Καρβέλης Τάκης, «Στράτης Μυριβήλης»
 
 
Η μεταπολεμική Πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τομ. ΣΤ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, Σσ.133-136
 
 
Στο Η Παναγιά η Γοργόνα, αντίθετα, η αφήγηση θα κινηθεί ανάμεσα στη ρεαλιστική απόδοση της καθημερινής ζωής, που εγγράφεται σ' ένα καθαρώς ηθογραφικό πλαίσιο, και στην προσπάθεια δημιουργίας μιας ατμόσφαιρας περισσότερο ποιητικής και εξωπραγματικής. Στη σφαίρα του πραγματικού εντάσσεται η ιστορία των λαϊκών ανθρώπων της Σκάλας, που προσπαθούν να επιβιώσουν. Στη σφαίρα του παραμυθικού και εξωπραγματικού θα κινηθούν κυρίως τα πρόσωπα της υπέργηρης θεία-Περμαχούλας και της νεαρής Σμαραγδής. Η πρώτη αποτελεί τη ζωντανή παρουσία του παρελθόντος, που εκφράστηκε με το παραμύθι, και τις λαϊκές δοξασίες. Βλέπει ό,τι οι άλλοι δεν μπορούν να δουν με τα μάτια των αισθήσεων. Τη δεύτερη η αφήγηση προσπαθεί διαρκώς να την παρουσιάσει σαν νεραϊδογέννημα και να τη συνδυάσει με τις παραδόσεις της ελληνικής φυλής. Έχοντας όλα τα γήινα χαρακτηριστικά, η Σμαραγδή μπαίνει ξαφνικά στη ζωή των λαϊκών ανθρώπων και με τα χαρακτηριστικά ενός ξωτικού, που δεν μπορεί να εναρμονιστεί απόλυτα μαζί τους.
Εκτός όμως από την καθημερινή ζωή των λαϊκών ανθρώπων (ρεαλιστικό στοιχείο) και τη ζωή της Σμαραγδής (εξωπραγματικό στοιχείο ενταγμένο στο πραγματικό), ο αφηγητής προσπαθεί να δώσει κι όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του τόπου και του λαού: το φυσικό στοιχείο και ιδίως τη θάλασσα, τις καθημερινές, αγροτικές και κυρίως θαλασσινές ασχολίες του, το βραδινό ξέδωμα στο καφενείο και τα νυχτερινά του ξεφαντώματα, τους εφηβικούς έρωτες κτλ. Από την άποψη αυτή ο αφηγητής ανιστορεί, σε εικόνες καθαρά ρεαλιστικές, την εποποιία και την ποίηση της καθημερινότητας, μέσα στην οποία όμως εντάσσεται όχι μόνο η κοινωνική ζωή των ανθρώπων, αλλά και η παρουσία δύο εξίσου ζωτικών στοιχείων, της (φύσης και της θάλασσας. Δίνοντας όμως περισσότερο ένα μυθιστόρημα συνόλων κι όχι προσώπων, προσπαθώντας να εναρμονίσει τα ρεαλιστικά στοιχεία της ζωής με την εξωπραγματική παρουσία της θεια-Περμαχούλας και κυρίως της Σμαραγδής, ο αφηγητής υποκύπτει συνεχώς στο ηθογραφικό πλαίσιο των αναπαριστώμενων ιστοριών, χωρίς να κατορθώσει να διαποτίζει την ατμόσφαιρά του με την αίσθηση του μεταφυσικού δέους και του εξωπραγματικού. Έτσι, η αφήγησή του γεμίζει, συνεχώς με εικόνες από τις οποίες αναδύεται, περισσότερο η γραφικότητα του καθημερινού και λιγότερο η ποίησή του. Κι αν ο τύπος της θεια-Περμαχούλας γίνεται περισσότερο πειστικός, αυτό κυρίως οφείλεται στο ότι ο αφηγητής μένει πιστός στο πρότυπο των παιδικών του εμπειριών χωρίς να καταβάλλει καμιά προσπάθεια να την περιτυλίξει με την σαγήνη ενός εξωανθρώπινου όντος. Αντίθετα, ο τύπος της Σμαραγδής, καθολοκληρίαν πλαστός, ανταποκρίνεται περισσότερο στις προθέσεις του συγγραφέα, ο οποίος θέλησε να συνενώσει στο πρόσωπό της ποικίλες παραδόσεις του ελληνικού λαού. Ζει ανάμεσα στους ανθρώπους σέρνοντας τη φήμη της νεραϊδογεννημένης, που εδώ δεν ξεπλανεύει βέβαια τους νέους, αλλά τους κρατά σε απόσταση, και επιμένοντας στην παρθενική της καθαρότητα τους οδηγεί στην καταστροφή. Η εξωπραγματική της όμως υπόσταση δεν αναβρύζει μέσα από μια υπαινικτική και γεμάτη από το δέος του μεταφυσικού αφήγηση.
