Σταυροπούλου Έρη, «Ανδρέας Καρκαβίτσας»
 
 
Η παλαιότερη πεζογραφία μας - Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τομ. Η΄ (1880-1900), Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, Σσ.195-201
 
 
Το χρονικό διάστημα μιας εικοσαετίας ήταν αρκετό στον Καρκαβίτσα για να διαμορφώσει και να αναπτύξει τις λογοτεχνικές του απόψεις και τελικά να εξαντλήσει την έμπνευσή του. Το 1890, όταν δημοσίευσε στο περιοδικό Εστία τη γραμμένη ένα χρόνο πριν νουβέλα του Η Λυγερή, ήταν ήδη γνωστός ως συγγραφέας διηγημάτων και ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Με το νέο έργο του έδειξε ότι είχε συνθετικές ικανότητες και ότι ήταν ευαίσθητος στα κοινωνικά προβλήματα. Δύο είναι τα ζητήματα που σχολιάζει σ' αυτό. Σε πρώτο επίπεδο με το ερωτικό του θέμα προβάλλει τη δύσκολη θέση της γυναίκας στην αγροτική, ανδροκρατούμενη κοινωνία. Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, εξετάζει την παραδοσιακή κοινοτική ζωή, που ασφυκτιά και σβήνει εξαιτίας της σκληρότητας των ίδιων της των όρων και των νέων οικονομικών συνθηκών. Και τα δύο αυτά θέματα θα τα βρούμε στη συνέχεια σε μια σειρά από σημαντικούς πεζογράφους, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Χατζόπουλος και ο Θεοτόκης.
Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στον έρωτα της Ανθής, της λυγερής του χωριού, με τον όμορφο καρολόγο Γιώργη Βρανά. Ο πατέρας της, όμως, είναι αποφασισμένος να την παντρέψει με τον μεσόκοπο και άσχημο βοηθό του στο μπακάλικο, το Νικολό Πικόπουλο, επειδή θαυμάζει τις εμπορικές του ικανότητες και τα χρήματα που κερδίζει. Ο Βρανάς προτείνει στην Ανθή να την κλέψει, αλλά αυτή δεν δέχεται, γιατί δεν θέλει να στενοχωρήσει τους γονείς της, ούτε να σπιλώσει το καλό της όνομα. Έτσι αυτός θυμωμένος την εγκαταλείπει και η δυστυχισμένη νέα αναγκάζεται να υποταχθεί στη θέληση των γονιών της και να παντρευτεί γρήγορα το Νικολό. Ο γάμος της περιγράφεται σαν ένωση αταίριαστων ψυχικά ατόμων, και η δυστυχία της Ανθής κορυφώνεται όταν ο αγαπημένος της Γιώργης παντρεύεται μια φίλη της. Στο τελευταίο κεφάλαιο, όμως, ένα χρόνο αργότερα, η αίσθηση του καθήκοντος, η γέννηση του παιδιού της, η υπερηφάνεια για τα πλούτη της, μεταβάλλουν ριζικά την ευαίσθητη λυγερή αφομοιώνοντας την με τον άξεστο και φιλοχρήματο άντρα της.
Το τέλος αυτό, που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, προβλημάτισε τους κριτικούς· η αλλαγή της λυγερής επισφραγίζει την ήττα της, φανερώνει την κατάπτωση της, ή εξιδανικεύει τη μητρότητα και την αίσθηση του καθήκοντος; Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στην εξατομικευμένη αυτή ιστορία ο Καρκαβίτσας βλέπει τον κανόνα. Σε όλο το κείμενο αφθονούν οι παρατηρήσεις του αφηγητή που ανάγουν το συγκεκριμένο επεισόδιο σε γενικό και την ατομική ιδέα σε καθολική αντίληψη. Η Ανθή περιγράφεται ως «τέλειος τύπος μιας λυγερής του χωρίου»· δεν είναι, άλλωστε, η μόνη γυναίκα στο έργο που παίρνει άντρα που δεν της ταιριάζει. Η κατάσταση αυτή ήταν κοινή και επαναλαμβανόμενη. Σε τελική ανάλυση, ο συγγραφέας φαίνεται να διατυπώνει έναν κανόνα: όταν η κοπέλα παντρεύεται και γίνεται μητέρα, αφήνει τα όνειρα για τον έξω κόσμο και βασιλεύει στο ασφαλές καταφύγιο του σπιτιού της. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι συνολικά και παρά την ιδιαιτερότητά τους οι ήρωες του παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, με ιδιαίτερη έμφαση στους καρολόγους (=μεταφορείς, επάγγελμα που σταδιακά φθίνει) και στην ανερχόμενη τάξη των εμπόρων.
