Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης»
 
 
Η μεσοπολεμική Πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τομ. Β΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, Σσ.343-346, 363-364
 
 
Ο Βενέζης συνδέθηκε με μια δραματική στιγμή του ελληνισμού: με τη συμφορά της Μικράς Ασίας, που εσήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και την είσοδο σε μια νέα εποχή. Και συνδέθηκε όχι ως απλός παρατηρητής των γεγονότων, αλλά με τις άμεσες τραυματικές του εμπειρίες και την ατομική του περιπέτεια: πρώτα, ως αιχμάλωτος και σκλάβος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής· ύστερα, ως πρόσφυγας που έζησε τον καημό της χαμένης πατρίδας· τέλος, ως νοσταλγός, προσπαθώντας ν' αναστήσει με τη μνήμη το χαμένο καιρό και το χαμένο κόσμο του. Το τελευταίο τούτο στάθηκε αφορμή να του καταμαρτυρήσουν μερικοί, ότι περιορίστηκε στον στενά ιδιωτικό του χώρο και δεν έδωσε το έπος της μικρασιατικής τραγωδίας στις μεγάλες του διαστάσεις, όπως απαιτούσε το θέμα. Ωστόσο, αν από τη μια μεριά δεν έφτασε —και δεν το επιδίωξε, άλλωστε,— να δώσει το έπος, μια και η ίδια η φύση και τα όρια της τέχνης του δεν ευνοούσαν κάτι τέτοιο, από την άλλη, άνοιγε έτσι το δρόμο προς μια εσωτερικότερη αντιμετώπιση των γενικών καταστάσεων μέσα απ' το πρίσμα του εγώ και της ιδιωτικής γραμμής και, σε ώρα αλλαγής της ψυχολογίας και της ευαισθησίας, έφερνε μιαν ανανέωση σε θέματα δοσμένα ως τότε με αδρά περιγράμματα και αντικειμενικότερη θεώρηση, ανεξάρτητα απ' το τι τελικά κατόρθωσε ή κι αν δεν μπόρεσε ν' ανταποκριθεί, από ένα σημείο και ύστερα, με την ίδια επιτυχία στους στόχους του.
Ό,τι κυρίως προσδιορίζει τον Βενέζη είναι ο βιωματικός χαρακτήρας, ο υποκειμενισμός, το κλίμα της υποβολής κι ένας επώδυνος τόνος συναισθηματισμού και τρυφερότητας, που μετά το τρίτο-τέταρτο βιβλίο του φτάνει κι ως τη γλυκερότητα. Η πεζογραφία του παραμένει κατά βάση βιωματική, κι η ιδιοτυπία του έγκειται στο ότι μέσα απ' τον υποκειμενισμό του και το αυτοβιογραφικό στοιχείο παρουσιάζει γενικές και ομαδικές καταστάσεις, όποιες έζησε απ' τα μικρά του χρόνια και σφράγισαν τη ζωή του, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και την προσωπική του στάση. Κι όταν ακόμα η διήγηση εμφανίζεται σε τρίτο πρόσωπο, κι όταν θέλει να δίνει την επίφαση της αντικειμενικότητας, η παρουσία του συγγραφέα εξακολουθεί να προβάλλει ευδιάκριτα πίσω απ' τις ιστορίες του, καθώς ολόκληρη αναδύεται και πάλι απ' την αμετακίνητη συνήθως οπτική του γωνία κι από την τεχνική, τα εκφραστικά μέσα και το ύφος, απ' όπου δημιουργείται το ιδιαίτερο κλίμα κι ο τόνος του. Ύφος λιτό και μάλλον μικροπερίοδο, άλλοτε κοφτό, με απότομα σταματήματα της ροής του λόγου και μονολεκτικές ή σχεδόν μονολεκτικές φράσεις, ώστε περισσότερο να υποβάλλει παρά να δηλώνει τα σημαινόμενα, αφήνοντας κάποιαν αοριστία και κάποια προέκταση σε όσα λέγονται και σε όσα δε λέγονται, για να εκφραστούν καλύτερα μέσα απ' τη σιωπή.

