Διαμαντόπουλος Αλ, «Διαβάζοντας την Eroica Κοσμά Πολίτη»
 
 
Τα Νέα Γράμματα, 5 1939, Σσ.62-72
 
 
«Εποποιία του πρώτου εφηβικού ονείρου είναι η Eroica του Κοσμά Πολίτη. Στη
σκηνή της αντικρύζονται δυo κόσμοι: ο κόσμος των «μεγάλων» που βαδίζουν, στα
μάτια του παιδιού που γίνεται έφηβος, τον άδοξο δρόμο των συνθηκολογήσεων πάνω
στους στίβους των αμαρτιών του χθες, προς ένα αύριο χωρίς ανησυχίες, χωρίς
ιδανικά, χωρίς ομορφιά• και ο κόσμος όπου τα όντα που κινούνται με τον ασίγαστο
πόθο της αναζήτησης της «αγνής μορφής» δοκιμάζουν το πέταμα που μισεί κάθε
έννοια σκοπιμότητας: ψυχές που ζούνε ακόμα σκοτεινά, μάταια, θανάσιμα
προβλήματα, που νιώθουν μέσα τους τους «δαίμονες» του φωτός και του σκότους να
παλεύουν αγώνα βουβό και δίχως έκβαση.
Ο ήρωας της Eroica, ζωή διπλή, Αλέκος και Παρασκευάς, κατοικεί στη χώρα όπου η
ανάμνηση και το προαίσθημα ενώνουν τις πνοές τους, που το κάθε σημείο της του
είναι απίστευτα, αφάνταστα οικείο, σα να είναι ο κόσμος που τον περιβάλλει εκεί
ένας ακόμα εαυτός του που ζει μες στο συναίσθημα του και όπου προβάλλονται τα
άπλαστα κοιτάσματα του, το γίγνεσθαι και το δέον του. Κινούνται εκεί τα όντα σε
μιαν ιδιότυπη κλίμακα: του ονείρου που γεννιέται αυθύπαρκτο και απάντεχο,
δίνοντας δικές του αξίες στα πράματα, συνείροντας μες στο νόμο του, όπως αυτό
θέλει, μορφές που έλκουν την ύπαρξη τους απ’ τον κόσμο των συναισθηματικών
δυνάμεων και φαντασμάτων.
Πλάι στον Αλέκο, στο κάπως δυσκίνητο παιδί που δεν ήταν ούτε από τους πρώτους
ούτε από τους πιο αξιοπρόσεχτους, που ήξερε μονάχα να λέει «λόγια παράξενα», οι
άλλοι όλοι αποτελούν συμβολικές μορφές πολύ ζωηρότερες, ακριβώς γι’ αυτό, επειδή
ενσαρκώνουν εκείνο που αυτός άφηνε να περνάει μέσα στ’ όνειρό του, επειδή ζουν
αυτό που εκείνος δοκίμαζε μόνο και που μ’ αυτό πειραματίζονταν. Κλείνουν μέσα
στη μικρή ομάδα τους,• εκείνοι και τα γεγονότα που τους συνδέουν και τους
συγκρούουν, όλο τον κόσμο όπως κινιόνταν μέσα στη συναισθηματική σφαίρα του
παιδιού που άφηνε τα είδωλα του να το χαϊδεύουν, να το ερεθίζουν, πιστό κι αυτό στο
placet experiri σαν τον άλλον εφηβικόν ηρώα, τον Hans Castorp του Thomas Mann.
[...]
Η πρώτη κατάσταση με την οποία παίρναμε επαφή, μόλις μπαίνομε στον κόσμο της
Eroica είναι η ατμόσφαιρα του αρχαίου ελληνικού γυμνασίου, το πνεύμα του
θαυμασμού προς την υπέρτατη εφηβική μορφή, προς το γενναίο και το ωραίο.
