Καραντώνης Ανδρέας, Φαναριώτικη και επτανησιακή ποίηση
 
Αθήνα 1987, Επικαιρότητα. Σσ. 167-170
 
 
 

                Αφήσαμε τελευταίο το δεύτερο μετά από το Σολωμό σημαντικότερο εκπρόσωπο του ιόνιου πνευματικού πολιτισμού, τον Κερκυραίο Ιάκωβο Πολυλά (1825-1896). Μέσα από τις πολλές και ποικίλες φιλολογικές εργασίες του, αναδείχθηκε σαν ο πρώτος χρονολογικά και σπουδαιότερος από την άποψη του «είδους», κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Φύση ανώτερη πνευματικά, φανέρωσε αυτή του την ανωτερότητα από το γεγονός ότι, αν και πολύ νεότερος από το μολαταύτα μεγαλοφυή και τόσο «πεπαιδευμένο» Σολωμό, τον επηρέασε τόσο, ώστε να τον κάνει να μετατρέψει με ενθουσιασμό την ποίηση του από την υμνωδία και το τραγούδι προς ανώτερες συνθετικές συλλήψεις με τις καθολικές «ενοράσεις-ιδέες», όπως οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Πάντως, μέσα από όλες τις ασχολίες και τις ενεργητικότητες του Πολυλά, το ανώτερο θεωρητικό του μυαλό κέντρο είχε το ιδανικό της ποίησης. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει μια βασική αλήθεια, πως η Ποίηση και ο Ποιητής, σαν θεσμοί και εκφράσεις των Εθνών και των Πολιτειών, βρίσκονταν σε πολύ υψηλή θέση —σχεδόν στο κέντρο των πνευματικών ενδιαφερόντων της ολότητας.

                Βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και της σύγχρονής του ευρωπαϊκής, ο Πολυλάς είχε αναπτύξει μέσα του βαθύτατο το αίσθημα και το νόημα της ποίησης σαν μεγάλης και δύσκολης Τέχνης. Αυτό του το αίσθημα και το πνευματικό όραμα για την Τέχνη, το ενσάρκωσε στη διαπεραστική κριτική του ματιά ο Σολωμός. Βέβαια, η προσπάθεια να γονιμοποιήσει το Σολωμό με τρόπο απόλυτα ικανοποιητικό δεν τελεσφόρησε παραλίγο, εξαιτίας και του δύσκολου χαρακτήρα του ποιητή μα και των δεινών περιστατικών της οικογενειακής του ζωής και τραγικής περιπέτειας. Μα το σολωμικό του έργο το αποτελείωσε ο Πολυλάς με άλλο τρόπο, πιο θετικό: με τη διάσωση, την περισυλλογή, την ανάγνωση, και την κατά το δυνατό «τακτοποίηση» όσων χειρογράφων βρέθηκαν του Σολωμού. Και προσθέτοντας σ' αυτά τα περίφημα «Προλεγόμενά» του, βιογραφικά και αισθητικό-κριτικά στοιχεία της ζωής και του έργου του ποιητή, κυριολεκτικά τον ξαναγέννησε, τον «αναστήλωσε», όπως θα έλεγαν οι αρχαιολόγοι, και μας τον παρέδωσε σαν ένα συγκολλημένο μα αριστουργηματικό αρχαίο καλλιτέχνημα, «κτήμα ες αεί» του ελληνισμού.

                Δίχως την πρόνοια που έστειλε τον Πολυλά προστάτη άγγελο του Σολωμού, ζήτημα είναι αν θα υπήρχε, αν θα είχε αξιοποιηθεί όπως αξιοποιήθηκε το έργο του. Ο Παλαμάς, μάλιστα, που τα «Προλεγόμενα» του για το Σολωμό, στην έκδοση «Μαρασλή», έρχονται σε σημασία και βαρύτητα αμέσως μετά τα πολυλαϊκά προλεγόμενα, σε γράμμα του προς φιλικό του πρόσωπο [βλ. Κ. Π. «Αλληλογραφία», τόμος Β' (1916-1928), εκδ. «Ίδρ. Κ. Παλαμά»], ορθά κοφτά διατυπώνει τη γνώμη πως «δίχως Πολυλά δεν θα είχαμε Σολωμό». Φυσικά, αυτό είναι ένα ζήτημα που μπορεί αιώνια να συζητιέται, αλλά οπωσδήποτε έχει τεθεί.

