Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ., «Σχόλιο στο Ελεύθερο Πνεύμα και στην Αργώ»
 
 
Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966). Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, Αθήνα 2005, Σσ.920-926
 
 
Αντιγράφω από το τέταρτο μέρος του Ελεύθερου Πνεύματος:

Μην ξεχνάτε πως πρόκειται για αγόρια και κορίτσια του εικοστού αιώνα, αρκετά πρωτότυπα πλάσματα. Η νιότη τους, αν εκφραστεί ποτέ σε στίχους, μπορεί να σας παραξενέψει. Δεν ξέρω τίποτα. Κανείς δεν ξέρει τίποτα από πριν. Μα φαντάζουμαι κάποτε τους αυριανούς ποιητές της Ελλάδας πολύ διαφορετικούς από τους ποιητές που γνωρίσατε ως σήμερα. Τους φαντάζουμαι ρωμαλέα παιδιά, γυμνασμένα, με ελεύθερες κινήσεις και ζωηρά χρώματα. Δίνουν ματς, οδηγούν φυσικά αυτοκίνητο και βρίσκουν πως 100 χιλιόμετρα την ώρα είναι μια πολύ φρόνιμη ταχύτητα, μερικοί οδηγούν και αεροπλάνο. Ζουν τολμηρά γιατί είναι αποφασισμένοι να μη χάσουν τον καιρό τους σ' αυτόν τον κόσμο, να γεμίσουν την ύπαρξη τους όσο μπορούν περισσότερο, να αισθανθούν όσο το δυνατό βαθύτερα. Βρίσκουν πολλή ομορφιά στη μεγάλη ορμή του αιώνα τους κι αφού βρίσκουν ομορφιά, να είστε βέβαιοι πως κάποτε θα βρουν και τέχνη. Ποιος μπορεί να προβλέψει σήμερα τί είδος τέχνη θα είναι; Θα είναι πάντως κάτι εντατικό και βαθύ, μια έξαρση για ζωντανούς. Ένα αεροπλάνο, στον ουρανό της Ελλάδας, απάνω από τον Παρθενώνα, αναδίνει μια αρμονία καινούργια που δεν τη συνέλαβε ακόμα κανείς. Η λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές. Μια αισθητική μορφώνεται αυθόρμητα μέσ' στον αέρα που αναπνέουμε. Αυτός ο «πεζός και υλιστικός» αιώνας κρύβει μέσ' στην ανεξερεύνητη ψυχή του πολύ περισσότερη ποίηση από ότι νομίζουν οι δάσκαλοι μας. Άλλα πρέπει κάποιος να λάβει τον κόπο να την ανακαλύψει. Είναι η ώρα κατάλληλη για τολμηρούς σκαπανείς.

Η παράγραφος αύτη του Ελεύθερου Πνεύματος έρχεται αμέσως μετά την καταδίκη του Καβάφη — ο Καρυωτάκης έχει νωρίτερα διαγραφεί — την οποία επισφραγίζει ο στίχος

Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει...

που προκαλεί στον Ορέστη Διγενή απόλυτη αποστροφή.
Στην παράγραφο, λοιπόν, αυτή εμπεριέχονται, αφενός, η σημαντικότερη από τις καταστατικές αρχές της διαφορετικής ποίησης που ευαγγελίζεται το νεανικό δοκίμιο και, αφετέρου, το κατεξοχήν σύμβολο της, η λεωφόρος Συγγρού, σύμβολο μαζί και του 20ου αιώνα.
Η διατύπωση της καταστατικής αρχής που ήδη ακούσατε είναι εξαιρετικά σαφής, ωστόσο μπαίνω στον πειρασμό να την υπομνηματίσω με το στίχο

Με χωρίς Καρυωτάκη-Πολυδούρη

από το ποίημα «Χορός συρτός» του Σκαρίμπα, όπου ο ποιητής ως αναγκαία προϋπόθεση ενός χορευτικού θαλασσινού ταξιδιού και ενός τραγουδιού για σιρόκους θεωρεί την εγκατάλειψη του αυτοκτόνου ποιητή και της θρηνητικής ποιήτριας. Οι νέοι ποιητές του Ελεύθερου Πνεύματος, «ρωμαλέα παιδιά», θα μπορούσαν να παραλλάξουν τον σκαριμπικό στίχο έτσι:

Με χωρίς Καρυωτάκη ουδέ Καβάφη —

δίχως τις αλγεινές φωνές τους.
Ο αναγνώστης, λοιπόν, του Ορέστη Διγενή, παίρνοντας στα χέρια του, πέντε χρόνια αργότερα, την Αργώ, δίκαια θα προσδοκούσε να βρει ανάμεσα στο τσούρμο της έναν, τουλάχιστον, ζωηφόρο ποιητή. Πού αλλού παρά σε ένα πλεούμενο σαν την Αργώ, καράβι
με πανιά και κόντρα φλόκους
θα μπαρκάριζε ο ποιητής που έχει αποταχθεί το θάνατο και το γόο;
Θα συνομολογήσετε ότι πρόκειται για νόμιμη προσδοκία, αν μάλιστα ο αναγνώστης τύχαινε να έχει διαβάσει την «Ποιητική» του Θεοτοκά, ποίημα του 1929, όπου η καταστατική αρχή για την οποία μιλάμε λαβαίνει μορφή στιχηρή:
Θέλω να φεύγει από το χαρτί
(εννοείται το τραγούδι)
σαν ένα αεροπλάνο
ρωμαλέο κι ελαφρό
που κυλά λίγη ώρα στον αγρό
και ξεκολνά
απαλά
από τη γη
κι ανεβαίνει ολοένα ψηλότερα
δίχως δεσμό η σαβούρα
Η ομορφιά είναι λεύτερη
κι απλή.
Είναι η τρίτη στροφή της «Ποιητικής». Το τέλος της:
Θέλω να ψάλω ένα ποίημα
σαν ένα άσπρο αεροπλάνο
στα γαλάζια μεσουράνια
Ο Θεοτοκάς έχει όντως ναυτολογήσει έναν ποιητή στην Αργώ. Εντούτοις, δίχως να έχει μεσολαβήσει, όσο ξέρω, κάποια ρητή αναθεώρηση των ποιητικών αρχών του Ελεύθερου Πνεύματος, προπάντων εκείνη της σωματικής αλκής και της πρωταθλητικής υγείας, ο Αλέξης Νοταράς, ο αργοναύτης ποιητής, δεν είναι καθόλου ρωμαλέος και δραστήριος, αλλά καρδιακός, απόμακρος και ταχυθάνατος. Μολονότι η ποιητική συλλογή του, που μέλλει να τον δοξάσει, τιτλοφορείται Χαρά ζωής, από τους στίχους της, ως φαίνεται, απουσιάζουν εντελώς .τα αεροπλάνα, τα ματς, τα εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Μια πεζή περίληψη της λέει:
Μια γυναίκα περνούσε απαλά στο βάθος των θαμπών εικόνων, αέρινη, εξωτική, σαν καμωμένη από την άχνη των ονείρων κι από το φέγγος των συμβόλων. Μια γυναίκα έφευγε και διαλυότανε συνεχώς μες στο δράμα της ποίησης, μακρυνή, άφταστη, και πάντα παρούσα. Μα πιο πέρα από τους μουσικούς ήχους, η φωνή, η απλή, ανθρώπινη φωνή του νεκρού μιλούσε ήδη μια άλλη γλώσσα, (σ. 452, γ' έκδοση)
Η σύνοψη αυτή δεν επιτρέπει αξιολογικές κρίσεις για την ποίηση του Αλέξη Νοταρά, δεν απαγορεύει πάντως να εικάσουμε πως ο ήχος της φωνής του δεν συγγενεύει ιδιαίτερα με εκείνον του Καρυωτάκη και του Καβάφη. Ωστόσο αποκαλύπτει και κάτι ακόμη, ότι ο ποιητής -της Αργώς δεν ανήκει στους κατακηλημένους από την «πολλή ομορφιά» που βρίσκουν «στη μεγάλη ορμή του αιώνα τους». Τίποτε δεν μαρτυρεί ότι είναι εραστής των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων απεναντίας, στους «αυτόπτες μάρτυρες» είχε δώσει την εντύπωση πως ήταν «ένα παιδί άρρωστο, δειλό, αμίλητο, ασήμαντο» (σ. 464).
Ίσως, μάλιστα, πρέπει να ανακαλέσω, εν μέρει έστω, το «δεν συγγενεύει», γιατί, αν δεν βρύχει τους οδόντας, όπως ο Καρυωτάκης, όμως το μόνιμο μοτίβο που τον συνοδεύει είναι οι στίχοι:
Darkling I listen; and for many a time
1 have been half in love with easeful Death.
Από έναν ποιητή, όπως τον οραματίστηκε το Ελεύθερο Πνεύμα, θα περίμενε να ακούσει κανείς στίχους σαν του Μαρινέτι ή καν του Ουώλτ Ουΐτμαν. Ο Αλέξης Νοταράς κουβαλάει εντός του τη φιλοθάνατη μουσική και τον τάφο του Τζων Κητς.