Μέσα στον μικρόν όμιλο των παιδιών ξεχωρίζει έ ένας, ο αρχηγός, που στη μορφή
του προσηλώνεται ο θαυμασμός των άλλων. Ο Λοΐζος, το παιδί του έρωτα, το ποίημα
του πάθους που εκσφενδονίστηκε στη ζωή απ’ τη μοναδική αστραπή της καρδιάς
μιας μητέρας που τόλμησε μες στη μικρήν επαρχιακή σφαίρα να ζήσει τη μέθη της
ολοκλήρωσης του ονείρου, εκείνου που καμιά ψυχή δεν ένιωθε το δικαίωμα ν'
αδράξει• έτσι σαν για να δικαιώσει, λες, όλα τα χαμένα όνειρα του κόσμου, θα
περάσει μπροστά μας εραστής μιας μητρικής ανάμνησης υπέροχης, ονειρεμένης, που
έσβυσε κρατώντας τον για πάντα προσηλωμένο στη γοητεία της, κλειστός και
αποτραβηγμένος στον εαυτό του, στη δύναμη και την ομορφιά του, λάτρης της
ομορφιάς που σμίγει με την ανδρεία. Είναι ανάμεσα στους άλλους το σύμβολο του
ηρωικού που ζει πέρα από κάθε σκέψη υπολογισμού. Αρχαίος έλλην με αίμα της
φυλής των βόρειων κατακτητών, αδιαφορεί μπροστά στη φυσική ένδεια με την οποία
του παρουσιάζεται η γυναικεία μορφή. Με τα σοβαρά, φωτεινά του μάτια χαμογελάει
στα μάτια που τον καθρεφτίζουν, στην ιδανική, συγγενική μορφή του άλλου, του
ΚΑΛΟΥ ΠΑΙΔΟΣ, του άξιου να ονομάζεται εταίρος του.
Εκείνος, ο Αντρέας, παρίσταται μέσα στο δράμα με μόνο το θάνατο του, ήρωας
απαλλαγμένος από κάθε ανθρώπινη, περιττή εκδήλωση, σαν υπέρτατη μορφή
δράσης. Και τέτοια η παρουσία του εκτείνεται πέρα απ' το θάνατο, καθηλωμένη απ’
αυτόν μέσα στο θρύλο, προς το μέλλον. [...]
Η θανή του δε στέρησε τους εταίρους του από ένα αγαπητό ον, από ένα σύμβολο
μονάχα. Άνοιξε ένα κενό μέσα στην πίστη της αθανασίας της φωτεινής, ανενδεούς
μορφής, άνοιξε το σκοτεινό κόσμο του χάους, των μυστικών αισθήσεων, των
ταραγμένων ονείρων, των ακυβέρνητων προαισθημάτων, των θανάσιμων πόθων
γέννησε την πίστη στη μυστική συζυγία της φθοράς με τον έρωτα, που το φάσμα της
θα τον πολιορκήσει από δω και μπρος. Ο Βενιαμήν Μορένο κι ο Γκαετάνο είναι οι
σκοτεινοί ιερουργοί της συζυγίας αυτής, από μια διαφορετικήν άποψη ο καθένας. Το
πνεύμα ενός θηλυκού μυστικισμού που απορροφά γλυκερά τις αισθήσεις, που ζητεί
στην ψυχή να του παραδοθεί, να γαληνέψει μέσα του, και το πνεύμα του άγριου
μυστικισμού της τιμωρίας, του «dies irae», του αδυσώπητου κριτή, εκτείνουν μέσα
στο συναίσθημα του Αλέκου τις σκιές τους πάνω στην τρυφερήν ουσία της Μόνικας.
Η μορφή, τα λευκά δάχτυλα της, συγχέονται κάποτε στις ονειροπολήσεις του με του
Βενιαμήν και η σκοτεινή δύναμη που κατέχει τον Γκαετάνο έρχεται τιμωρός στην
ώρα της κατάκτησης της, της υπέρτατης πλήρωσης του έρωτα...[...]
Πλάι στην αλώβητη φωτεινή μορφή του Αντρέα, που μέσα της το ιδανικό δεν είχε
ακόμα διασπασθεί απ’ το ζωντανό ον, [η Μόνικα] δεν είναι παρά ένα αδύναμο
είδωλο. Ζει μιαν ύπαρξη χρυσής αχτίδας, αλλά τη ζει γύρω στο σκοτεινό δράμα που
το προαίσθημα τοποθετεί μέσα της. Δεν είναι η πρωταρχική, ανενδεής μορφή του
παραδείσου, όπως εκείνος∙ μορφή που δεν πιστεύει στην ύπαρξη της καταστροφής•
είναι μια μικρή Εύα πούχει μέσα της τον καρπό της γνώσης, του πόθου και του
θανάτου. Μορφή δυαδική που η μια ζωή της δε θ’ αφήσει ποτέ τον Αλέκο να κάνει
δική του την άλλη χωρίς να καταστραφεί. Εραστής της ιδανικής ύπαρξης της,
απορροφάται απ’ το μυστήριο της άλλης, της άγνωστης και σκοτεινής που συγγενεύει
με τον Βενιαμήν Μορένο και ζητεί με αγωνία εξιλέωση μέσα στον Γκαετάνο. Κάτι
ανεξιχνίαστο τον τραβά προς αυτήν, μια τυφλή δίψα πειραματισμού. Έτσι ολοένα
στρέφεται γύρω στο είδωλο του κι όλο πλησιάζοντας το βρίσκεται απ’ αυτήν την
άλλην ύπαρξη πιο χωρισμένος απ’ αυτό.