                Επικρατεί η γενική άποψη πως κάθε αληθινός κριτικός (δηλ. κάθε κριτικός που δημιουργεί και δεν περιορίζεται μόνο στο να εκδίδει κατηγορηματικές αποφάσεις για την αξία των λογοτεχνικών έργων) είναι και ένας «εν δυνάμει» ποιητής. Γιατί καλός πεζογράφος πρέπει να είναι οπωσδήποτε κάθε κριτικός. Διαφορετικά, κινδυνεύουν να χαθούν οι απόψεις του και οι ιδέες του. Κι ο Πολυλάς, αυτός ο τόσο βαθύς και λεπταίσθητος «ποιητικός άνθρωπος», δεν ήταν μόνο ένας «ποιητής εν δυνάμει», αλλά και ένας ποιητής που με τις δημιουργικές και τόσο σοβαρές και επιμελημένες και νεοελληνικά ευαισθητοποιημένες μεταφράσεις έργων μεγάλων, όπως τα δυο ομηρικά έπη και η «Τρικυμία» και ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ, έδειξε πως ήταν κάτοχος τέλειος μιας στιχουργικής όχι μόνο τέλειας σαν τεχνικής, μα και με εσωτερική ποιητικότητα που με την κάποια της γλωσσική λογιοσύνη μας δημιουργεί την ιδέα ενός εκφραστικού ενδιάμεσου ανάμεσα στο Σολωμό και στον Κάλβο, μολονότι βάση αυτού του ιδιώματος είναι μια εξευγενισμένη δημοτική, πολύ πιο συντηρητική από τη σολωμική.

                Και το ότι ο Πολυλάς μπορούσε να γράψει και ποιήματα δικά του, δε μας το βεβαιώνουν μόνο οι μεταφράσεις του, μα και τα λίγα στιχουργήματα που μας άφησε, ανάμεσα στα οποία στέκουν σε υψηλή θέση τα δυο του σονέτα «Μια πρώτη αγάπη» και προπαντός το σαγηνευτικά προσωπικό και βαθύ για τον πνευματικό του καημό σονέτο «Ο Ερασιτέχνης». Μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλατωνική-εγελειανή, εκφράζει το βαθύ καημό του που δεν μπόρεσε να είναι ή να γίνει ένας «πλήρης ποιητής», όπως ήταν ο Σολωμός και άλλοι σύγχρονοί του. Κι αν ήταν στη φύση του να μη «γίνει ποιητής», αυτή του την αδυναμία την εξαγόρασε με τον «Ερασιτέχνη», ένα από τα διαμάντια όχι μόνο της νεοελληνικής σονετογραφίας, μα και όλης της ποίησης μας. Φαινόμενο που αντιστοιχεί με την περίπτωση του Πλάτωνα, Μέγας ποιητής στο πεζό, λαμπρός επιγραμματοποιός στα ελάχιστα και σύντομα στιχουργήματά του. Σε μερικά υψηλά πνεύματα λειτουργεί κρυφά μέσα τους μια συναλλαγή ανάμεσα στην ποίηση και την κριτική, που μας είναι δύσκολο και κάποτε αδύνατο να ξεχωρίσουμε τα όριά τους. Τέτοια είναι η περίπτωση του Ιάκωβου Πολυλά, ενός από τους γενάρχες και συνάμα τους κρυστάλλινους καθρέφτες της επτανησιακής λογοτεχνίας.