«Η ψυχολογική ροπή του Βενέζη προς ο, τι ασύλληπτο και φευγαλέο», παρατηρεί χαρακτηριστικά κι ο Αντρέας Καραντώνης, «τον οδήγησε στην αντίληψη και στο δούλεμα μιας μορφής πεζού λόγου σχεδόν ιδεαλιστικής· μιας τέχνης δηλαδή αφηγηματικής που αντλεί τα μορφικά στοιχεία της από το στενά και κυριολεκτικά εννοημένο λυρικό υποκείμενο. Στην περιοχή της τέχνης αυτής το λυρικό υποκείμενο είναι που εκδηλώνεται πάντοτε σαν αμετάβλητη πραγματικότητα, ενώ ο εξωτερικός κόσμος με τ' αντικείμενά του δείχνεται σαν αβέβαιος και σα φευγαλέος, ρευστός και μορφοποιημένος πάντα σύμφωνα με τη βούληση του υποκειμένου. [...] Γι' αυτό ο τρόπος γραφής του Βενέζη συγγενεύει πιο πολύ με τη σιωπή, με το ανολοκλήρωτο μίλημα, με την ακινησία και την απόμακρη μουσική της λειψής φράσης παρά με τον ξεκάθαρο ήχο, την κίνηση και το χρώμα του δουλεμένου πλαστικά πεζογραφικού λόγου. Σωπαίνοντας, για ν' ακούσει τις φωνές της ζωής, που ανεβαίνουνε από το εσωτερικό του, παραδίνεται σε μιαν ακινησία που απλώνεται κάποτε σ' ολόκληρο το λογοτεχνικό του σώμα και το βυθίζει σε μια κατάσταση αισθητικής υπνηλίας. Όμως μέσα από τους κύκλους της σιωπής αυτής, όπου οι πλαστικές δυνάμεις της ζωής αδρανούνε, για ν' ακουστεί ίσως κάποιο μήνυμα, φτάνει ως εμάς συχνά το παρατεταμένο και σιγαλό μίλημα της εγκαρτέρησης, της καλωσύνης, της αγάπης, του καλοκάγαθου πατριαρχικού λυρισμού.»

Αυτή, βέβαια, είναι η μια πλευρά. Γιατί στον Βενέζη υπάρχει ο λυρισμός, ο υποβλητικός λυρισμός κι ο γλυκανάλατος λυρισμός. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του: ο ρεαλισμός. Καθαρότερο ρεαλισμό, ακόμα και νατουραλισμό, χωρίς φανερές αναμίξεις, συναντάμε μόνο στο πρώτο του βιβλίο Ο Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα και, κατά μέγα μέρος, στο δεύτερο Το Νούμερο 31328, μολονότι κι εκεί, παρ' όλο το ζοφερό κλίμα, δεν παύουν ν' αναδύονται κάποιες λυρικές νύξεις, πίσω από ένα χιούμορ πικρό, που αγγίζει τα όρια του σαρκασμού. Στα διηγήματα του πρώτου βιβλίου πρέπει να προσθέσουμε και δύο ακόμα εξ ίσου ρεαλιστικά, γραμμένα τον ίδιο καιρό: το βραβευμένο στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας «Ο θάνατος» και το «Η νέα φωνή». Αντίθετα δηλαδή απ' ό,τι συχνότερα συμβαίνει με άλλους, που ξεκινούν με λυρικά στοιχεία, για να περάσουν κατόπιν στα ρεαλιστικά ή να συνδυάσουν τα ρεαλιστικά με τα λυρικά, ο Βενέζης παρουσιάζεται στην αρχή ρεαλιστής, ενώ το λυρικό στοιχείο υπολανθάνει, κι αργότερα επικρατεί το λυρικό και το ονειρικό, χωρίς να πάψει να συνυπάρχει και το ρεαλιστικό, κάνοντας κάθε τόσο λιγότερο ή περισσότερο έντονη την παρουσία του, αλλά δίχως να επισκιάζει πια την επικράτηση του λυρικού και του συναισθηματικού τόνου.
