«Οι περιγραφές του των τοπίων της Κρήτης, που είχε δει όταν είταν παιδί, είναι ίσως πιστές, δεν έχουν όμως χρώμα κι ατμόσφαιρα. Είναι άλλωστε πάντα εξαιρετικά λιτές και λιγόλογες. Θα είχε συναίσθηση ότι η φύση δεν τον ενέπνεε, ότι δεν είταν ζωγράφος και μάλλον αποφεύγει να περιγράφει· ίσια-ίσια υποδεικνύει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπά του. Ό,τι τον ενδιέφερε είναι ο άνθρωπος. Και είχε τη δύναμη να δημιουργεί ανθρώπους. Τα πρόσωπά του, προπάντων στα μεγάλα του διηγήματα, δεν είναι ποτέ άψυχα, κι ούτε απλοί τύποι· έχουν ατομικό χαρακτήρα. Ο Κονδυλάκης είχε παρατηρητικότητα και είταν εξαιρετικά ευφυής· διέκρινε πολλές λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, και στον Πατούχα εισέδυσε με βαθιά ψυχολογική διαίσθηση και στον υποσυνείδητο εσωτερικό κόσμο, συνέλαβε και απέδωσε με καταπληκτική ζωηρότητα κι ορμή το τρικύμισμα του πόθου σ’ έναν πρωτόγονο έφηβο. Ο Πατούχας, με τον έντονο και μελετημένο αισθησιασμό του, είναι για τη νεοελληνική λογοτεχνία ένα έργο εντελώς πρωτότυπο, και μαζί με το Όταν ήμουν δάσκαλος και την Πρώτη αγάπη ξεπερνά πολύ τα πλαίσια της τυπικής φωτογραφικής ηθογραφίας.»