Θα ήταν ανιαρό, το λιγότερο, να εκθέσω εδώ τα ιστορικά και το περιεχόμενο του συμβόλου «Λεωφόρος Συγγρού». Τα εξιστορεί και τα εξηγεί όλα — και πεντακάθαρα— ο ίδιος ο Θεοτοκάς στο κείμενο του «Ο Σεφέρης όπως τον γνώρισα». Μεταφέρω ωστόσο από το Ελεύθερο Πνεύμα την υπεράσπιση των ποιητών της Λεωφόρου και των συναφών συμβόλων:
Ο λαϊκός τραγουδιστής, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, δεν προέβλεψαν τη Λεωφόρο Συγγρού, τα τραίνα και τ' αεροπλάνα μας, το γύρο της Ευρώπης σε μερικές μέρες, την τζαζ. Επομένως οποίος θελήσει να γράψει γι' αυτά τα πράγματα δεν είναι παρά ένας στείρος μιμητής ξένων τρόπων. Το καθήκον των αγνών Ελλήνων είναι ν' αγνοούν αυτούς τους λεβαντινισμούς και να περιφρονούν εκείνους που έχουν όρεξη να ζουν την εποχή τους. (σ. 23)
Στόχος της νεανικής ειρωνείας είναι ο Φώτος Πολίτης, γιατί
δεν κοιτάζει τη ζωή που κυλά τριγύρω του και δεν κατορθώνει να αισθανθεί το χαρακτήρα αυτής της νεανικής και ζωηρής Αθήνας του εικοστού αιώνα. (σ. 23)
Ύστερα από αυτά και αφού την Αργώ δεν τη χωρίζει από το Ελεύθερο Πνεύμα μια, τουλάχιστον, γεωλογική περίοδος ή ένας, έστω, ωκεανός, η «Λεωφόρος Συγγρού», σε ένα κατεξοχήν αθηναϊκό μυθιστόρημα, έπρεπε να πρωταγωνιστεί, εκθαμβωτική ωσάν από Λιβάνου νύμφη. Να είναι η κεντρική αρτηρία του μυθιστορήματος, να σφύζει και να το αρδεύει με λαμπικαρισμένο αίμα και με τους ρυθμούς της νέας ζωής. Από αυτήν να κατηφορίζει η έξαρση του αυτοκινήτου και η έκσταση του αεροπλάνου. Τέλος, ό,τι θα προσδοκούσα εγώ, αν είχα διαβάσει στα 1929 το Ελεύθερο Πνεύμα και αν είχα εντερνιστεί το πνεύμα της Λεωφόρου Συγγρού, θα ήταν να δω την Αργώ πολύ μακριά από τις συμπληγάδες των τροχαίων συγγρούσεων -το λογοπαίγνιο δεν είναι δικό μου — και πέρα από τα οπωσδήποτε ευεργετικά, πλην κομμάτι μακάβρια επακόλουθα τους. Με τα τελευταία υπονοώ το ποίημα του Θεοτοκά «Επιστημονισμός», γραμμένο τον καιρό που γραφόταν και η Αργώ. Επειδή δεν είναι ευκολόβρετο, το παραθέτω:

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΣΜΟΣ
Είκοσι τρεις καθηγητές του Πανεπιστημίου
κατέβαιναν στο Φάληρο με το λεωφορείο.

Φιλόλογοι, φιλόσοφοι, αρχαιολόγοι και κοινωνιολόγοι,
νομοδίδασκαλοι, παιδαγωγοί κι άλλοι που δεν τους θυμούμαι.

Όλοι μαζί στη λεωφόρο Συγγρού
μιλούσανε για την επιστήμη αφ' υψηλού.

(Όμως την τελευταία στιγμή ο οδηγός δεν πρόφτασε να φρενάρει. Συλλογιζότανε κι αυτός το κορίτσι του που τον γέλασε την περασμένη εβδομάδα μ' ένα λοχία του προτύπου ευζωνικού τάγματος. Έτσι όλη η επιστήμη έγινε θάλασσα και την ήπιανε διάφορα ψάρια, μα δε φαντάζεται κανείς να τους χρησίμεψε σε τίποτα. Τί να την κάμουνε τα ψάρια την επιστήμη;)
Και τώρα τι θα γίνουμε με είκοσι τρεις καθηγητές λιγότερους
και με ψάρια γεμάτα επιστήμη αχρησιμοποίητη;
Είκοσι τρεις καθηγητές, ωιμένα!
έγιναν ψάρια στο γιαλό διακεκριμένα.

