Βαγενάς Νάσος, «Ο ουτοπικός σοσιαλισμός των αδελφών Σούτσων», στο Συλλογικό τόμο, Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα
 
[Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν], Ηράκλειο 1997, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Σσ. 43-46
 
 
 

 

                Ένας από τους λόγους της σημερινής επανεκτίμησης της παλαιότερης πεζογραφίας μας είναι η απομάκρυνση από τα πάθη του δημοτικιστικού αγώνα, που δεν μας επέτρεπαν να δούμε απροκατάληπτα το έργο των πρώτων πεζογράφων του ελληνικού κράτους. Μεταξύ των θυμάτων αυτού του αγώνα είναι και τα μυθιστορήματα Ο Λέανδρος του Παναγιώτη Σούτσου (1834) και Ο Εξόριστος του 1831 του αδελφού του Αλέξανδρου (1835). Θα πρέπει να σταθούμε στην περίπτωση των Σούτσων, γιατί η στάση μας απέναντι τους παραμένει προκατειλημμένη και γιατί το έργο τους επιτρέπει να καταλάβουν μια θέση καλύτερη από εκείνη την οποία κατέχουν στη νεοελληνική πεζογραφία και ιστορία των ιδεών.

                Το ποιητικό έργο των Σούτσων, μολονότι θαυμαζόταν στον καιρό του ως μεγάλο αισθητικό επίτευγμα, σήμερα είναι αντικείμενο καλλιτεχνικής περιφρόνησης. Και τούτο γιατί τα μείζονα κείμενα τους, εκείνα με τα οποία οι δύο αδελφοί πίστευαν ότι θα έλαμπαν στο ποιητικό στερέωμα των μεταγενέστερων (ο Οδοιπόρος και ο Μεσσίας του Παναγιώτη, ο Περιπλανώμενος και η Τουρκομάχος Ελλάς του Αλέξανδρου), είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα γλώσσα, την οποία οι ιθύνοντες του νέου ελληνικού κράτους πίστευαν ότι έπρεπε να επιβάλουν ως κοινή νεοελληνική. Η αποτυχία των έργων αυτών είναι σήμερα, εξαιτίας της γλώσσας τους, τόσο μεγάλη, ώστε να καλύπτει με τη σκιά της και εκείνα τα κείμενα των Σούτσων που γράφτηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1830, δηλαδή πριν οι δύο ποιητές διαμορφώσουν τις αρχαΐζουσες γλωσσικές πεποιθήσεις τους. Ταυτόχρονα, οι πεποιθήσεις αυτές τους έκαναν να φαίνονται πολιτικά συντηρητικοί στα ματιά των μετέπειτα δημοτικιστών, που ταύτιζαν την πίστη στη δημοτική με την προοδευτική ιδεολογία -και αυτή την εικόνα τους έχουμε κληρονομήσει έως σήμερα (ο Γιώργος Βελουδής μάλιστα φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο Σούτσο «γλείφτη» και «αυλοκόλακα της καμαρίλας του Όθωνα»).

                Και όμως, η απροκατάληπτη ανάγνωση των κειμένων τους δείχνει ότι οι Σούτσοι στην πρώτη τους περίοδο τουλάχιστον αποτελούν την πρωτοπορία της ελλαδικής διανόησης. Η λογοτεχνική και πολιτική τους δραστηριότητα είναι αδιαίρετη, και απορρέει από το ίδιο αίτημα της ελευθερίας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στο σημείο της συνάντησης του Διαφωτισμού με τον Ρομαντισμό. Ως προς την πρώτη, εισάγουν -μαζί με τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή-τον Ρομαντισμό στον ελλαδικό χώρο (αρχές της δεκαετίας του 1830), καθόλου καθυστερημένα σε σύγκριση με τον χρόνο εισαγωγής του στις άλλες (ευρωπαϊκές) χώρες, ιδίως αν σκεφτούμε και την ελληνική πραγματικότητα της εποχής. Εξίσου, αν όχι περισσότερο τολμηρές, είναι οι κοινωνικοπολιτικές τους αναζητήσεις, όπως εκφράζονται τόσο μέσα από τα λογοτεχνικά τους έργα όσο και με τα άρθρα τους, κυρίως στην εφημερίδα Ήλιος, που εξέδιδαν στο Ναύπλιο το 1833 (πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι τα κείμενα αυτά δεν γράφτηκαν όλα από τον Παναγιώτη Σούτσο, και ότι εκφράζουν όλα τις απόψεις και των δύο αδελφών). Το στίγμα αυτών των αναζητήσεων δεν έχει έως τώρα προσδιοριστεί, γιατί, καθώς θεωρούμε δεδομένο ότι η πολιτική τοποθέτηση των Σούτσων αντανακλά απλώς τα τρέχοντα φιλοσυνταγματικά αισθήματα του καιρού τους, διαβάζουμε (αν διαβάζουμε) τα κείμενα τους χωρίς την απαιτούμενη προσοχή.

