Μαστροδημήτρης Παναγιώτης, «Εισαγωγή»
 
 
Η Λυγερή, Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1994, Σσ.13-16
 
 
Ή Λυγερή (1890) του Ανδρέα Καρκαβίτσα (18654922) αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας κατά την περίοδο μετά το 1821, καθώς κινείται πάνω σε δύο άξονες: την απεικόνιση μιας συγκεκριμένης ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας και τον προσδιορισμό, ειδικότερα, του προβλήματος της θέσης της γυναίκας μέσα στο αγροτικό κοινωνικό πλαίσιο της νεώτερης Ελλάδας. Ό Καρκαβίτσας δεν βλέπει ούτε την κοινωνία του ούτε τη γυναίκα εξιδανικευτικά και κατά συνέπεια απλουστευτικά. Όπως παρατήρησε η εκδότρια του έργου του Νίκη Σιδερίδου αναφερόμενη στο δεύτερο πρόβλημα, ή γυναίκα στον Καρκαβίτσα «δεν είναι συμπτωματικό και συμβατικό πρόσωπο, που αναγκαστικά κινείται σ' ένα όποιο λογοτεχνικό έργο. Δεν είναι μονάχα το διακοσμητικό στοιχείο κι ή λεπτομέρεια, άλλα το κίνητρο και το βασικό σημείο, εν’ απ’ τα πιο βαθιά στοιχεία ηθικής κι αισθητικής συνέπειας, η ψυχική βίωση του καλλιτέχνη, που δίνει ένα εξαιρετικό νόημα και μια μοναδική ηθική σημασία στο έργο του. Είναι το κέντρο, που γύρω του στροβιλίζονται όλες οι αξίες κι οι απαξίες της ελληνικής ψυχής, η βάση που πάνω της θεμελιώνεται ο ιδανικός πύργος των. πόθων και των ονείρων του Καρκαβίτσα για την ηθική αναδημιουργία του Έθνους μας».
Ή άλλη διάσταση του έργου, δηλαδή εκείνη της κοινωνικής καταγραφής,έχει πολλές φορές επισημανθεί και αναλυθεί κοινωνιολογικά και ιστορικά από τον Έπαμ. Γ. Μπαλούμη, τον συστηματικότερο μελετητή του έργου του Καρκαβίτσα κατά τα τελευταία χρόνια. Σε ένα μάλιστα πρόσφατο άρθρο του, ο μελετητής συνόψισε κατά τον ακόλουθο τρόπο την κοινωνική μαρτυρία της Λυγερής: «Η Λυγερή, κινούμενη ανελεύθερα, εξαιτίας του έλεγχου της ομάδας, πέρα από τη στοιχειώδη βίωση του επιθυμητού, περνώντας από μια εκφυλιστική πορεία δοκιμασίας, θα φτάσει σε σαφή στρέβλωση της προσωπικότητας της. Κοντά σ' αυτήν και τα συγκοινοτικά μέλη, εναλλασσόμενα σε ρόλους θύτη και θύματος, πορεύονται ανεξέλικτα και καταντούν εθελόδουλα. Πρόσωπα, δηλαδή, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσαν να υιοθετήσουν και να εκφράσουν τον αναγεννητικό προσανατολισμό που είχε ανάγκη η ευρύτερη κοινωνία, την οποία οραματίζονταν οι "φωτισμένοι" μαζί-,με τον Καρκαβίτσα». Κατά τον Μπαλούμη, η Λυγερή αντιπροσωπεύει την καταγραφή μιας ατομικής επανάστασης εναντίον ενός παραδοσιακού και συντηρητικού κατεστημένου˙ μιας επανάστασης, ή οποία —εξαιτίας ακριβώς του ατομικού της χαρακτήρα— ήταν προορισμένη να αποτύχει και να οδηγήσει τους πρωταγωνιστές της στον μαρασμό και στην καταστροφή του νεανικού ψυχισμού τους. Από τις δύο, λοιπόν, αυτές απόψεις η Λυγερή αποτελεί ένα κείμενο που ο συγγραφέας του, χρησιμοποιώντας την ηθογραφία και τη λαογραφία, κατορθώνει να μετατρέψει σε τεκμήριο κοινωνικής κριτικής, μιας κριτικής που θα ολοκληρωθεί αργότερα από τον ίδιο τον Καρκαβίτσα, στο έργο του Ό Ζητιάνος (1896). Παράλληλα, με τη Λυγερή ο Ηλείος πεζογράφος θα εγκαινιάσει μια στροφή προς υπαρκτά