Ανώνυμος (Ν. Διαφωτισμός)
Ρωσσαγγλογάλλος
 
 
Ο ρωσσαγγλογάλλος, Εκδόσεις Πορεία 1999, Σσ.11-26
 
 

Ρώσσος, Άγγλος και Γάλλος, κάμνοντες την περιήγησιν της Ελλάδος και βλέποντες την αθλίαν της κατάστασιν, ηρώτησαν κατ' αρχάς ένα Γραικόν φιλέλληνα, δια να μάθουν την αιτίαν, μετ' αυτόν ένα μητροπολίτην, είτα ένα βλάχμπεην, έπειτα ένα πραγματευτήν και ένα προεστώτα. Και τελευταίον εσυναπάντησαν και την ιδίαν Ελλάδα.

 

ΟΛΟΙ

Ειπέ μας, ω φιλέλληνα, πώς φέρτε την σκλαβίαν,

και την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν;

Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν,

παίδων, παρθένων, γυναικών ανήκουστον φθορίαν;

Πώς δε τον καθημερινόν των συγγενών σας φόνον,

του άδικου, αναίτιου και χωρίς τινα πόνον;

Δεν είσθ' εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων,

των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων;

Και πώς εκείνοι απέθνησκον δια την ελευθερίαν,

και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;

Και ποίον γένος ως εσείς εστάθη φωτισμένον

εις την σοφίαν, δύναμιν, κ' εις όλα ξακουσμένον;

Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα!

Βαβαί! ως ένα σκέλεθρον, ως σκοτεινήν παστάδα!

Ομίλει, φίλτατε Γραικέ, είπε μας την αιτίαν·

μη κρύψης τίποτες ημών, λύε την απορίαν.

 

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝ

Ρωσσαγγλογάλλοι,

Ελλάς, και όχι άλλη,

ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη.

Νυν δε αθλία

και αναξία

επειδή άρχει η αμαθία.

Οσ' ημπορούσι

να την ξυπνούσι

τούτ' εις το χείρον την οδηγούσι.

Αυτή στενάζει,

τα τέκνα κράζει,

στο να προκόπτουν όλα προστάζει.

Και τότ' ελπίζει

ότι κερδίζει·

εκείν' οπού 'χει νυν την φλογίζει.

Μα τις τολμήσει

μ' αληθή κλίσι

σ' ελευθερίαν να την κινήση;

Όστις τολμήση

να την ξυπνήση

πάγει στον Άδην χωρίς τινα κρίσιν.

 

ΟΛΟΙ

Και πώς μας είπες προ μικρού πως κείνοι που ημπορούσι

να την ελευθερώσωσι κακώς την οδηγούσι,

και τώρα μας απέδειξες πως δεν τολμά κανένας,

και όστις τολμήση χάνεται, και σιωπά καθένας;

Ποιοι ειν' οι πρώτοι, όπου ημπορούν και δεν την λευθερούσι,

κ' οι δεύτεροι που δεν τολμούν ούτε να το ειπούσι;

 

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝ

Έναν δεν λέγω,

κ' ουδένα ψέγω·

δεν υποφέρω πάντα να κλαίγω.

Φιλανθρωπότης,

μισανθρωπότης,

εις ποίον είναι ιδέτ' εν πρώτοις.

Κρίνατε όμως

πολλά ευνόμως

εις τίνα πρέπει ούτος ο μώμος.

Ιδού το θείον

ιερατείον·

αυτό γαρ έχει νυν το πρωτείον.

Ρωτήσατέ το,

ακούσατέ το,

κ' ευθύς θα δήτε το γαμπινέτο.

Εγώ να μείνω

πάσχω π' εκείνο

έως θανάτου, το ιερατείον,

και από άλλους,

μικρούς, μεγάλους,

και της Ελλάδος σφοδρούς αντιπάλους.