[…]
Αν θα ήθελε κανείς να διαγράψει, τη συγγραφική πορεία του Στρατή Μυριβήλη, με βασικό κριτήριο την εκάστοτε σχέση του με την γύρω του πραγματικότητα και τις εκφραστικές του αναζητήσεις, θα τοποθετούσε στην αφετηρία της τη Ζωή εν τάφω και τις δυο πρώτες συλλογές διηγημάτων του, τις Κόκκινες ιστορίες και τα Διηγήματα. Αντλώντας κυρίως από τις εμπειρίες του πολέμου ή της γύρω του ζωής, ο συγγραφέας, με έντονα τα αντιπολεμικά και αντιμιλιταριστικά συναισθήματα, θα βρει διέξοδο σε μια γραφή πληθωρική και ερεθιστική, που συνεχώς ταλαντεύεται ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και τον τρυφερό φυσιολατρικό λυρισμό. Στο μεταίχμιο αυτής της πορείας θα τοποθετούσε τη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που εξέφρασε, την προσπάθεια του Μυριβήλη να γοητεύσει τον αναγνώστη του, στηριζόμενος και πάλι στις εμπειρίες του πολέμου, μ' ένα συναρπαστικό ερωτικό μυθιστόρημα. Στη συνέχεια θα κατέτασσε τα πεζογραφήματα Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Ο Παν, και Η Παναγιά η Γοργόνα, που κόβουν τις γέφυρες προς το παρόν και οδηγούν τον συγγραφέα στο παιδικό του παρελθόν. Το αποτέλεσμα, όπως είδαμε, ήταν γόνιμο και δημιουργικό· ο μελετητής όμως του έργου του θα δυσκολευόταν να προσδιορίσει το ακριβές στίγμα των τεσσάρων συλλογών διηγημάτων του, Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσινί βιβλίο(1959). Συγκρινόμενα με τα παραπάνω έργα του, που τα διακρίνει μια σαφής, αποτελεσματική και γόνιμη βούληση του συγγραφέα, που κατορθώνει πάντοτε να εναρμονίζει τα βιώματά του με μιαν αντίστοιχη γραφή, κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη ενός θεματικού κέντρου και μιας γενικότερης ομοιογένειας των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών του στόχων. Εκτός από την ποικιλία των θεμάτων, που παρουσιάζουν τα διηγήματα (διηγήματα από εμπειρίες του πολέμου, της επαρχιακής ζωής και του αθηναϊκού περίγυρου, από τη θρησκευτική ιστορία κτλ.), παρουσιάζουν και μια σαφή απόκλιση από τη γραμμή, που ο συγγραφέας χάραξε κατά την πρώτη και δεύτερη περίοδο της δημιουργικής του εργασίας. Αντίθετα, εκείνο που τα διέπει κυρίως είναι η επιδίωξη ενός λόγου περισσότερου πεζού και συνήθους, κοινού και καθημερινού. Το αποτέλεσμα, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τα αντίστοιχα επιτεύγματα των πεζογραφημάτων της πρώτης και δεύτερης περιόδου, που ανωτέρω επισημάναμε, ποικίλλει. Όσα διηγήματα αντλούν τις ιστορίες τους από τις εμπειρίες του πολέμου και της επαρχιακής ζωής, διατηρούν κάποια γνησιότητα και αυθεντικότητα στην παρουσίαση των καταστάσεων και στη διαγραφή των χαρακτήρων. Όσα όμως αντλούν τις ιστορίες τους από τον αθηναϊκό χώρο και πιο πολύ αντικατοπτρίζουν τις ιδεολογικές προθέσεις του συγγραφέα, φανερώνουν την προσπάθειά του να στεριώσει τους μύθους του σε πρόσωπα και καταστάσεις, που δεν τις έχει βιώσει και δεν του είναι οικείες. Παρά τις οποιεσδήποτε αρετές τους, όλα τα διηγήματα και των τεσσάρων συλλογών ακολουθούν πορεία κάπως ανεξάρτητη και παράπλευρη προς τη γραμμή που ακολούθησε από τις Κόκκινες ιστορίες ως το Η Παναγιά η Γοργόνα.