Δεν είναι όμως μονάχα το σκοτεινό προαίσθημα που τον κρατεί μακρυά απ’ την
οπτασία της Μόνικας. Είναι και η χώρα που τοποθετεί το είδωλο του που τον
εμποδίζει να την πλησιάσει, όχι σαν ιδέα, αλλά σαν ον τούτη τη φορά. Είναι η
περιοχή του σπιτιού, του μυθικού αυτού περιβολιού που την κρατάν φυλακισμένη,
που δίχως εκείνα δε θάταν γι’ αυτόν υπαρκτή, που δεν ξέρεις ποτέ αν είναι αυτά η τη
Μόνικα που το αγόρι αναζητεί.
Γιατί μες στο έργο το σπίτι όπου μένει ο Αλέκος δεν αναφέρεται σχεδόν, είναι το
σπίτι που σκεπάζει τα εξωτερικά φαινόμενα της ζωής του και μόνο. Το άλλο, το σπίτι
της Βίβας, είναι εκείνο που κάθε άνθρωπος διατηρεί ζωντανό μέσα του• το σπίτι, το
περιβόλι που τον κράτησε κάποτε στ’ όνειρο της πρώτης τρυφερότητας χωρισμένων
από τον κόσμο των βέβηλων.[...]
Μέσα στο παληό αυτό όνειρο βρίσκει ο Αλέκος τη Μόνικα, αλλά η ίδια η παρουσία
του ονείρου-σπιτιού, του ονείρου-περιβολιού που τον συνδέει μ’ αυτήν, δεν τον
αφήνει να προσηλωθεί στην ύπαρξη της. Κοντά της μοιάζει πάντα ν' αναζητεί μέσα
του τη Βίβα, το φάντασμα του πρώτου χαμόγελου που τον κράτησε με τη γοητεία
του.
Μια αποφασιστική τροπή στην ψυχική κατάσταση του Αλέκου φέρνει φυγή του
Λοΐζου προς την άγνωστη ανάμνηση, προς αυτό που ζητούσε μέσα στη ζωή το
ακαθόριστο και ασύλληπτο που δ θάνατος του Αντρέα τον εγκατέλειψε στην
κυριαρχία του.
Ελευθερωμένος απ’ την προσήλωση στον εταίρο που με συμβολική σημασία φεύγει
κι αυτός μέσα απ’ τη σκηνή, ο Αλέκος μένει αντιμέτωπος με την τελευταία δύναμη
που θα διεκδικήσει την ψυχή του, με το θείο Ανδρόνικο. Το διαπεραστικό βλέμμα
του διαλύει όλα τ’ άλλα φαντάσματα που τον πολιορκούν αναποφάσιστα και
ασχημάτιστα. Κάτω απ’ την προσταγή του φέρεται προς την απογνωσμένη λύση «του
αίματος, της ηδονής, και του θανάτου», προς την κατάκτηση της ζωής, της ξανθιάς
μορφής, μέσα σε μια στιγμή έξαλλη από άγρια χαρά, οδύνη και μεταρσίωση. Είναι
κάτι σαν το τρομερό θανάσιμο άλμα του αλόγου στο Λεμονοδάσος, σαν το άλλο της
Έρσης στην Εκάτη, μα εδώ δεν είναι πια η αναίμακτη τυφλή πληγή, το αόρατο
τραύμα που καταστρέφει το είδωλο: είναι το αίμα της κατάκτησης και της τιμωρίας,
της αυτόβουλα βιωμένης, που έχει αρχή και τέλος μέσα στη ζωή. [...]