Όθεν βαλθήτε,

μην αμελήτε,

κι από τους πρώτους βεβαιωθήτε.

 

ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ

Φρόνιμα μας ωμίλησε ετούτος ο φιλέλλην.

Λοιπόν μην αμελήσωμεν αυτό το παραγγέλλειν.

 

ΓΑΛΛΟΣ

Ιδού ας ερωτήσωμεν τούτον τον πολυγένην ·

μητροπολίτης φαίνεται, κάμνει τον Δημοσθένην.

Σ' αυτόν θέλει γνωρίσωμεν τον ζήλον της Γραικίας,

αν είναι φιλελεύθερος ή φίλος τυραννίας.

Χαίρε, πανιερώτατε και γένος της Γραικίας,

πώς υποφέρεις τον ζυγόν της Τούρκων τυραννίας;

  Γιατί εκαταντήσατε την φωτεινήν Ελλάδα

αθλίαν, κακορρίζικην και ως σβηστήν λαμπάδα;

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

 Να έχετε, τέκνα την ευχήν μου,

κι ακούσατε την απόκρισίν μου:

Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,

ούτε ξεύρω να τον νοματίζω.

Τρώγω πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν,

δεν δοκιμάζω την τυραννίαν.

Τότε υποφέρω αδημονίαν,

όταν με βλάπτουν στην επαρχίαν.

Αυτή του Τούρκου η τυραννία

σε μένα είναι ζωή μακαρία.

Το ράσον τούτο αφού εφόρεσα,

ζυγόν κανένα εγώ δεν εγνώρισα.

Δύο ποθώ, ναι, μα τες εικόνες,

άσπρα πολλά και καλές κοκόνες.

Περί δε της Ελλάδος, που λέτε,

ολίγον με μέλει, αν τυραννιέται.

Αν βαστάζη χωρίς να στενάζη,

όλες τις αμαρτίες εβγάζει.

Ημείς πάντα τους ξομολογούμεν,

εις τα ψυχικά τους νουθετούμεν,

πίστιν να έχουν στον βασιλέα

και σέβας εις τον αρχιερέα,

στον Τούρκον τ' άσπρα να μη λυπούνται,

τι την ψυχήν των τότ' ωφελούνται·

και αρχιερέων παρρησίες,

και παπάδων πολλές λειτουργίες,

Ο πνευματικός τους διορίζει

πως πρέπει καθείς να δευτερίζη.

Αυτοί άρχισαν να παρακούσι,

κι όλοι λευθερίαν φρονούσι.

Δια τούτο κ' ημείς συμφωνούμεν,

ομού με Τούρκους και τους βαρούμεν,

επειδή όλοι μας το θεωρούμεν

πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμεν.

Χριστός, μας λέγουν, θέλει λευθερίην

ημείς δ' έχομεν το δεσμείν και λύειν.

Με θλίβει η μικρή επαρχία,

ελπίζω δ' άλλην, πλέον πλουσία·

έχω πασάδες και τους ελτζήδες,

και είναι σίγουρες αι ελπίδες.

Και οι κοκόνες είναι μέγα θαύμα,

ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.

Φθάνει γουν η τόση απολογία,

ιδού γυνή φέρει παρρησία.

 

ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ

Ω δυστυχία των Γραικών, γένος πεπλανημένον,

πόσα κακά υποφέρετε εκ των ιερωμένων!

 

ΡΩΣΣΟΣ

Και τι καλά εκάμαμεν ημείς εις την Ρωσσίαν·

όλους τους επροστάξαμεν να ζουν στην μοναξίαν.

 

ΑΓΓΛΟΣ

Και ημείς αποφασίσαμε του Πάπα κάθε χρόνον

το είδωλον να καίωμεν χωρίς κανένα πόνον.

 

ΓΑΛΛΟΣ

Και ημείς τον εγκρεμνίσαμεν και από αυτόν τον θρόνον

και παίγνιον τον δείξαμεν στον κόσμον κι όχι Κρόνον.

