Καρβέλης Τάκης, «Κωνσταντίνος Χατζόπουλος »
 
 
Η παλαιότερη πεζογραφία µας - Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο τόμος Ι ΄ 1900-1914, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, Σσ.112-113
 
 
Όταν ο Χατζόπουλος επιστρέφει στην Ελλάδα, έχει ήδη γράψει και δημοσιεύσει τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής Τάσω, Στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα. Όπως είδαμε, τα τρία τελευταία διηγήματα προμήνυαν την τάση για μια γραφή περισσότερο υπαινικτική, ρευστή και εσωστρεφή. Η νέα του δοκιμή δεν κατατείνει πλέον στην απεικόνιση χαρακτήρων, αλλά στην υποδήλωση ψυχικών καταστάσεων. Η επίδραση που δέχτηκε από την ατμόσφαιρα των βόρειων τόπων και την ανάγνωση αντίστοιχων λογοτεχνικών κειμένων είναι, χωρίς αμφιβολία, φανερή. Στις βασικές του γραμμές το τοπίο του μυθιστορήματος διαθλά βιωμένες καταστάσεις και αποχρώσεις του βόρειου τοπίου, στο οποίο κατεξοχήν ανήκουν ο ουρανός, η θάλασσα, τα σύννεφα που κινούνται συνεχώς σε συνάρτηση με το εναλλασσόμενο και κυμαινόμενο ηλιακό φως και τη μαγεία ενός άλλου φωτός, οι διαβαθμίσεις του δειλινού και της καταστερισμένης νύχτας. Ο αφηγηματικός λόγος του μυθιστορήματος, τα κεντρικά πρόσωπα, οι διάλογοι τους εναρμονίζονται πλήρως με αυτόν τον κόσμο των λεπτών αποχρώσεων, των διαβαθμίσεων και των φθινοπωρινών ενατενίσεων. Ελλειπτικός και βαθύτατα μουσικός, ακολουθεί το ρυθμό αυτών των μουντών και ποικίλων αποχρώσεων του εξωτερικού κόσμου της φύσης και του εσωτερικού της ψυχής. Η εσωτερική ζωή της Μαρίκας και του Στέφανου, των δυο κεντρικών προσώπων, δέχεται τη συνεχή επίδραση αυτών των λεπτών αποχρώσεων του εξωτερικού κόσμου. Εγκαταλειμμένα σε μια μυστική επικοινωνία μαζί του, οσάκις συνομιλούν, ο διάλογος τους καταντά μονόλογος, δεν καταλήγει πουθενά.
Αν και το τοπίο του μυθιστορήματος έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το τοπίο των βόρειων χωρών, εντούτοις έχει κάποια συνάφεια και με το τοπίο της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Αυτή η φυσική ακινησία, που σε ώρες φθινοπωρινής ή χειμερινής ευδίας αντανακλάται στο βυθό της λιμνοθάλασσας, εναρμονίζεται απόλυτα με την εσωτερική ακινησία της καθημερινής επαρχιακής ζωής, όπως την έζησε ο συγγραφέας και την αποτύπωσε μέσα του από τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Εκτός όμως από το φυσικό, και το κοινωνικό υπόβαθρο είναι καθαρώς ελληνικό. Όλα τα πρόσωπα, εκτός από τη Μαρίκα και τον Στέφανο, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους ανθρώπους της ελληνικής επαρχίας: τα μίση τους, τα μικροσυμφέροντα τους, τα κουτσομπολιά τους, τις καθημερινές τους βόλτες, τις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις κ.τ.λ. Τους βαραίνει, βέβαια, ένας θάνατος: ο θάνατος της μικρής αδελφής του Στέφανου. Η ανάμνηση αυτού του θανάτου καθορίζει τη ζωή τους στις καθημερινές τους σχέσεις κι αφήνει τη θλίψη της σε τραγούδια λυπητερά και ρομαντικά. Όλα αυτά είναι απολύτως ενταγμένα στο ρυθμό μιας αστικότροπης επαρχιακής ζωής και συνθέτουν την εικόνα μιας ατμόσφαιρας έντονα ρομαντικής, φιλτραρισμένης και απαλλαγμένης από κάθε αισθηματικό πλεόνασμα. Έτσι, η ανυπαρξία μιας αυθεντικής ζωής, η γενική ακινησία και ατονία της αποκτά κάποιο βάθος, που στην επιφάνεια του επιπολάζουν τα τετριμμένα της καθημερινής ζωής και στον πυρήνα του οι βαθύτερες ανησυχίες της Μαρίκας και του Στέφανου.