη φιλοσοφική γνώση, με τόσο αίσθημα της αχνής πίκρας με την οποία ποτίζει η ζωή την ευαισθησία ιδίως των υγιών και ρωμαλέων ανδρών, όπως ήταν ο ήρωας του Δρίσκου. Και προπαντός με τόση αυτοσυγκέντρωση, που η καλλιτεχνική της εκδήλωση ήταν η αυστηρή και καθορισμένη μορφή του σονέτου. Η μεγάλη αυτοσυγκέντρωση δε μας αφήνει να τραγουδάμε ξένοιαστα. Η ποίηση του είναι σοβαρή και αυστηρή. Κάθε σονέτο του είναι μια αλήθεια που πρέπει να μεταδοθεί σοβαρά, μέσα από μια διυλισμένη λυρική έκφραση, και με μια ποικιλία ρυθμικών τονισμών μέσα στα αξεπέραστα όρια του σονέτου· ποικιλία που ο Μαβίλης τη μετέβαλε σε αληθινό πλούτο. Τα καλύτερα του σονέτα μπορούμε να τα διαβάσουμε μόνο και μόνο για να χαρούμε το ρυθμό αυτού του τονικού πλούτου, που ντύνει τις εικόνες του, τις ιδέες του, τα όνειρά του, τις αγάπες του, τα αισθήματά του. Τι άλλο είναι παρά διδαχή και αποκάλυψη τα σονέτα «Αμίλητα», «Άλκης Παλαμάς», «Λήθη», «Έρως και Θάνατος», «Ελιά», «Υπεράνθρωπος», «Ομορφιά»; Ακόμα και στα τοπιογραφικά του σονέτα, εκείνα που εξεικονίζουν και μεταμορφώνουν σε παραδείσιες θέες τα αγαπημένα του κερκυραϊκά τοπία, διακρίνεται ένας τόνος αποκάλυψης. Δείχνει τα τοπία του σαν μέσα από κάποιο όνειρο, που του το γεννάει ένα κρυμμένο πάθος γι' αυτά τα τοπία. Έτσι, τα προβάλλει σαν ανάγκες της ψυχής του. Αλλιώς, τα σονέτα του θα έμεναν κρύα και περιγραφικά —μ' όλες τις λαμπρές τους εικόνες.

Τρία κύρια ρεύματα συναισθημάτων εκβάλλουν το ένα μέσα στο άλλο, δίνοντας μια συγκεκριμένη μορφή στην ποίησή του: Η αγάπη του προς τη μητέρα του. Η αισθητική του λατρεία προς την ωραία Κέρκυρα και τα μοναδικά της τοπία. Και το πάθος του για την Ελλάδα, «Ελλάδα-Ιδέα», «Ελλάδα-μεγάλη πατρίδα», «Ελλάδα-γλώσσα του λαού». Το συναισθηματικό αυτό σύμπλεγμα είναι ο λαμπρός θυρεός της άκρας ποιητικής του ευγένειας. Και τα τρία αυτά γενικότερα συναισθήματα στα σονέτα του δεν έχουν τίποτα το βαρύ, το ρητορικό, το υλικό, το χοϊκό. Είναι συναισθήματα «αφιλοκερδή», ροπές φυγόκεντρης ψυχικότητας, που μας λυτρώνουν από το ασφυχτικό εγώ μας. Το πρώτο, μας ταυτίζει ψυχικά με το πλάσμα που μας γέννησε. Το δεύτερο, μας απλώνει το Εγώ, ερωτικά και θαυμαστικά, στη γη από την οποία η ύπαρξη μας πήρε «χώμα και νερό». Το τρίτο, μας λυτρώνει από τη στενή έννοια του ατομισμού δένοντάς μας με μιαν Ιδέα, που η διακονία της απαιτεί τη θυσία μας.

Ο Μαβίλης, εκφράζοντας τα συναισθήματα του αυτά, δημιούργησε μια ποίηση σονετογραφικής «μινιατούρας», εξαίσια καλλιτεχνημένης —εκτός από τα σημεία εκείνα, που βρίσκοντάς τον σε στυγνές αδυναμίες τον εκβιάζουν η ρίμα και ο ψυχαρισμός— όπου το Ιδανικό είναι «ο άλλος», και όπου ο «άλλος αυτός» αναλύεται σε Μητέρα, σε άξια λατρείας πατρική Γη και σε Πατρίδα με την ευρύτατη σημασία του όρου. Από μιαν άποψη, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση του Μαβίλη «ιπποτική». Και η ιπποτική και ιδανική αυτή ποίηση, που όμως έχει και ένα υπόστρωμα γνήσιου αισθησιασμού, π.χ. το σαν αυτοσχέδιο και επιτραπέζιο σονέτο που αρχίζει με το στίχο «τι με νοιάζει πως είναι Κελνερίνα», έτσι καθώς είναι βυθισμένη στη μόνιμα αιθέρια μελαγχολία του ποιητή, αποχτάει έναν ακόμα τίτλο ευγένειας, που την κρατά ξεχωριστή και ζωντανή, στην τόσο αλλότροπη για την ποίηση εποχή μας, και μάλιστα με την προσθήκη ότι το σονέτο, σαν είδος ποιητικής μορφής, έχει από δεκάδες χρόνια τώρα πεθάνει.

Κι αν τώρα μας χρειαζόταν ένα πιο γενικό συμπέρασμα για την όλη θέση που κρατάει ο Μαβίλης και στην Επτανησιακή Σχολή και στη νεοελληνική ποίηση, είναι πως στάθηκε ένας από τους τρεις της σχολής που δούλεψαν την ποίηση τους μέσα σε «εργαστήρι ποιητικής». Ο ένας και πρώτος, είναι ο Σολωμός. Ο δεύτερος, είναι ο Ανδρέας Λασκαράτος, σαν ποιητής σατιρικός βέβαια. Και ο τρίτος, είναι ο επίμονος τεχνίτης, ο Μαβίλης, αυτός ο υπομονετικός λεπτουργός του εντεκασύλλαβου και δεκατρισύλλαβου στίχου. Και μπορούμε να πούμε πως με τα λίγα σονέτα του, που κορυφαία τους θεωρούνται η «Λήθη» και η «Ελιά», για ένα πλήθος μεταγενέστερων στιχουργών χρησίμεψε σαν πρότυπο συγγραφής αμέτρητων σονέτων. Δηλαδή, δημιούργησε σχολή πολύχρονης σονετογραφίας. Στην «Ελιά» και τη «Λήθη» θα πρέπει βέβαια να προστεθούν και τα δυο σονέτα «Ύπνος» και «Θάνατος» του λίγο υστερότερου Γρυπάρη. Από τα χιλιάδες των μεταμαβιλικών σονέτων δε μένουν ζωντανά στη μνήμη της κριτικής ή στα χείλη του ποιητικού κοινού, παρά μόνο σονέτα του Παλαμά και δυο τρία του Σικελιανού. Όμως μια αυστηρή και καλαίσθητη ανθολόγηση αυτής της άμετρης σονετο­γραφίας, θα μας έδινε μια πληρέστερη εικόνα της μεγάλης επίδρασης που εξάσκησε ο Μαβίλης στους μεταγενεστέρούς του λυρικούς στιχουργούς, τραγουδιστές και ποιητές και ίσως να ξεδιάλεγε μερικά σονέτα, άξια της επαναφοράς στη λειτουργία της διάρκειας.