Σε ένα σημείο, πάντως, υπήρξε ομοφωνία της κριτικής, στο ότι το έργο αυτό φανερώνει τη σταδιακή μετάβαση του Καρκαβίτσα από την ειδυλλιακή ηθογραφία στο ρεαλισμό. Τα σημάδια αυτής της κίνησης είναι πολλά. Ας αρχίσουμε από την έκβαση της υπόθεσης. Στο Δ' κεφάλαιο, στην τελευταία συνομιλία του πρωταγωνιστικού ζεύγους, υποβάλλονται διάφορες πιθανές λύσεις του προβλήματός τους. Αν ο Βρανάς έκλεβε τη λυγερή θα είχαμε ένα χωριάτικο ειδύλλιο με αίσιο τέλος· αν αντίθετα η λυγερή πέθαινε, θα είχαμε ρομαντική τραγωδία. Ο Καρκαβίτσας, όμως, επέλεξε τον δρόμο της «πραγματικότητας»: η Ανθή παντρεύεται αυτόν που θέλουν οι γονείς της και προσγειώνεται· από «ονειροπόλος ερωμένη» γίνεται «θετική σύζυγος». Στην ίδια κατεύθυνση, ένα στοιχείο του έργου που δεν έχει προσεχτεί αρκετά είναι ο ρόλος της μαγείας, των ηθών και εθίμων, των δεισιδαιμονιών, που κατακλύζουν το κείμενο και φαινομενικά προβάλλουν τον παραδοσιακό και αδιατάραχτο τρόπο ζωής. Εντούτοις, τόσο στα επιμέρους επεισόδια όσο και στην εξέλιξη της ιστορίας και στη λύση της. τα στοιχεία αυτά δεν παίζουν κανένα ουσιαστικό ρόλο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μας δίνεται στην αρχή του έργου, όταν η Ανθή αντιμετωπίζει με δέος το προξενιό της Κυράς Παγώνας για το Νικολό, επειδή φοβάται ότι, αν αντισταθεί, η «γόησσα» του χωριού θα κάνει κακό σ' αυτήν και τον αγαπημένο της με τις υπερφυσικές της δυνάμεις. Ωστόσο, λίγες σελίδες πιο κάτω ο αφηγητής αποκαλύπτει ότι απλώς οι γονείς της Ανθής πρότειναν στην Κυρά Παγώνα να μιλήσει στην κόρη τους, για να τους διευκολύνει. Ακόμη, η Ανθή αρνείται να φύγει με τον Γιώργη, γιατί φοβάται ότι αυτή η πράξη θα ντροπιάσει τη γενιά της· ήδη, όμως, οι αναγνώστες έχουν πληροφορηθεί ότι οι απαγωγές ήταν συνηθισμένες στα χωριά και ότι είχαν πάντα καλή κατάληξη. Τελικά, στη Λυγερή ο συγγραφέας υποβάλλει δύο άλλους παράγοντες αποφασιστικούς για την τύχη των ανθρώπων: τους φυσικούς νόμους, στους οποίους κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί, και το χρήμα, που ρυθμίζει ουσιαστικά τη ζωή, έστω κι αν επιφανειακά προβάλλονται άλλες αιτίες για τις πράξεις των ηρώων.
