Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., «Γρηγόριος Ξενόπουλος»
 
 
Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τομ. Θ΄, 1900-1914, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, Σσ.320-324
 
 
Σημαντικότερο έργο της τριλογίας, που «θεωρήθηκε το σπουδαιότερο έργο απ' όσα έγραψ[ε]» ο Ξενόπουλος (I, σ. 262), είναι το Πλούσιοι και Φτωχοί. Το μυθιστόρημα αυτό περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του Ξενόπουλου, όπως μπορεί να συναγάγει ο αναγνώστης από το Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα (I, σσ. 88-89, 163-164, 182-183, 254-262), και πολλά περιστατικά από την ιστορική πραγματικότητα της τελευταίας δεκαπενταετίας του προηγούμενου αιώνα. Η ίδρυση ιδιωτικών τραπεζών από πλούσιους ομογενείς, ο Λέων Χαρίσης=Γ. Χαιρέτης, το επεισόδιο με τον Πώπο Δαγάτορα που προπαγανδίζει στα παιδιά το σοσιαλιστικό περιοδικό σε ώρα μαθήματος, με αποτέλεσμα την Αναφορά στο υπουργείο, η εφημερίδα «Νέον Φως» με αναρχοσοσιαλιστικές ιδέες, το κλείσιμο της εφημερίδας, επειδή ορισμένα άρθρα της «καθήπτοντο του προσώπου του βασιλέως», είναι όλα γεγονότα και ονόματα της πραγματικότητας, όταν πρωτοπαρουσιάζεται ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα. Ο θάνατος, τέλος, του ήρωα στη φυλακή θυμίζει τον θάνατο του ριζοσπαστικού δημοκράτη Ρόκκου Χοϊδά, το 1890, στις φυλακές της Χαλκίδας.
Και στην περίπτωση αυτή δηλαδή, όπως και στο σύνολο σχεδόν του έργου του, ο Ξενόπουλος εφαρμόζει τη διαδικασία που είχε περιγράψει για το πως διάφορα περιστατικά της πραγματικής ζωής μεταπλάθονται σε έργο καλλιτεχνικό.

«Γιατί ποτέ η ζωή, όπως είναι δεν παρουσιάζει το Ωραίο που θέλει η Τέχνη. Ο Τεχνίτης πρέπει να την αλλάζη πάντα όπως του χρειάζεται. Αυτό το άλλαγμα οι αισθητικοί το λένε κι' εξιδανίκευση [διαβ. γενίκευση], γιατί κάτω από κάθε ομορφιά της ζωής και της φύσης ο τεχνίτης βλέπει μια Ιδέα ατελή, που αυτός την τελειώνει».