Η Eroica μες στην ελληνική πεζογραφία των τελευταίων ετών συντελεί τη
μετατόπιση απ’ τη λογικά ψυχολογημένη πλοκή της πράξης στο κυβερνημένο απ’ τα
ίδια του τα προαισθήματα, απ’ τις ίδιες του τις αναμνήσεις υποκειμενικό όνειρο.
Γεννημένη ποίημα, όχι κατασκευασμένη• δραματικά λυρική απ’ τη συγκέντρωση των
μορφών του δράματος της γύρω στη διάθεση του ονειροπόλου ηρώα• επική απ’ την
αυθύπαρκτη αυτοτέλεια των μορφών αυτών, έχει φτάσει στο σημείο εκείνο όπου τα
νήματα της εξάρτησης τους με τον ποιητή που τις έζησε γίνονται ολοένα πιο αόρατα,
για να εξαφανιστούν και να τις αφήσουν μπροστά μας ελεύθερες, ζώντας απ’ το δικό
του ρυθμό κι όμως ζώντας έξω από την παρακολούθηση του μια αρμονία δική τους.
[...]
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν έβαλε οροθέσια στην περιοχή του ονείρου του. Το παράλογο,
το σκοτεινό και αλλοπρόσαλλο που συνέχουν τη χώρα εκείνη της εφηβικής εποποιίας
όπου αντιμετωπίζονται σε μυστηριώδη, σκοτεινή πάλη τα προαισθήματα, οι
ανήσυχες, διστακτικές συνειδητοποιήσεις, τα θανάσιμα ιδανικά, ο αδιάφορος ρους
της ζωής, δεν προσπαθεί να τα συγκεντρώσει μέσα σ' ένα περίγραμμα, να τα
μορφώσει προς ένα νόημα έξω απ’ αυτά. Μονά τους όμως, μες στις μορφές του
ονείρου του, δικαιώνονται με την ίδια τους αυτοτέλεια, με την ίδια τους αξία, με την
ίδια τους ζωή. Γίνονται πειστικά απ’ την αναγωγή τους στο σημείο εκείνο όπου
μπορεί κάτι να ζει πέραν του λογικού και του παράλογου, πέραν του
συνειδητοποιημένου και του ασυνειδητοποίητου, μια ζωή που μετέχει απ’ το
σύμβολο που εδώ δεν είναι αφηρημένη ιδέα, μα ζωντανή ασύλληπτη παρουσία.
Ο Πολίτης στην Eroica δεν προχωρεί στο χτίσιμο της ονειρικής του χώρας
διαλέγοντας και λειαίνοντας τους λίθους του. Πολύ περισσότερο ενεργεί σαν αυτόν
τον μυθικόν Ορφέα πούχτιζε τους πύργους του ονείρου του φτάνοντας με τα’ όργανο
του ως τη βαθύτατην εκείνη πραγματικότητα, ως την ενδοτάτην εκείνη αρμονία, όπου
κάθε παράταιρο, κάθε ανυπόταχτο, κάθε ασύνταχτο ασήμαντο λιθάρι του εαυτού μας
παίρνει νόημα πλάι σ’ άλλα, υπάκουο σε μια μαγική δύναμη, κι έρχεται να υψώσει το
έργο που δονεί βαθύτατα την ύπαρξη μας. [.,.]
Αυτό που ιδιαίτερα θέλω να τονίσω είναι η υποβολή που αναδίνει η παρουσία —και
η βουβή ακόμα παρουσία— των όντων σε κάθε σελίδα σχεδόν του βιβλίου. Συχνά το
πέρασμα ενός προσώπου στο βάθος της σκηνής, μια συνάντηση που στο διάλογο η τα
συμβάντα της δεν κλείνει τίποτα το ιδιαίτερο πέφτει μες στα ρευστά κοιτάσματα των
παιδικών ονείρων σαν πέτρα που το μυστικό κύμα της τα διατρέχει ως τα βαθύτατα
όρια τους γεννώντας μια οξύτατη εσωτερική διαμάχη, μια βαθύτατη συναισθηματική
μεταβολή. 'Έτσι ο Γκαετάνο παρουσιάζεται πάνω στη σκηνή της παντομίμας για να
σκιάσει με το μαύρο κι οδυνηρό ράσο του την οπτασία με το τούλινο, φραουλί
φορεματάκι. Έτσι ο Φρερ Ινιάς και ο κ. Μοντεκούκκουλι παρουσιάζονται μες σ’ αυτό
το περιβόλι το τόσο απίθανα τοποθετημένο στη χώρα της μνήμης προοιωνίζοντας την
καταστροφή του. Ο κύριος πρόξενος δεν είναι εδώ το φάσμα του κόσμου των
«μεγάλων» αυτών που σαν αδέξιοι και κακόβουλοι οδοστρωτήρες περνούσαν πάντα
πάνω στα όνειρα, κι ο ραβδοσκόπος ιησουίτης δεν είναι ο ιερουργός της ίδιας
δύναμης που συνέτριβε το Γκαετάνο, ένας απ’ αυτούς τους σκοτεινούς και μυστικούς
κριτές της συνείδησης πούξεραν να κάνουν τα παιδιά να περπατάνε σαν κοριτσάκια
στο δρόμο κάτω από τις ομπρέλλες τους χωρίς όνειρα και χωρίς υπέροχες ορμές; [...]