 

ΡΩΣΣΟΣ

Ιδού ένας που έρχεται, και τις τόνε γνωρίζει;

Φορεί σαμουροκάλπακον και αγάλια βηματίζει.

Πρίγκιψ Βλαχίας φαίνεται, βέβαια και δε σφάλλω·

με δόξαν φέρεται πολλήν και τύφον τε μεγάλον

Νέος αυθέντης έγινε και πάγει στην Βλαχίαν,

για να γυμνώση τον λαόν χωρίς φιλανθρωπίαν.

 

ΑΓΓΛΟΣ

Πάμε να ερωτήσωμεν, να ιδούμε τι φρονάει,

αν τυραννίαν χαίρεται ή πάτρην αγαπάει.

 

ΟΛΟΙ

Σε χαιρετούμε, Ηγεμών, με το προσήκον σέβας,

Ελλάδος γόνε άριστε, κοινώς δε και της Εύας.

Σοι συγχαιρόμεθα πολλά την νέαν αυθεντίαν

μακρόβιον κ' ελεύθερον εις όλην την Γραικίαν,

ήτις στενάζει, κόπτεται, έχασε την πνοήν της,

και τα πολλά τα βάσανα έπαυσαν την ζωήν της.

Τας χείρας της εξάπλωσεν σε σας τους απογόνους,

ως δυναμένους, βέβαια, να σβήσητε τους πόνους.

Ποτέ δεν το ελπίζαμε πως θέλ' αμεληθήτε,

άλλα με τόλμην τους εχθρούς θέλει εκδικηθήτε.

 

ΠΡΙΓΚΙΨ

Αντιχαίρετε, ω ξένοι,

η ευχή κάτω ας μένη.

Τούτα που εσείς μου λέτε,

φλόγα στην καρδιά μου φέρτε.

Της Ελλάδος λευθερία

εις εμέ είναι πτωχεία.

Τότε η παρούσα δόξα

σβύει, φέρει τόσα τόξα.

Σκλάβος είμαι δοξασμένος,

απ' τους Τούρκους αγαπημένος·

πρέπει εγώ εξ εναντίας,

ως πιστός πάσης Τουρκίας,

την Ελλάδα ν' αφανίζω

και τους Τούρκους να δωρίζω.

Τότε ημπορώ να ζήσω,

όταν τους Γραικούς εκδύσω.

Φίλοι, η ελευθερία

ειν' κοινή συγκοινωνία.

Πλούσιος, πτωχός και πένης

φαίνετ' άλλος Δημοσθένης·

εις αυτήν όλοι προστάζουν,

σοφοί, δίκαιοι ετάζουν.

Μα η δόξα η εδική μου

τέρπει μόνον την ψυχήν μου.

Έχω όλους υπό χείρα,

με τρομάζει κάθε χήρα.

Μ' αν ο Τούρκος μάς δικάζει,

και ως αρνιά όλους μας σφάζει,

φθάνει όσον εντρυφούμε,

πάλιν 'μείς τον αγαπούμε.

Βρήκαμε το ιατρικόν μας,

να 'βγωμ' απ' τον θάνατόν μας·

όταν τους Γραικούς γυμνούμεν

και τα άσπρα τους μαδούμεν,

εις την Πόρταν τα δωρούμεν,

κι ούτω την ζωήν λυτρούμεν.

Ποτίζομεν και την αυλήν,

γλυτώνομε και την ζωήν.

Οι προπάτορές μας πρώτα

δεν ελάβαν τέτοια φώτα ·

ζούσαν πλιο ταπεινωμένοι

κ' εις το γένος πλιο δοσμένοι.

Εις ετούτο το βραβείον

να μας ζη το ιερατείον,

που μας άνοιξε τα μάτια,

κ' έχομε χρυσά μακάτια.