Η εναλλαγή λυρισμού και ρεαλισμού έχει άμεσο αντίχτυπο και στο ύφος. Κι ο Ε. Π. Παπανούτσος, εξετάζοντάς τον από υφολογική άποψη, τον χαρακτηρίζει «διφυή, δισυπόστατο», και διαπιστώνει ότι

«πότε μεταχειρίζεται τον ένα τύπο, πότε τον άλλο, ανάλογα με το είδος του θέματος και με την ψυχική του διάθεση. Τον ένα θα τον έλεγα αρχαϊκό· ο Βενέζης τον έχει ξεσηκώσει από τη γλώσσα του λαϊκού χρονικού· μικρή, λιτή φράση, δροσερή, απλοϊκή, που εκφράζει το νόημα με αμεσότητα, χωρίς περιστροφές, πηγαίνει ολόισα στα "πράγματα". Τον άλλο λυρικό· αυτός έχει κάτι το "ονειρώδες" [...], χρώμα ποιητικό· εκφράζεται με υποβλητικές, συμβολικές εικόνες και μοιάζει με τραγούδι χωρίς μέτρα· γλώσσα συγκινημένη, μουσική· φέρνει το αποτέλεσμα πλάγια, έμμεσα».

Στις κατά τα άλλα εύστοχες παρατηρήσεις του Παπανούτσου πρέπει να προσθέσουμε κι έναν τρίτο τύπο: τον μικτό, επικρατέστερο όπου η αφήγηση ισορροπεί κάπου ανάμεσα στους δυο άλλους, όταν ιδίως πίσω απ' το ρεαλιστικό στοιχείο υποβάλλεται το λυρικό ή όταν πίσω απ' το λυρικό συνυπάρχει το ρεαλιστικό.
Η ανάμιξη αυτή του ρεαλιστικού με το λυρικό και του ονειρικού με το πραγματικό και η επικράτηση του λυρικού τόνου οδηγεί μετά τα δυο πρώτα βιβλία την τέχνη του, μέσα απ' την υπαινικτικότητα και τις προεκτάσεις του ύφους, πολύ κοντά στην τέχνη του συμβολισμού, ώστε θα μπορούσε κανείς, καθώς σωστά το επισήμανε ο Γιάννης Χατζίνης, «να ζητήσει τις ρίζες του στον εσωτερικό μονόλογο και στο συμβολισμό, με μια μαλακή καμπύλη που θα συμφιλίωνε τον εσωτερισμό του με τις πραγματικότητες της ζωής». Το διήγημα «Τα νερά», στη συλλογή Αιγαίο, είναι ήδη ένα άριστο συμβολιστικό διήγημα, βγαλμένο —θαρρείς— απ' την ίδια τη σχολή της συμβολιστικής πεζογραφίας. Για «συμβολική έκφραση του φαινομένου της ζωής» μίλησε και ο Φιλανδός Hagar Olsson. Μα γενικότερα ο συμβολισμός του, χωρίς να έχει καμιά εξάρτηση απ’ την προγενέστερη συμβολιστική πεζογραφία, τη συνεχίζει και την ανανεώνει, καθώς εμφανίζεται είτε διατηρώντας αόριστα μονάχα την ατμόσφαιρα και το συμβολιστικό κλίμα, είτε με σύμβολα που αντιπροσωπεύουν μια πιο συγκεκριμένη σημασία, όπως η βουή του πελάγου στο διήγημα «Η βουή» (Αιγαίο), το φίδι στον «Ακήφ» (αρχικά στο Αιγαίο, κατόπιν σε χωριστή έκδοση και τώρα στη συλλογή Άνεμοι) ή το ξερίζωμα των τριαντάφυλλων του γιατρού Δημήτρη Βένη στο μυθιστόρημα Γαλήνη.