Ο «Επιστημονισμός» είναι βέβαια ένα τραγούδι ή, έστω, ένα τραγουδάκι, προφανώς όμως δεν αρκεί για να σώσει τη «Λεωφόρο Συγγρού»: σκώπτει την ακύλιστη γνώση, δεν υμνεί όμως τη ζωή που κυλά. Για τούτο και στην άπλα που παρέχει το μυθιστόρημα, και εν προκειμένω η Αργώ, θα περίμενα να δω τη Λεωφόρο να κυματίζει σα θάλασσα. Δεν τη βλέπω. Αντίθετα, είναι πολύ ορατά ετούτα:

Λεωφόρος Συγγρού.
Η ολόισια μεταλλική λωρίδα του ασφάλτου, από την ξεσκέπαστη πόρτα που σχηματίζουν οι δυο απομονωμένες κολόνες του Διός ως το γαλάζιο ατλάζι του Αιγαίου. Ολόγυρα το ανώμαλο έδαφος της Αττικής, σα στεγνό τσιμέντο. Τα τετράγωνα σπίτια, ανάκατα, βγαλμένα θαρρείς μέσα από τη γη, σαν κομμάτια λαξεμένου βράχου, ζωγραφισμένα με ρεκλάμες πελώριες και αισχρές: κηλεπίδεσμοι, καθάρσια, δημοκοπικοί τίτλοι εφημερίδων... Μες στον ουρανό η Ακρόπολη ταξιδεύει ασάλευτη.
Το μελτέμι πλάκωσε ξαφνικά από τα ανοιχτά του Σαρωνικού, έσπασε σε χίλια σημεία την επιφάνεια του γιαλού, βόισε μες στα φυλλώματα της δεντροστοιχίας, ανεβαίνοντας φουριόζικα προς το Ζάππειο και την Αθήνα. Το αυτοκίνητο στράφηκε απότομα προς τα αριστερά και ρίχτηκε στη λεωφόρο του Παλαιού Φαλήρου. Τα κύματα έσκασαν στην ακρογιαλιά, πολύ κοντινά, βαθύχρωμα, μυρωδάτα από αρμύρα και φύκια.
Ο Νικηφόρος Νοταράς ακούμπησε πίσω το κεφάλι, παραδομένος στην ταχύτητα του αμαξιού.
—Πού πρόκειται να πάμε; ρώτησε άκεφα.
—Οπουδήποτε, αποκρίθηκε η Όλγα Σκινά χωρίς να τον κοιτάζει.
Κοίταζε τη θάλασσα, αλλά δεν έβλεπε τίποτα.
«Που πάω;» ρωτούσε μέσα του ο Νικηφόρος. «Πουθενά!» Η λέξη αντηχούσε άγρια στην ψυχή του, δίνοντας του το αίσθημα ενός τρομερού κενού μέσα του και γύρω του και παντού. «Πουθενά!» Μα τι γρήγορα που κυλά ο καιρός, με την ταχύτητα, θαρρείς, αυτής της δαιμονισμένης μηχανής στην ακτή του Φαλήρου. (Οι μπιραρίες είτανε σημαιοστολισμένες για κάποια ναυτική εορτή, κ’ οι γαλανόλευκες κυμάτιζαν χαρούμενες απάνω στο φόντο της θάλασσας και του ουρανού. Σα να αναδίνανε, ακόμα κ' οι σημαίες, δροσιά και αρμύρα. Μια φανφάρα βρόντησε, κάπου εκεί τριγύρω, ένα γουστόζικο μαρς οπερέττας. Λαός, φωνές, γελοία γυναικών, τρεξίματα παιδιών και σκυλλιών...) Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, τι γρήγορα! Και πόσο όμοια, μονότονα, άχρωμα! Άλλοτε κάθε χρόνος που περνούσε είχε το χρώμα του, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, το ιδιαίτερο νόημα του. Σχημάτιζε μες στο παρελθόν μια εικόνα εντελώς ξεχωριστή από τις άλλες, πρωτότυπη και αυτάρεσκη. Κάθε χρόνος και, μες σε κάθε χρόνο, κάθε εποχή. Τώρα ο καιρός δεν είχε πια χρώματα, δεν άφηνε στη μνήμη μεγάλες, ζωηρές και πλούσιες τοιχογραφίες. Είτανε διάφανος και ανούσιος. Κυλούσε ορμητικά κ' είτανε σα να μην κυλούσε. Πάντα ίδιος και άδειος. Ό,τι πέρσι και φέτος. Τα ίδια και του χρόνου. «Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει». Μα τι συνέβηκε και άλλαζε ο χρωμαστιμός του καιρού;

Σχεδόν απίστευτο: η «Λεωφόρος Συγγρού» εκτροχιάζεται ή εκβράζεται στη στάχτη ενός στίχου, με τον οποίο ο Ορέστης Διγενής καπάκωσε το φέρετρο της καβαφικής ποίησης.
Διατείνομαι, λοιπόν, ότι μια, τουλάχιστον, θεμελιώδης αρχή και μαζί της το ευρηματικότερο σύμβολο του δοκιμίου Ελεύθερο Πνεύμα αναιρούνται έμπρακτα στην Αργώ.
Δεν με θλίβει καθόλου αύτη η ασυνέπεια.