Φίλοι, συγχωρήσατέ μοι,

θε να πάγω στο χαρέμι·

είδα, μπήκ' ένας Δεσπότης,

που 'ν' της Δόμνας χρυσοδότης·

φέρει, βέβαια, σολδία,

για να λάβη επαρχία.

Υγιαίνετε ομάδι,

φίλοι μου Ρωσσαγγλογάλλοι.

 

ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ

Ιδού που ερωτήσαμε και τούτον τον πολίτην,

και όμοιον τον εύρομεν ως τον Μητροπολίτην.

Πρέπει να ερωτήσωμεν άλλον κανένα τάγμα,

ίσως και επιτύχωμε διάφορον το πράγμα.

Ιδού τούτος ο σοβαρός κι όλος ανησυχίας,

βέβαια, θλίψις τον κρατεί της Τούρκων τυραννίας.

Συλλογισμένος περπατεί και μυστικά μιλάει·

μήπως του γένους του κακά προς ένα τα μετράει;

 

ΟΛΟΙ

Χαίρε, Γραικέ πραγματευτά και φίλε της πατρίδος,

ελευθερίας πρόμαχε και εχθρέ της τυραννίδος.

Σε βλέπομεν ανήσυχον και σφόδρα τεθλιμμένον

πατρίδος ναι φαντάζεσαι ζυγόν τον βρωμισμένον.

Εσείς, βέβαια, δεν έπρεπε ποτέ να σκλαβωθήτε,

αλλ' ώσπερ και οι προ υμών ελεύθερα να ζήτε,

να λάμπετε στην αρετήν, σοφίαν και ανδρείαν,

ως οι προπάτορες υμών, και στην ελευθερίαν.

Αλλ' αν από αμέλειαν και από πολλάς αιτίας

επέσατε εις τον ζυγόν της Τούρκων τυραννίας,

πάλιν μπορείτε εύκολα να έλθητε στα πρώτα,

αν τον ζυγόν συντρίψητε και λάβητε τα φώτα.

 

ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ

Χαίρετε και σεις, φίλοι και περιηγηταί,

βλέπω κ' είσθε τω όντι πατρίδος ζηλωταί.

Εγώ για την Γραικίαν δεν είχα στοχασμόν,

με όλον όπου φέρει ζυγόν τυραννικόν·

αλλά πάντα προσμένω από την Μπαρμπαριά

καράβια φορτωμένα και από τη Φραγκιά·

ειν' μέρες δεν τα βλέπω, για να αναπαυθώ.

Για τούτο συλλογούμαι χωρίς να κοιμηθώ.

Το γένος μου το κλαίω, ότ' είναι στον ζυγόν,

μα δια ελευθερίαν δεν δίδω οβολόν∙

στον Τούρκον τα σκορπίζω, χωρίς να τα ψηφώ,

την σκέπην του να έχω κ' εχθρούς να πολεμώ.

Εγώ άσπρα δανείζω εις όσους αγρικώ,

ότι έχω να τα λάβω με κέρδος αρκετό·

μα όταν εγνωρίζω πως δεν τα αβγατώ,

τότε βαθιά τα θάπτω κι ουδέ τα μαρτυρώ.

Είναι τινές δε, πάλιν, οπού πολλά πετούν

εις γένος και σχολεία, για να τους εξυπνούν·

αλλ' ούτοι ειν' ολίγοι, τα άσπρα των δεν αρκούν,

δια να απολαύσουν εκείνο π' αγαπούν.

Ημείς, το πλείστον μέρος εκ των πραγματευτών,

θέλομεν πάντα άσπρα, κι ας έχομεν ζυγόν·

τα πλούτη μας ευφραίνουν και μας παρηγορούν,

κι ουδέποτε του Τούρκου τα βάρη μάς 'νοχλούν.