Η πεζογραφία του Βενέζη είναι, προπάντων, μουσική· ένας λόγος παραπάνω, για να βρίσκεται κοντύτερα στον συμβολισμό. Η περιγραφική και παραστατική του τέχνη στηρίζεται στην υποβολή, κι από το ζωγραφικό στοιχείο έχουν μείνει η εκφραστικότητα του μισοτελειωμένου σχεδίου και σπανιότερα το χρώμα, ή μάλλον κάτι απ’ τους ονειρικούς ιριδισμούς του χρώματος. Και οι ήρωές του είναι τύποι ακουστικοί. Πιο βαθιά αισθάνονται ακούγοντας παρά βλέποντας. Η γριά στη «Βουή», αντί να κοιτάζει το πέλαγος, ενώ περιμένει τους δικούς της να γυρίσουν απ’ τις θάλασσες, κάθεται στο καλύβι της κι ακούει τη βουή του. «Ατέλειωτες μέρες και νύχτες, από παιδάκι, έμαθε ν’ ακούει αυτή τη βουή. Ν’ ακούει και να σωπαίνει, όπως μπροστά στα εικονίσματα. Κι η Βάσω, η δεύτερη γυναίκα του Γλάρου στη Γαλήνη, «άκουε το μακρινό θόρυβο» των τραίνων «και ύστερα πάλι γινόταν ησυχία, και πάλι ο αέρας ψιθύριζε καθαρά στα φύλλα». Ως και τα ξεριζωμένα δέντρα, αντί να τα βλέπει, καθώς τα κατεβάζουν οι καταρράκτες μπρος στα μάτια της, ακούει το θόρυβό τους. «Ακούεται το βαθύ σαλαγητό που κάνουν τα νερά σαν πέφτουν, κι από καιρό σε καιρό ένας ακόμα θόρυβος πιο άγριος: τα ξεριζωμένα δέντρα που κατεβάζουν τα νερά από ψηλά».
[…]
Αν ο Βενέζης είχε αξιοποιήσει ισοδύναμα όλο αυτό το υλικό σ' ολόκληρη τη γραμμή της πορείας του, θα ήταν ένας απ' τους πρώτους ανάμεσα στους συνοδοιπόρους του. Δε θα τον εμπόδιζαν σε τούτο ο χαμηλωμένος τόνος, ο υποκειμενισμός κι ο εσωτερισμός του κι η απατηλή εξωτερική όψη της πεζογραφίας του. Από ένα σημείο και πέρα όμως, έμεινε εσωτερικά αμετακίνητος, κι η πορεία του, τόσο ποιοτικά όσο και ουσιαστικά, άρχισε ν' ακολουθεί αντιστρόφως ανάλογη εξέλιξη, ώστε αντί να προχωρεί και ν' ανανεώνεται, να χάνει βαθμιαία την πραγματική βάση, περνώντας απ' το πραγματικό στο μυθοποιημένο πραγματικό, κι από την υποβολή των συναισθηματικών καταστάσεων στον γλυκανάλατο συναισθηματισμό, με αποτέλεσμα όλο και πιο πολύ να υποχωρεί στα περισσότερα κείμενά του ο ρεαλισμός κι ο υποβλητικός λυρισμός, για να επικρατήσει κατά ένα μεγάλο μέρος η γλυκερότητα και η τυποποίηση.
Τα σημάδια της κάμψης σημειώνονται στο βιβλίο του ακριβώς με τη μεγαλύτερη αναγνωστική και μεταφραστική επιτυχία: την Αιολική γη, μολονότι παρουσιάζει ακόμα αρκετή διαφοροποίηση απ' τα προηγούμενα. Πιο πριν, μιλούσε δίνοντας τα ίδια τα πράγματα, αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να μιλάει «με τα λόγια» και τα κατακτημένα ως τότε εκφραστικά μέσα. Η διάθεση και το κλίμα διατηρούνται, μα έχει χαθεί σε αρκετό βαθμό το εσωτερικό αντίκρισμα, όσο κι αν ο ρεαλισμός του δεν παύει να συνυπάρχει κάτω απ' τη λυρική επιφάνεια —κι εδώ και στη συνέχεια— και να επικρατεί κάποτε κατά διαλείμματα, διεκδικώντας τα δικαιώματά του. Κι είναι από τα λίγα σημεία που θα συμφωνήσω με την κριτική του Λαούρδα —αν και όσα παρατηρεί συμβαίνουν περισσότερο στην Έξοδο —το ότι μια απ' τις κυριότερες αδυναμίες της Αιολικής γης αποτελεί το «ξέφτισμα της λέξης», δείγμα —ας προσθέσουμε—εξασθένησης και της ουσίας. «Εξωτερικά όλες οι λέξεις είναι επιβλητικές— έννοιες ποσότητας, δύναμης, έννοιες αφηρημένες, λέξεις με κεφαλαίο το αρχικό, άλλες αισθηματικώτατες, από μέσα όμως είναι όλες κούφιες». Κι αν όχι όλες και παντού, οπωσδήποτε όλο και συχνότερα.