                Μια ανάγνωση των πολιτικών κειμένων των Σούτσων έξω από το πρίσμα της παραδεδομένης εικόνας τους δείχνει ότι το κοινωνικό όραμα των δύο ποιητών πηγαίνει πέρα από την επιθυμία ενός σύγχρονου συνταγματικού πολιτεύματος. Γιατί παρά το γεγονός ότι είναι στενά μπλεγμένοι στις συγκρούσεις των συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων (έχει ειπωθεί ότι υποστηρίζουν τη «γαλλική» μερίδα του συνταγματικού κόμματος), οι θέσεις που διατυπώνουν σε αρκετά κείμενα τους στον Ήλιο αναπαράγουν ορισμένες από τις ιδέες ενός πρώιμου ουτοπικού σοσιαλισμού για την ακρίβεια απόψεις του Σαιν-Σιμόν, οι οποίες γνώριζαν στη Γαλλία σημαντική απήχηση κατά το τέλος της δεκαετίας του 1820 (εποχή που οι Σούτσοι βρίσκονται στο Παρίσι). Οι σχέσεις των δύο ποιητών με τον Φραγκίσκο Πυλαρινό, τον θεωρούμενο πρώτο Έλληνα σοσιαλιστή, είναι γνωστές, αφού δύο «σαινσιμονικά» κείμενα του Πυλαρινού βρίσκονται δημοσιευμένα στον Ήλιο.5 Αυτό που δεν έχει προσεχτεί είναι ότι η εφημερίδα των Σούτσων δεν αποτελεί απλώς έναν χώρο φιλοξενίας των ιδεών ενός φίλου, αλλά είναι η ίδια όργανο διάδοσης αυτών των ιδεών. Όταν μάλιστα θυμηθούμε ότι στο Ναύπλιο αυτή την εποχή έχει καταφύγει μια ομάδα Γάλλων οπαδών του Σαιν-Σιμόν (μέλη της οποίας, κατ' εισήγησιν του Κωλέττη, έχουν καταλάβει καίριες θέσεις στη διοίκηση του νέου κράτους), και ότι η ομάδα αυτή μαζί με Έλληνες διανοουμένους έχουν συγκροτήσει «Σαινσιμωνικήν Εταιρίαν», είναι φυσικό να σκεφτούμε ότι οι Σούτσοι δεν θα πρέπει να ήταν αμέτοχοι σ' αυτή την κίνηση και ότι ο Ήλιος θα πρέπει να εξέφραζε τις απόψεις ενός ευρύτερου κύκλου ανθρώπων.

                Η πίστη της εφημερίδας στην «κυριαρχίαν των λαών ως πηγήν πάσης ελευθερίας»* η θερμή της υποστήριξη των συμφερόντων των «εργατικών κλά­σεων»· η επιμονή με την οποία προωθεί την υπόθεση της γεωργίας, της βιομηχανίας και του εμπορίου· η υπογράμμιση του ρόλου των συγκοινωνιών στην οικονομική ανάπτυξη· η πεποίθηση για την τελική κατάργηση των πολέμων και τη συνένωση των εθνών σε ένα έθνος η βεβαιότητα ότι η φυσική πρόοδος του πολιτισμού υπόκειται στον νόμο των ενδιαμέσων σταδίων και ότι η ανθρωπότητα οδηγείται αναπότρεπτα μέσα από «την πάλη ν των κλάσεων [...] εις τελειοποίησιν»· η αναφορά, τέλος, του ίδιου του όρου «κοινωνισμός» (με τον οποίο, μεταφραζόταν τότε ο όρος socialisme) καθιστούν τους Σούτσους πρώτους εκφραστές σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο (οι θέσεις τους δημοσιεύονται στον Ήλιο πριν από τα κείμενα του Πυλαρινού).

                Ιδωμένη μέσα από την οπτική αυτών των ιδεών η πολιτική τοποθέτηση των Σούτσων αυτή την εποχή παρουσιάζεται λιγότερο αντιφατική απ' ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η ένθερμη υποστήριξη του Όθωνα και της Αντιβασιλείας, από τη μια, και η αμείλικτη κριτική των υπουργών τους, από την άλλη, απορρέουν από την πεποίθηση ότι η συνταγματική μοναρχία (οι Σούτσοι πιστεύουν ότι επίκειται η παραχώρηση συντάγματος) δεν είναι παρά «συνθήκη ανακωχής» μετά τη Γαλλική Επανάσταση μεταξύ των τριών παραγωγικών τάξεων («γεωργικοί», «βιομηχανικοί», έμποροι) και της τέταρτης τάξης, των υπαλλήλων (πολιτικοί, στρατιωτικοί, ιερείς), η οποία, εκπροσωπούμενη από τους υπουργούς και έχοντας φυσική ροπή προς τις καταχρήσεις, πρέπει να ελέγχεται από την πέμπτη τάξη, την τάξη των λογίων. Στο σχήμα αυτό οι βασιλείς αποτελούν το σημείο ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Μολονότι δεν πιστεύουν ότι η συνταγματική μοναρχία είναι το καλύτερο πολίτευμα («Αυτή η στάσις μιας πολιτείας δεν είναι η ορθότερα»), οι Σούτσοι αγωνίζονται με πάθος γι' αυτήν, επειδή τη θεωρούν απαραίτητο μεταβατικό στάδιο προς την τέλεια κοινωνία την οποία οραματίζονται («Η τοιαύτη ανακωχή, την οποία έκαμαν τα έθνη μετά των Βασιλέων, βαθμηδόν θέλει φέρει την εντελή νίκην εις τα έθνη»).

                Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Σούτσοι στο πλαίσιο αυτών των ιδεών προβλέπουν την ενοποίηση της Ευρώπης, την ολοκλήρωση της οποίας τοποθετούν γύρω στο έτος 2.030. «Ας ελπίσωμεν», γράφουν, «ότι μίαν ημέραν εις την Ευρώπην δεν θέλουν υπάρξει έθνη, σύνορα, δασμοτελώνια, περιορισμοί εμπορικοί. Η Ευρώπη, της οποίας τα διάφορα μέρη συνενούνται ήδη δια των ηθών, δια των αναγκών, δια συμπαθειών και δια του φωτισμού, η Ευρώπη θέλει υπάρξει μία κοινωνία. Οι αιώνες είναι οι χρόνοι της ηλικίας των εθνών. Εις δύο χρόνους εθνών θέλουν συμβή όσα προλέγομεν».