 

ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ

Τέλος ημείς δεν βρίσκομεν κανένα φιλοπάτριν,

καθένα τον ακούομεν πρόθυμον τουρκολάτρην·

λοιπόν ματαίως τρέφομεν δια τους Γραικούς ελπίδα,

πως θέλ' αποτινάξουσι Τούρκου την τυραννίδα.

Ας πλησιάσωμεν κοντά, ν' ακούσωμεν τι λέγει

εκείνος ο υπέροφρυς, όπου κινεί το χέρι.

Φαίνεται όλος σοβαρός, και όλος εις φροντίδες·

αυτούς οι Τούρκοι συνηθούν να λεν κοτζαμπασήδες.

Γεια σου, χαρά σου, προεστέ, γιατί είσαι συγχισμένος;

Και τις σε κακοποίησε και στέκεις λυπημένος;

 

ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ

Αχ το γένος μου πολλά με κατατρέχει,

μοι λέγει τάχα πως τ' άρπαξα τα έχει·

εγώ εστάθην τρεις χρόνους στην αξίαν,

κι ως ήθελα εβάσταξα την επαρχίαν∙

έδειχνα εις όλους πως είμαι ευεργέτης,

ουδείς δ' ετόλμα να φανή ως προπέτης.

Εάν πολλ' άσπρα τους άρπαξα βιαίως,

πάλιν στους Τούρκους τα 'δωσα δια χρέος.

Τους πτωχούς σκληρά τους τυραννούσα,

όμως τους Τούρκους πολλά τους αγαπούσα.

Και όστις Γραικός Τούρκον εκαταλάλει,

τον επρόδιδα, να βάλουν γνώσ' οι άλλοι.

Τόσον εστάθην πιστός εις το δοβλέτι,

ως ουδείς άλλος τιμών τον Μωχαμέτη.

Καλά εζούσα, κι όλους τους εκδικούσα,

αλλ' ένας άλλος, όπου εγώ μισούσα,

με μέσ' αγάδων μ' επήρε την αξίαν·

αυτού νυν πάσχω να σβύσω την οικίαν.

Έχω κ' εγώ πολλά μέσα αγάδες,

να αφανίσω και όλους τους ραγιάδες.

Θέλω τους κάμει τις είμαι να γνωρίσουν,

μικροί, μεγάλοι, για να με προσκυνήσουν·

κοινώς γαρ άλλοι λέγουν για να με ψήσουν,

κι άλλοι φωνάζουν κάλλιο να με φουρκίσουν.

Αυτό, φίλοι, το παράπονον έχω,

και εις τους Τούρκους δια τούτο προστρέχω.

 

ΓΑΛΛΟΣ

Ουαί σοι, τάλαινα Ελλάς, τι σ' έμελλε να πάθης!

Από τυράννους και δικούς ω πώς εκατεστάθης!

Ξένοι σ' ακούν, στενάζουσι και συνθρηνούν μαζί σου,

και τα δικά σου τα παιδιά αυξαίνουν την πληγή σου!

 

ΑΓΓΛΟΣ

Όστις τα πάντα θαυμαστά έργα της ερευνήση,

και τώρα δε να την ιδή, και πώς να μην ραγίση;

Αυτή όλους μάς φώτισε με τα συγγράμματά της,

κ' ημείς πάντα μιμούμεθα τέκνα τα παλαιά της.

 

ΡΩΣΣΟΣ

Πολλά θαυμάζω και απορώ τους Έλληνας τους πρώτους

εις την σοφίαν, δύναμιν και εις όλους των τους τρόπους·

εάν ημείς δεν βρίσκαμεν κείνων τας ερμηνείας,

αλοίμονον, δεν φθάναμε εις τέτοιας ευτυχίας.

 

(Φεύγουν, και εις την στράταν συναπαντούν την Ελλάδα.)

 

ΑΓΓΛΟΣ

Ρώσσε και Γάλλε, βλέπετε εκείνην την γυναίκα;

Άραγε τι να έπαθεν η δυστυχής η Γραίκα;

Ξυπόλυτη, ακτένιστη και όλη πληγωμένη,

και μέσα εις τα δάκρυα όλη βεβυθισμένη.