Τέτοιες κι οι εικόνες που περνάνε μπροστά μας, εικόνες που δεν περιέχουν τίποτα το
αξιοσημείωτο —τα λιγώτερο εκπληκτικά όνειρα είναι κάποτε τα πιο υποβλητικά—
μα που κάνουν τη στιγμή που τα ζει να εκτείνεται ρυθμός ατέλειωτος μες στη θύμηση
και το προαίσθημα. Ο Λοΐζος που στέκει παράμερα απ' τους άλλους κοντά στη
θάλασσα περιμένοντας ν' αρχίσουν τ' αγωνίσματα — θυμάται κανείς τον Αχιλλέα
όταν αγναντεύει στις ώρες της συντριβής τη θαλάσσια μητέρα του τη Θέτιδα,— μια
συνάντηση στο πέλαγος με δυο θαλασσοπόρους που περνάνε αμίλητοι, ένα τετράδιο
μουσικής που η ανοιξιάτικη πνοή γυρίζει τα φύλλα του δείχνοντας δυο τίτλους
τραγουδιών: Morgenstimmung... Der Wanderer..., ένα ψάρι που ξαναπέφτοντας στη
θάλασσα ξαφνιάζει τη σιωπή του απογεύματος, ένα θραύσμα διαλόγου πάνω σ’
ασήμαντα πράγματα, ένας στίχος τραγουδιού,... να εικόνες ανύποπτα βαθειές
πούχουν φτάσει σ’ ένα νόημα απίστευτα μύχιο. Με μερικούς στίχους που τραγουδεί,
μ’ ένα «χαμόγελο άσπρων δοντιών» γεννιέται η μορφή της Βερενίκης. Στίχοι που
τίποτα δε λένε, που υποβάλλουν βαθύτατα.
Η ίδια εξέλιξη προς το μυχιαίτερο και το αυθύπαρκτο μαζί διακρίνει το ατένισμα της
φύσης. [...] Στην Eroica [...] και το όραμα της φύσης ζει μια ύπαρξη αυτόνομη. Η
παρουσία της που ποτέ δεν είναι χωρίς σημασία, που ποτέ δεν είναι στο περιθώριο,
αλλά ζει πάντα μέσα στη δράση, έχει φτάσει μ’ αυτήν σ’ εκείνην τη βαθειά
ανταπόκριση που την κάνει να μη θυσιάζει ποτέ την ίδια της αυτονομία. Κάτω κι από
φευγαλέες ακόμα εικόνες της Eroica νοιώθεις τη φύση όχι σαν πράγμα που έχει ζήσει
μέσα στον ποιητή ως αξία ωρισμένων μόνον καταστάσεων,, αλλά σαν ένα ρυθμό που
ταυτίζεται μαζύ του ως τις τελευταίες ρίζες των στιγμών της ζωής του. Και κάθε
στιγμή της φύσης που περνάει μέσα στο έργο, στιγμή που φαίνεται τόσο τυχαία, τόσο
ανύποπτη, εκτείνεται μέσα του και μέσα μας τόσο βαθειά κι είναι βουβά τόσο
συνδεδεμένη με τα πιο μύχια σκιρτήματα των πόθων, των αναμνήσεων και των
προαισθημάτων μας, που στον καθένα θάρθει πάντα στα χείλη να πει πώς «η άνοιξη
εκείνη πάει να μοιάσει ολότελα με κάποια φετεινή», πως «η άνοιξη εκείνη πάει να
μοιάσει» με κάποια δική του.»