Πολίτη Τζίνα, «Η μυθιστορηματική κατεργασία της ιδεολογίας. Ανάλυση της Λυγερής του Ανδρέα Καρκαβίτσα»
 
 
Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. 20, Θεσσαλονίκη 1981, Σσ.348-349
 
 
«Έχει καθιερωθεί η κατάσταση της αρρώστιας να λειτουργεί μέσα στη μυθιστορία σαν μια στιγμή "θεοφάνειας", που αποκαλύπτει στο χαρακτήρα τα σφάλματά του δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία για κάθαρση. Το ατύχημα του Νικολού και η γέννηση του παιδιού όχι μόνο μεταβάλλουν τη σχέση του ζεύγους αλλά δίνουν και την ευκαιρία στον αφηγητή να μεταμεληθεί και αυτός. Η μεταμέλειά του εκφράζεται από τεχνικές αλλαγές στο λόγο του: πρώτα, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, αλλάζει τη σκοπιά του απέναντι στο Νικολό. Με τη δικαιολογία της αρρώστιας, που ανοίγει τις συναισθηματικές πηγές του Νικολού, ο αφηγητής εισχωρεί στη σκέψη και στα συναισθήματά του. Η ταύτιση αυτή με την υποκειμενική σκοπιά και η αναπαράσταση του συνειδητού του Νικολού σημαίνουν ότι η εξωτερική σκοπιά που μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι έμπορας=τέρας είναι κοντόφθαλμη και λανθασμένη. Μια αλλαγή στη σκοπιά δείχνει ότι ο έμπορας είναι ο άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, με συναισθήματα και ηθικές αξίες. Με την αλλαγή της σκοπιάς αλλάζει και το περιεχόμενο του λόγου του αφηγητή. Το λεξιλόγιο της ρομαντικής ηθικής που είναι άρρηκτα δεμένο με την αισθητική λειτουργία του φυσικού κόσμου δίνει θέση στο πρακτικό λεξιλόγιο της ρεαλιστικής αστικής ηθικής.
Η σεξουαλική ιδεολογία που είχε προφέρει το κείμενο, υποβάλλεται κι αυτή σε μεταμόρφωση. Η αγνή αγάπη που χαρακτήριζε τον ντροπαλό, έφιππο χωρικό, η έλξη που λειτούργησε σύμφωνα με την αισθητική τάξη της φύσης ανάμεσα στη Λυγερή και στον Λεβέντη αποδείχνεται τώρα "έκλυτη". Ο ντροπαλός έλληνας χωρικός μεταμορφώνεται σε σάτυρο, σε βάκχο. Η έλξη που αισθάνεται τώρα η Λυγερή για τον άντρα της ερμηνεύεται από τον αφηγητή όχι σαν έρωτας αλλά σαν "το μύχιον εκείνο αίσθημα του καθήκοντος το οποίον υπάρχει από παιδικής ηλικίας... και αναπτύσσεται από τας ώρας του γάμου καταλήγον εις τυφλήν προς τον άνδραν αφοσίωσιν". Μόλις συνέρχεται η Ανθή από τον τοκετό αρχίζει μέσα στο σπίτι "την παντοκρατορίαν της..." [...] Οι αξίες αυτές συνθέτουν το νέο γυναικείο πρότυπο. Ο λόγος του αφηγητή αρχίζει τώρα να ακούγεται σαν Οδηγός Συμπεριφοράς της αστής συζύγου και οικοκυράς.
Η αλλαγή στην αφηγηματική φωνή χαρακτηρίζεται κι από μια αλλαγή στη χρήση της μεταφοράς. Δεν είναι πια ο φυσικός κόσμος και οι ομορφιές του που προσφέρουν στον αφηγητή τις παρομοιώσεις του. Είναι το κείμενο της επιστήμης, με την αντικειμενική του ακρίβεια: "Οι σύζυγοι συνηντήθησαν εις τας σκέψεις των, όπως δύο σώματα αντιθέτως ερχόμενα, αλλά προορισμένα υπό της φύσεως να συναντηθούν κάπου εις εν σημείον". Η "Άφομοίωσις", που προαναγγέλλει ο τίτλος, ανάμεσα στους δυο συζύγους είναι και η αφομοίωση της πλοκής με τη φωνή του αφηγητή, και της γραφής με το πραγματικό θέμα της. Σ' ένα βαθύτερο επίπεδο είναι και η αφομοίωση της αγροτικής υπαίθρου από τη νέα οικονομία. Ο μεσολαβητικός όρος, στο επίπεδο του μύθου, είναι το νεογέννητο παιδί. Η εμφάνισή του προαναγγέλλει την εμφάνιση ενός "νέου" κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι το ατύχημα του Νικολού συμπίπτει με την τελευταία μέρα του παλιού χρόνου [...] κι ότι το παιδί γεννιέται με την καινούρια χρονιά. Η χρονική στιγμή σημειώνει το νέο ξεκίνημα.»