Ας πλησιάσωμε κοντά να ίδωμε τι έχει,

και κάθε ένας απ' ημάς την βοηθεί ως θέλει.

 

ΓΑΛΛΟΣ

Βαβαί, τι λύπη, τι φθορά ειν' εις τούτο το σώμα!

Τέτοιες πληγές, τέτοιες σπαθιές, εγώ δεν είδ' ακόμα.

Τα αίματά της έγιναν μια φοβερά πλημμύρα.

Ω δυστυχής Ελλήνισσα, πώς σ' εύρε τέτοια μοίρα;

Και ποία άλλη ως εσύ βαστούσε αυτούς τους πόνους,

να μη πεθάνη παρευθύς, μα να 'χη ακόμη τόνους;

 

ΡΩΣΣΟΣ

Ουαί! Το στήθος της κτυπά και τα μαλλιά μαδίζει,

και μετ’ αυτά τα δάκρυα και τας πληγάς σφογγίζει,

Κοιτάξετε τους πόδας της· ειν' αλυσοδεμένοι

και οι μαστοί της παντελώς ειν' καταξηραμένοι.

Γυνή μεγάλη φαίνεται, γεμάτη από σοφίαν,

και σώμα έχει ηρωικόν και φυσιογνωμίαν.

Για στοχασθήτε, φίλοι μου, Τούρκου την τυραννίδα,

πόσον σκληρά εσπάραξε τούτην την Ελληνίδα!

 

ΑΓΓΛΟΣ

Ας την ρωτήσωμεν, λοιπόν, να μας ειπή τα πάθη.

 

ΡΩΣΣΟΣ

Καλόν είναι να μάθωμε το πράγμα πώς εστάθη.

 

ΓΑΛΛΟΣ

Αυτό κ' εγώ πολλά ποθώ

κ' είμαι περίεργος να ιδώ

 

ΟΛΟΙ

Χαίρε, κυρία Ελληνίς· γιατ' είσαι πληγωμένη,

άμορφη και ταλαίπωρη και τόσον τρομασμένη;

Εξήγησέ μας φανερά τα τόσα βάσανά σου

και κάμε μας, παρακαλώ, γνωστόν και τ' όνομά σου.

 

Η ΕΛΛΑΣ

Το όνομά μου ειν' Ελλάς, κοινώς δε και Γραικία,

η πριν λαμπρά και ένδοξος, τώρα δε παναθλία.

Εσείς δε, ξένοι, τίνε εστέ, και πώς ήλθατε ώδε;

Τις η πατρίς και γένος σας ίσως παρηγορούμαι.

 

ΡΩΣΣΟΣ

Γάλλος ούτος, εγώ δε Ρώσσος, Εγγλέζος δ' εκείνος,

Πετρουπολίτης είμαι εγώ, κ' εκείνος Παριζίνος.

Από την Λόνδραν ο Άγκλος· ήλθομεν δε συμφώνως,

τα πάθη σου να ιδούμεν μάλλον του νυν αιώνος.

Μητροπολίτην εύρομεν και Μπέη της Βλαχίας,

πραγματευτήν και προεστόν φίλους της τυραννίας.

 

Η ΕΛΛΑΣ

Γένη σκληρά και ύπουλα, φυλαί γεμάται δόλον,

μη λέτε πρόφασες ψευδείς, με φέρετε γαρ πόνον.

Αρχιερείς και μπέηδες και προεστούς τυράννους,

λέτε πως τους ευρήκατε όλους Μωαμετάνους·

τούτο ποσώς δεν έπρεπε για να σας ενόχληση·

και πότ' αυτοί ηγάπησαν την ανθρωπίνην φύσι;

 

(τω Ρώσσω)

 

Εάν καλούς γνωρίζετε αυτούς τους καλογήρους,

και από τους άρχοντας πολλούς, ωσάν αυτούς ομοίους,

ποτέ δεν τους εστέλνετε να ζουν στο μοναστήρι,

και άρχοντας τους δολερούς ομοίως στο Σιμπίρι.

