Χάρης Πέτρος, «Εισαγωγή. Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος και το Φθινόπωρο»
 
 
Φθινόπωρο, Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990, Σσ.20-23
 
 
Η Τάσω, νουβέλα κι αυτή με δράση στην επαρχία και με διάθεση που δεν έχει ξεμακρύνει πολύ από την ατμόσφαιρα της ηθογραφίας, μας κρατάει ως εκεί που απλώνεται η αφήγησή της. Καμιά προέκταση, καμιά συνέχεια. Αλλά το Όνειρο της Κλάρας και η Αδερφή γίνονται σταθμός. Ενώ είμαστε στο τέλος του βιβλίου, δε μας αφήνουν ν’ αποχαιρετήσουμε. Σύντομα διηγήματα, άρτια στην οργάνωσή τους, και απροσδόκητα. Κλείνουν μιαν έκπληξη και μας προετοιμάζουν για μια μεταβολή. Είναι η στιγμή που ο Χατζόπουλος κρίνεται μες του και δεν ανησυχεί για καμιά ξένη κρίση. ΄Εκαμε το πιο επικίνδυνο, το πιο τολμηρό και το τελευταίο του πήδημα, κ’ έφτασε στο Φθινόπωρο.
Αν ήθελε κανείς να σταθεί μόνο στα εξωτερικά γεγονότα, δε θα είχε να πει πολλά για την υπόθεση του Φθινόπωρου. Δυο οικογένειες σε μία παραλιακή επαρχιακή πόλη, έδρα νομού, που δένονται από κάποια μακρινή αλλ’ ακαθόριστη συγγένεια και χωρίζονται από κάποια παλιά αλλά και πάλι άγνωστη διαφορά ∙ ένας νέος δικηγόρος, ο Στέφανος, στη μία οικογένεια∙ μια λεπτή, μια εύθραυστη κοπέλα, η Μαρίκα, στην άλλη∙ και γύρω τους άλλες δυο κοπέλες, η Ευανθία και η Φιφίκα, πιο γήινες και τολμηρές, κι άλλοι δυο άντρες, ο νομάρχης κ’ ένας λοχαγός. Κι ακόμα, ο παπούς, η γιαγιά, τα ιγγλέζικα που φορτώνουν στο λιμάνι, η λέσχη, η νομαρχία. Κι αμέσως από την αρχή ο μυστικός και ωραίος δεσμός Στέφανου και Μαρίκας, η μουσική μιας διακριτικής, μιας αθόρυβης αγάπης, κ’ έπειτα η συμφιλίωση των δύο οικογενειών, το άνοιγμα ενός εξωκκλησιού από τη γιαγιά που ήθελε την ειρήνη και τη γαλήνη, λίγο αργότερα το ξεπόρτισμα της Φιφίκας με το λοχαγό και η δύσκολη θέση του νομάρχη που είχε εκτεθεί μαζί της, κι ακόμα πιο αργά, το σβήσιμο της Μαρίκας και η κατάπληξη, η οδύνη, το κενό στην ψυχή του Στέφανου. Παντού φθινόπωρο, τόνος χαμηλός, φως ελαττωμένο, νάρκη, υποψίες και αμφιβολίες, βήματα αθόρυβα, άνεμοι που βγαίνουν όχι απ’ όλους τους ασκούς αλλ’ από ορισμένους, μόνο από εκείνους που έγιναν δεκτοί στην πόλη και στη ζωή του Φθινόπωρου, και θερμοκρασία που την κανονίζει, με τον υδράργυρο στο χέρι, ο συγγραφέας του. Και σε πολλές σελίδες του αφηγήματος η «λευκή όψη του παπού σαν προσωπίδα». Είναι κρεμασμένη η προσωπίδα αυτή πότε πιο ψηλά, πότε πιο χαμηλά, άλλοτε πίσω από το τζάμι ενός παράθυρου και κάποτε χωρίς το τζάμι. Τι θέλε; Τι ζητάει; Είναι ένας ήσκιος μόνο; Είναι η Μοίρα; Κανείς δεν έμαθε και κανείς δε θα το μάθει. Ο παπούς θα τρέχει πίσω από την υπηρέτρια του σπιτιού, θα ρωτάει πάντα για τα σπίρτα, κ’ εμείς θ’ απορούμε: τι τα θέλει, που ζει, και πως παρουσιάστηκε επίσημος, με τη μαύρη ρεδινγκότα του, λίγο πριν ξεψυχήσει η Μαρίκα;
Χαμένος κόπος η προσπάθεια να μετρηθεί το Φθινόπωρο και να κατανοηθεί με τη λογική. Όλα μιλούν στις σελίδες του, κι όλα σωπαίνουν. ΄Όλα υπόσχονται, κι όλα, μόλις θελήσεις να τα πλησιάσεις, αποτραβιούνται, κάνουν μικρά και τρομαγμένα βήματα προς τα πίσω και χάνονται σε βάθος τέτοιο που δεν μπορεί να τα παρακολουθήσεις. Σε μιαν εξονυχιστική ανάλυση του Φθινόπωρου, ο Τέλλος ΄Αγρας δίνει ένα μοναδικό χαρακτηρισμό. Τον παπού, αυτή τη λευκή όψη που είναι σαν προσωπίδα, τον ονομάζει «αγωγό του φόβου και του αγνώστου». Μα δεν είναι ο μόνος αγωγός μέσα στο έργο. Κάθε πρόσωπο είναι κ’ ένας