Τα δύο αυτά τελευταία ζητήματα θα τα αναπτύξει στην επόμενη νουβέλα του, τον Ζητιάνο, το καλύτερο ίσως έργο του. Το πρώτο ερέθισμα για το γράψιμο του βρίσκουμε στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του «Κράβαρα (Οδοιπορικοί σημειώσεις)», δημοσιευμένες το 1890 σε 12 συνέχειες στο περιοδικό Εστία. Στο κείμενο του έκανε λόγο για επαγγελματίες ζητιάνους από χωριά της περιοχής, και τα σχετικά αποσπάσματα προκάλεσαν τότε έντονη αντίδραση από ντόπιους, επειδή θεώρησαν ότι θίγονται. Το Δεκέμβριο του 1892 στο ίδιο περιοδικό αναγγέλθηκε, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε, η δημοσίευση ενός διηγήματος του με τίτλο «Ο Κραβαρίτης». Τελικά, η νουβέλα γράφτηκε από το καλοκαίρι του 1895 ως τις αρχές του 1896, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» (9.4.-8.6.1896).
Σύμφωνα με την υπόθεση ο κεντρικός ήρωας Τζιριτόκωστας, επαγγελματίας ζητιάνος από τα Κράβαρα της ορεινής Ναυπακτίας, που στο κείμενο αναφέρονται ως Κράκουρα, κατορθώνει με την εξυπνάδα και την κακία του να εξαπατήσει τους κατοίκους ενός θεσσαλικού χωριού, να εκδικηθεί με τον σκληρότερο τρόπο τον τελωνοφύλακα Πέτρο Βαλαχά, που τον πρόσβαλε, και τελικά να προκαλέσει μεγάλη καταστροφή στο χωριό και τους κατοίκους του. Η ιστορία τοποθετείται στο θεσσαλικό κάμπο, λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι καταδυναστεύονται από δύο αφέντες, εξίσου σκληρούς απέναντι τους. Ο ένας είναι ο Τούρκος μπέης, που ζητά να κρατήσει τσιφλίκι του το χωριό. Κι ενώ οι χωρικοί έχουν μαζί του δικαστική διαμάχη για το ζήτημα αυτό, διατηρούν μέσα τους αμείωτο το φόβο και τη δουλικότητα μπροστά στον αντιπρόσωπό του, Ντεμίς αγά. Ο άλλος αφέντης είναι το ελληνικό κράτος, και εκπροσωπείται από μια σειρά όχι μόνο αδιάφορους, αλλά και βασανιστικούς και άπληστους υπαλλήλους, όπως ο τελωνοφύλακας, οι δικαστικές και οι, στρατιωτικές αρχές. Οι ταλαίπωροι Καραγκούνηδες, μπροστά στην καταπίεση του καινούριου, συχνά νοσταλγούν τον παλιό κύριο τους. Το εντυπωσιακότερο, πάντως, στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι στο τέλος της νουβέλας ο ζητιάνος φεύγει ανενόχλητος και ατιμώρητος, ενώ τα αθώα θύματα του οδηγούνται στη Λάρισα, για να τιμωρηθούν για τα εγκλήματα που διέπραξε εκείνος. Ακόμη χειρότερα, οι ελληνικές αρχές υπερασπίζονται τους Τούρκους και κατηγορούν τους μόλις ελευθερωμένους από αυτούς χωρικούς.