 

(τω Γάλλω)

 

Μα κ' εσύ, Γάλλε, θαυμάζεις;

Φαίνεταί μοι πώς με παίζεις.

Αν εσείς αυτών την δόξα

δεν γκρεμίζατε με τόξα,

κι αν δεν στούνταν γιουλοτίνα,

σεις εχάνεσθε απ' την πείνα.

 

(τω Άγγλω)

 

Εάν εσείς τον Πάπαν γνωρίζετε καλόν,

γιατί τον κάθε χρόνον τον καίετε πλαστόν;

Λοιπόν μην απορείτε πως είναι οπαδοί,

καθένας το γνωρίζει, και μέσα τον πονεί.

 

(εις τους τρεις)

 

Τας πληγάς και τραύματά μου,

που μου δίδουν τα παιδιά μου,

ίσως έχουν και αιτίαν

ότι γίνονται με βίαν.

Πώς δε να αλησμονήσω

και παντού να μη κηρύσσω

ότι εισθ' εσείς αιτία

οπού φέρω 'γώ μυρία;

Βλέπετε τούτας τας πληγάς, που έχω στο κεφάλι,

και άλλας πάνω στην καρδιά, μία κοντά στην άλλη;

Όλας 'πό σας τας έλαβα χωρίς φιλανθρωπίαν.

Σ' εμέ την ευεργέτιν σας δείξατ' αχαριστίαν.

Τρεις μάχες Ρώσσος κήρυξεν ενάντιον Τουρκίας,

τα τέκνα μου εσύναξεν από πολλάς οικίας,

εγγράφως τα υπέσχετο για να τα λευθερώση,

μα ο σκοπός του απέβλεπε σκληρά να τα σκλαβώση.

Δεν έφθασε που 'σφάγησαν τόσ' Έλληνες μαζί του,

αλλ' έσβησε κι άλλους πολλούς ησύχως το σπαθί του.

 

Άρχισε και η Γαλλία

να κηρύττη ελευθερία·

έφθασε στα σύνορά μου,

κ' ηύξησε τα βάσανά μου.

Ύβριζε την τυραννία,

μα διψούσε για σολδία.

Η Ρωσσία κ' η Αγγλία,

βλέποντάς τους στην Τουρκία,

έτρεξαν να τους εξώσουν,

για να μη με λευθερώσουν.

Τρέχει η μία πληρωμένη

και η άλλη κομπασμένη

τους Αγαρηνούς να σώσουν

και εμέ να θανατώσουν.

 

Δεν είσθ' εσείς που λάβετε τόσα μεγάλα φώτα

από τας βίβλους των σοφών, που 'ταν παιδιά μου πρώτα;

Και αν εσείς δεν είχετε κείνων τας ερμηνείας,

ακόμη ήθελ' ευρίσκεστε δούλοι της αμαθείας.

Και πάλιν αν με βγάζετε από την τυραννίαν,

ευθύς αι Μούσαι άσουσι νέαν φιλοσοφίαν∙

και τότ' εσείς μανθάνετε πολλά, που δεν νοείτε,

από τα τέκνα μου αυτά, που τώρα τυραννείτε.

 

Μα πού φιλανθρωπία;

λείπει από σας φιλία.

Τρέφεται η κακία.

Άρχ' η μισανθρωπία

Λόγω φωνείτε

πως με πονείτε,

έργω δε τον χαμόν μου ποθείτε.

Ω της κακίας

κι αχαριστίας

και της υμών άκρας απονίας!

 

Κριτικά Κείμενα  Βιβλιογραφία