αγωγός, πότε του φόβου, πότε του αγνώστου, πότε και των δυο μαζί. Στο Φθινόπωρο, όλα υπαρκτά και όλα ρευστά, αέρινα, ανύπαρκτα. Ο τόπος ορισμένος: η παραλιακή επαρχιακή πόλη. Μα και κάθε επαρχιακή πόλη. Οι άνθρωποι με τα ονόματά τους. Με τα ονόματα αυτά τίποτε δεν τα καρφώνει στους κατόχους των, δεν τα γεμίζει μια καθορισμένη ζωή που δεν μπορεί να είναι άλλη. Και τα ονόματα, λοιπόν, ανήκουν στα πρόσωπα του Φθινόπωρου, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλα. Τα ιγγλέζικα που φορτώνουν στο λιμάνι, - γεγονός σημαντικό - δεν τα είδε κανείς. Τα ακούν όμως όλοι, τους δίναν τα σχήματα που θέλουν και τα χρώματα που ονειρεύονται. Ανάμεσα στα πράγματα και στον αναγνώστη πάντα μια απόσπαση, πάντα ένα περιθώριο. Κι από την αρχή ως το τέλος ένας φύλακας άγγελος του βιβλίου που προστάζει κ’ επιβάλλει: Μη ζητάς περισσότερα, μην απαιτείς καθαρότερα∙ άκουγε τη μουσική των φθινοπωρινών ψυχών, μένε στη μαγεία της, απολάμβανε την με όλη την ευαισθησία σου, μην απλώνεις όμως χέρι, μην αφήνεις την περιέργειά σου να γίνει βέβηλη και να προχωρήσει πίστευε, πίστευε, και μην ψάχνεις.
Έχουμε φτάσει, - κι ο αναγνώστης των σελίδων του Φθινόπωρου που ακολουθούν πρέπει να είναι ειδοποιημένος για τούτο, - έχουμε φτάσει πια σε περιοχή, όπου η ποίηση και η πεζογραφία έκαμαν και νομιμοποίησαν, με τ’ αποτελέσματα που παρουσιάζουν, ανταλλαγές σημαντικότατες. Εδώ η περιγραφή και η πληροφορία έχουν σταθεί παράμερα κ’ έχουν αφήσει όλο το χώρο στο σύμβολο, στο μισό λόγο, στην ασυμπλήρωτη φράση∙ κι ακόμα, η αφήγηση έχει διπλώσει τα φτερά της, έχει μείνει απλώς σκελετός, λεπτός κορμός και γύρω άφθονος, σπάταλος διάκοσμος. Είναι το άγνωστο για τη λογοτεχνία μας. Είναι η νέα ελληνική πεζογραφία. Οι πρώτες ρίζες της βρίσκονται στο συμβολισμό. Είναι ο συμβολισμός μεταφερμένος από το ένα έδαφος στο άλλο, από τον έμμετρο στον πεζό λόγο. Και η μεταφορά δεν έχει γίνει μόνο μ’ ενθουσιασμό. Παραστέκει μια πείρα πολυδοκιμασμένη, πολυβασανισμένη, ένα κοντύλι που γνώρισε κ’ εδάμασε πρώτα τον πεζό λόγο στο κανονικό, στο γνωστό έδαφός του. Και η μεταφορά αυτή, η μεταβολή, αν θέλετε, όρμησε αδιάλλακτη, ασυμβίβαστη. Όχι δισταγμοί, όχι μέσες λύσεις. Αισθητική επανάσταση σωστή, θαρραλέα, φτασμένη στην άκρη. Και η γοητεία ολόκληρη, όπως από κάθε ξάφνιασμα. Ολόκληρη όμως ως το τέλος; Και στο δεύτερο, και στο τρίτο διάβασμα; Δεν το πιστεύω, δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Το Φθινόπωρο, που άνοιξε όλες τις πόρτες του κι όλα τα παράθυρα στο διακοσμητικό στοιχείο για να περιορίσει το αφηγηματικό και το ρεαλιστικό, έγινε βαρύ από το ίδιο τούτο το στοιχείο. Δε γονάτισε, αλλά χρειάστηκε να δεχτεί ένα μέρος από το βάρος κι ο αναγνώστης. Κι από τη στιγμή αυτή ο αναγνώστης προσφέρει πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορεί να του ζητήσει ο λογοτέχνης, - σε οποιοδήποτε είδος λόγου. Είχε συμπληρώσει με τη διαίσθησή του αρκετά κενά, είχε κάνει άλλες τόσες ερμηνείες για να παρακολουθήσει τα πρόσωπα του Φθινόπωρου στις συζητήσεις τους, που λες πως άρχισαν πριν από πολλή ώρα και δεν υπολογίζουν τους νεοφερμένους, - είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει υποχρεώσεις που δεν τις φαντάστηκε όταν άνοιξε το βιβλίο. Και συλλογίζεται, κρίνει. Μα δεν προφταίνει ούτε να σκεφτεί, ούτε να κρίνει πολύ. Το πεζογράφημα δίνει τις τελευταίες σελίδες του. Και γυρίζει πάλι η γοητεία κυρίαρχη, άπιαστη, ακαθόριστη.