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Ζητιάνος είναι γραμμένος με πολύ θυμό. Ο Καρκαβίτσας ασκεί αμείλικτη κριτική σε όλους· μοιάζει να παίρνει τη σκυτάλη από τον Παύλο Καλλιγά, που ήδη πάνω από 40 χρόνια πριν είχε ζωγραφίσει στον Θάνο Βλέκα την ίδια τραγική κατάσταση των αγροτών στο ελληνικό κράτος. Ακριβώς, στην ελληνική πολιτική καταλογίζει τις περισσότερες ευθύνες για την εξαθλίωση των χωρικών. Δίχως δική τους γη, στο έλεος των Ελλήνων και Τούρκων τσιφλικάδων, δεν μπορούν να βρουν το δίκιο τους στα ελληνικά δικαστήρια, όπως ακριβώς αδικούνταν προηγουμένως από τον καδή. Οι κρατικοί υπάλληλοι παρανομούν, χρηματίζονται και ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη δική τους καλοπέραση. Από την άλλη, οι Καραγκούνηδες, εντελώς αμόρφωτοι, γίνονται σκλάβοι, όχι μόνο των πλούσιων και των ισχυρών, αλλά πολύ περισσότερο υποδουλώνονται σε ένα πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, αφήνοντάς τες να κυβερνούν παράλογα τη μίζερη ζωή τους. Φαινομενικά, στο έργο του αυτό ο συγγραφέας επικρίνει ό,τι είπαμε προηγουμένως πως πρόβαλε θετικά: το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Στην πραγματικότητα, κάνει μία ξεκάθαρη και πολύ αυστηρή κοινωνικοπολιτική κριτική, καταγγέλλοντας την παραμόρφωση του πατριωτικού ιδανικού και τον βαρύ αγώνα των ανθρώπων της υπαίθρου. Ακόμη, δημιουργεί με τον πρωταγωνιστή του ένα εντυπωσιακό σύμβολο του επιτήδειου, που επιδιώκει τη νίκη και το κέρδος με κάθε μέσο και χωρίς καμιά ηθική αναστολή.
Η φήμη, όμως, του Ζητιάνου δεν οφείλεται τόσο στο θέμα του όσο στον τρόπο σύνθεσης του και το αριστουργηματικό ύφος του. Ο αφηγηματικός του χρόνος καλύπτει ελάχιστες μέρες (από Κυριακή ως Πέμπτη) με δύο μόνο μεγάλες αναδρομές στο παρελθόν του ζητιάνου και του παραγιού του, που έχουν στόχο να πληροφορήσουν τον αναγνώστη όχι τόσο για την ατομική ιστορία των δύο αυτών προσώπων, όσο για τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ζητιανιά στα Κράβαρα. Εξαιρετικές είναι οι σκηνές πλήθους, με την απεικόνιση της ομαδικής ψυχολογίας, της μαζικής θα λέγαμε ψύχωσης, όπως στις σκηνές των γυναικών που τις παρασύρει ο ζητιάνος, και στον υστερικό φόβο των Καραγκούνηδων για το βρυκόλακα. Στο κείμενο δεσπόζουν οι περιγραφές της φύσης και του χώρου, στις οποίες ο Καρκαβίτσας είναι απαράμιλλος. Ο αναγνώστης «βλέπει» λεπτομερειακές εικόνες του τοπίου, όπου κάθε μικρό ή μεγάλο ζώο και φυτό έχει τη θέση του κι όπου ο θάνατος με τη ζωή εναλλάσσονται σε μια αδιάκοπη κίνηση που οι άνθρωποι σπάνια προσέχουν. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει συνεχώς τη μεταβολή της ώρας με την κίνηση του ήλιου και την αλλαγή του φωτισμού και, τέλος, κλείνει το κείμενο του με αναφορά στη Φύση (με κεφαλαίο), την «αδιάφορη και ανεπηρέαστη θεότητα». Έτσι, η ιστορία του ζητιάνου και των θυμάτων του τοποθετείται στον ευρύτερο περιβάλλοντα κόσμο, μέσα στην κυκλική ροή του χρόνου· γίνεται μία μόνο πράξη του αιώνιου δράματος της ζωής. Είναι δύσκολο να πούμε, αν αυτή η προοπτική δείχνει απαισιόδοξα την πιθανή επανάληψη μιας τέτοιας ιστορίας και τη σκληρότητα της ζωής, ή αν αντίθετα μας αποφορτίζει συναισθηματικά.