θέματα και προβλήματα της εποχής —λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα— με έναν τρόπο που ουσιαστικά θα δώσει ένα οριστικό τέλος στην πεζογραφία του ρομαντισμού. Ένας από τους νεώτερους μελετητές του έργου του παρατηρεί σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Τα έργα του Α. Καρκαβίτσα, από τα πρώτα λαογραφικά του διηγήματα μέχρι τις κοινωνικές υπομνήσεις της Λυγερής και από εκεί στη νατουραλιστική σκληρότητα του Ζητιάνου, καταγράφουν την πορεία της διαμόρφωσης μιας καινούριας κοινωνίας και της λογοτεχνικής της απόδοσης. Όσο και αν φαίνεται κάπως μηχανιστικό αυτό, είχε φτάσει και στην Ελλάδα η ώρα να βρει η λογοτεχνία τα κοινωνικά της ισοδύναμα, να αποκτήσει τον δικό της ζωτικό χώρο. Και αυτή η πορεία ούτε ευθύγραμμη ούτε εύκολη ήταν. Και θα ήταν αστείο να περιμένει κανείς να διαμορφωθεί ή λογοτεχνία του καινούριου αιώνα χωρίς ώδίνες ή να προσομοιάζει στο γαλλικό ρεαλισμό ή οποίο άλλο ρεύμα. Η χειραφέτηση της απαιτούσε να ανακαλύψει τη δική της πορεία άνδρωσης, και αυτό προσπάθησε να κάνει». Η Λυγερή, επομένως, καταγράφει το πέρασμα από την πεζογραφία των αρχών του 19ου αιώνα στη νέα πεζογραφική σχολή —όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κάτω από την επίδραση των κηρυγμάτων του νατουραλισμού και του ρεαλισμού—, ή οποία ουσιαστικά υπήρξε και ή αφετηρία του προβληματισμού της πεζογραφίας του 20ου αιώνα. Ο Καρκαβίτσας υπερέβη τόσο τους περιορισμούς μιας απλής πίστης αντιγραφής όσο και τις υπερβολές ενός ρομαντικού εξωραϊσμού της πραγματικότητας, και κατέγραψε στο έργο του τη σταδιακή μετάβαση προς τη σοβαρή και σε βάθος κριτική και αμφισβήτηση κατεστημένων αντιλήψεων και θεσμών. Ως προς αυτό παρατηρεί και πάλι η Νίκη Σιδερίδου: «Δεν επιδιώκει να κοινωνιολογήσει στο έργο του αυτό ο Καρκαβίτσας. Περιγράφει όμως τη ζωή του χωρίου του εκείνης της εποχής με τρόπο τόσο δυνατό, που να μπορούμε να σχηματίσωμε μιαν ολοκληρωμένη της εικόνα. Παίρνει τα πρόσωπα απ' την πραγματική ζωή και μας τα ζωγραφίζει με απαράμιλλη τέχνη, τοποθετώντας τα μέσα στο πλαίσιο της πραγματικής φύσεως που τα περιβάλλει. Μόνο τα ονόματα αλλάζει. Έτσι ξαναζωντανεύει μέσα στις σελίδες του ολόκληρη η εποχή, η γλεντζέδικη τάξη των καρολόγων κι η συμφεροντολογική των εμπόρων, οι βασανισμένες χωριανές του με την κουτοπονηριά και την ελαφρομυαλιά τους, με τις χάρες και τις αδυναμίες τους και πάνω απ' όλα ξαναζή την ταπείνωση της η λυγερή αγαπημένη του, που πρόδωσε την αγάπη της για να εξασφάλιση μιαν άνετη ζωή. Κι ίσως η ειρωνεία κι η σατυρική διάθεση, που παρακολουθεί τη Λυγερή σ' όλη την ψυχική της εξέλιξη, δεν απευθύνεται λιγώτερο και στην ίδια τη μικρή κοπελίτσα των Λεχαινών». Για τον Καρκαβίτσα, επομένως, η κριτική μιας ευρύτερης κοινωνικής κατάστασης ήταν και μια κριτική συγκεκριμένων προσώπων, κοινωνιών και πραγμάτων, γεγονός που αποδεικνύει το διπλό κίνητρο της συγγραφής του έργου, που ήταν τόσο η προσωπική περιπέτεια του συγγραφέα όσο και ή δομή της κοινωνίας, η οποία ως κλοιός περιόριζε και τελικά στραγγάλιζε την ελεύθερη βούληση των ατόμων.