Το Πλούσιοι και Φτωχοί αρχίζει με δύο παράλληλες ιστορίες μαθητείας/ διαμόρφωσης (Bildungsroman), την ιστορία του Πώπου Δαγάτορα και του Αντώνη Ρουκάλη. Οι δύο νέοι — ο πρώτος μοναχοπαίδι ευκατάστατης οικογένειας εμπόρων σπουδάζει για να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, ο δεύτερος, παιδί ξεπεσμένης «αριστοκρατικής» οικογένειας που τελικώς τα καταφέρνει να ξαναανέβει- είναι φίλοι, γείτονες, συμμαθητές, ακολουθούν αρχικά παρόμοια πορεία, αλλά, από ένα σημείο και πέρα, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Έτσι, μολονότι παραμένουν «φίλοι», αντιμάχονται ο ένας τον άλλο, όχι σε προσωπικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο ιδεών: ο καθένας τους προασπίζεται ορισμένες αξίες, απέναντι στις οποίες οι αξίες του άλλου είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Ο Ρουκάλης επιβεβαιώνει την αξία της κοινωνικής επιτυχίας, ζώντας σύμφωνα με την ιδεολογία της μεγαλοαστικής τάξης (τραπεζίτες), πράγμα που τον οδηγεί σε όλο και πιο προσοδοφόρο δραστηριότητα. Αντίθετα, ο Δαγάτορας «αποτυγχάνει» και λόγω της συγκυρίας (οικονομική καταστροφή της οικογένειας) και λόγω του χαρακτήρα του: πρόκειται για έναν τίμιο, ευθύ και «άπραγο» άνθρωπο.
Στο σημείο αυτό κάνει την εμφάνισή της μια ιδιόρρυθμη ομάδα που ευαγγελίζεται το «σοσιαλιστικό δόγμα» στην πιο επιφανειακή και αφελή εκδοχή του, το οποίο ο Δαγάτορας ενστερνίζεται. Γι' αυτό παύει να ζει παθητικά, και ενεργοποιείται, αρχικά εμμέσως με την οικονομική στήριξη της εφημερίδας, και στη συνέχεια με προσωπικό αγώνα μέχρι θανάτου για την κατοχύρωση και τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεωδών. Το τέλος μένει και εδώ, όπως και στο Τίμιοι και Άτιμοι, αμφίσημο: μολονότι ο ήρωας ηττάται κοινωνικά και βιολογικά, υπονοείται ότι πετυχαίνει μια ηθική νίκη που ενδέχεται να έχει θετική απήχηση σε κάποιους μελλοντικούς αγώνες. Στην «κοινωνική τριλογία» δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος με την έννοια της αποκατάστασης και της κοινωνικής ανόδου. Ή, με άλλη διατύπωση: ο Ξενόπουλος ασχολείται με «δύσκολα» θέματα ή αντιμετωπίζει τα τρέχοντα ζητήματα από «προοδευτική» άποψη· τα αντιμετωπίζει όμως με τέτοιον τρόπο ώστε στο τέλος του μυθιστορήματος η κατάσταση της κοινωνίας παραμένει ως έχει.
Η παρουσίαση του σοσιαλισμού από τον Ξενόπουλο — που και στην «Αυτοβιογραφία» του επαίρεται για την σχέση του με την ομάδα Πλάτωνος Δρακούλη — είναι ενδιαφέρουσα. Ο συγγραφέας, όπως θίξαμε παραπάνω, ασχολείται με ένα φλέγον και επίκαιρο θέμα (σοσιαλισμός) κατά την περίοδο 1919-1926, αλλά ταυτόχρονα μεταθέτει το πρόβλημα στην εποχή που πρωτοεμφανίζεται, δηλαδή στην εποχή της αθωότητάς του (1885). Αλλά και οι τύποι-φορείς της σοσιαλιστικής ιδεολογίας παρουσιάζονται άλλοτε ως «ακίνδυνοι και ξένοι προς την σημερινήν πραγματικότητα», όπως στο Πλούσιοι και Φτωχοί, άλλοτε ως συγκαλυμμένα αναξιόπιστοι, όπως π.χ. ο αφηγητής της Τερέζας Βάρμα-Δακόστα, που στρέφεται με ζήλο στο «λαό», όταν ουσιαστικά αποκρούεται ερωτικά από τους «έκφυλους και ξεθυμασμένους αριστοκράτες με τους φοβερούς τους αταβισμούς» (IX, σ. 142), ή «παρασιτικοί», όπως στην Απερίγραπτη (IX, σ. 348), και άλλοτε ως γραφικές μέχρι φαιδρότητας υπάρξεις, όπως συμβαίνει στην Παυλίνα και στη Νίκη της Παυλίνας, που κατορθώνουν να γίνονται ιδεολογικά συμπαθείς στους κύκλους των τραπεζιτών, όχι όμως πειστικοί και για την ομότιτλη μικροαστή ηρωίδα.
Θα άξιζε, πάντως, τον κόπο να διαβάσει κανείς αυτά τα δύο εκτενή μυθιστορήματα που αναφέραμε τελευταία ως παρωδία του Πλούσιοι και Φτωχοί. Σε αυτά, όπως άλλωστε και στο περίπου σύγχρονο Χωρίς τίποτε, οι τραπεζίτες, οι χρηματιστές και οι «κεφαλαιοκράτες» — η «ράτσα» που ξεχωρίζει και πάλι ιδίως από «τα μάτια της» (Παυλίνα I, Βλάσση, σ. 38) — παρουσιάζονται ιδεολογικά αποστεωμένοι με ένα απόλυτα καλοσυνάτο προφίλ και αναδέχονται εντελώς φυσικά στους κύκλους τους τους ανθρώπους της «βιοπάλης», όταν εκτιμούν την ομορφιά τους και το ταλέντο τους. Σε καμιά, πάντως, περίπτωση -παρ' όλη την αβεβαιότητα που καλλιεργείται στην αφήγηση — δεν τους «ενσωματώνουν» στην τάξη τους.