Αράγης Γιώργος, «Γιώργος Ιωάννου»
 
 
Η μεταπολεμική πεζογραφία από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τομ. Γ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, Σσ.160-162
 
 
Αναφορικά τέλος με το βιωματικό στοιχείο στο πεζογραφικό έργο για το οποίο μιλώ, είναι απαραίτητο αρχικά να το ξεχωρίσουμε από το εμπειρικό. Να ξεχωρίσουμε, μ' άλλα λόγια, το βίωμα από την κοινή εμπειρία. Με τη λέξη εμπειρία αναφέρομαι εδώ στα διάφορα περιστατικά στα οποία μετέχει κανείς και με τα οποία έρχεται σ' επαφή με τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Οι εμπειρίες του Ιωάννου συνδέονται, όπως είναι φυσικό, με τα μέρη στα οποία πέρασε τη ζωή του καθώς επίσης και με το κοινωνικό του περιβάλλον. Είναι ό,τι είδε, ό,τι άκουσε, είπε, έκανε, έπαθε. Ως χώρος είναι κυρίως η Θεσσαλονίκη στην περίοδο του πολέμου και λίγο πριν, της Κατοχής, του Εμφύλιου, της Ανοικοδόμησης, κι έπειτα από τη Θεσσαλονίκη η Αθήνα κι άλλα μέρη. Ως κοινωνικό περιβάλλον είναι η οικογένεια του κι οι φτωχογειτονιές στις οποίες έζησε, οι παρέες του και γενικότερα οι άνθρωποι που γνώρισε, το δημοτικό, το γυμνάσιο, το κατηχητικό, το πανεπιστήμιο, οι επαγγελματικές του σχέσεις, κλπ. Για τη λογοτεχνία οι εμπειρίες είναι απαραίτητες, γιατί αποτελούν την πρώτη ύλη του περιεχομένου της, όπως περίπου εννοούμε την πρώτη ύλη στην παραγωγή των βιοτεχνικών ή των βιομηχανικών προϊόντων. Περίπου, όχι ακριβώς. Αλλά αυτή η πρώτη ύλη δεν μπορεί ν' αποτελέσει από μόνη της αξιολογικό συστατικό της λογοτεχνίας. Το αντίθετο συμβαίνει με το βίωμα, με το οποίο το εμπειρικό υλικό μεταστοιχειώνεται, όταν κάποτε μέσα στο λογοτεχνικό υποκείμενο συντελείται αυτό που θα' λεγα προσωπικό γίγνεσθαι, σε αισθητική οντότητα, δηλαδή σε περιεχόμενο. Ανάφερα τη λέξη γίγνεσθαι κι εννοούσα μ' αυτή το πέρασμα του λογοτέχνη από μια άλφα προσωπική κατάσταση σε μια βήτα. Έτσι που να ξεπερνάει, να υπερβαίνει, την άλφα και να 'χει η ενέργεια του μορφή δραματικής — με την ετυμολογική σημασία της λέξης — πράξης και όχι μορφή αφηρημένου συλλογισμού. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος και να μην μπλέξω περισσότερο με τα αδιέξοδα των θεωρητικών ταυτολογιών, θα χρησιμοποιήσω ένα κάπως διευκρινιστικό παράδειγμα. Στο κείμενο του Ιωάννου «Ο ξενιτεμένος», που βρίσκεται στο Για ένα φιλότιμο, έχουμε το περιθώριο να κάνουμε ως ένα βαθμό τη διάκριση της εμπειρίας από το βίωμα. Το εμπειρικό υλικό του κειμένου προέρχεται από διάφορα εξωτερικά περιστατικά της ζωής του αφηγητή στη Θεσσαλονίκη και στη Βεγγάζη της Λιβύης όπου τοποθετείται το παρόν της αφήγησης. Είναι οι γυναίκες που συνάντησε στους δυο τόπους, η έρημος, οι σύντροφοι της ξενιτιάς, κ.λπ. Τι συμβαίνει όμως μέσα σ' αυτό το κείμενο; Αν το αναλύσουμε από ορισμένη άποψη έχουμε τη δυνατότητα να το χωρίσουμε στα ακόλουθα μέρη: στον πρόλογο, σ' ένα ενδιάμεσο σχόλιο, στον επίλογο και σε άλλα τρία μέρη στα οποία διακρίνουμε ισάριθμες προσωπικές υπερβάσεις. Ως σύνολο φαίνεται ν' αποτελεί μάλλον μια «σπουδή» μοναξιάς. Ο πρόλογος πιάνει τις δυο πρώτες μικρές παραγράφους. Το ενδιάμεσο σχόλιο άλλες δύο μικρές, από τη φράση «πάντως οι επιτροπές μεταναστεύσεως γνωρίζουν τη δουλειά τους» μέχρι τις λέξεις «είναι μακριά μου». Ο επίλογος αρχίζει με «Τις νύχτες οι σύντροφοι μου λένε τραγούδια για την ξενιτιά και όλο εμένα επίμονα κοιτάζουν» και φτάνει ως το τέλος του κειμένου. Το πρώτο από τα μέρη στα οποία διακρίνουμε προσωπικές υπερβάσεις πιάνει κοντά δυο σελίδες, από τον πρόλογο μέχρι το ενδιάμεσο σχόλιο. Το δεύτερο καλύπτει κάτι λιγότερο από μιάμιση σελίδα, από το ενδιάμεσο σχόλιο μέχρι τα λόγια «μπορείς ν' αμαρτήσεις βαρύτερα από παντού». Το τρίτο αποτελείται μονάχα από μια παράγραφο η οποία αρχίζει με τη φράση «Μόλις νυχτώνει αρχίζει μια άλλη διασκέδαση μου» και τελειώνει στον επίλογο. Η πρώτη από τις αντίστοιχες προσωπικές υπερβάσεις αφορά τα αδρανή αισθήματα κάποιου άντρα απέναντι στις γυναίκες και την ανησυχία του γι' αυτά, που κολάζονται (με την έννοια της υπέρβασης) από το στενό δεσμό του με τη μάνα του, η οποία τον παραστέκει στις δύσκολες ώρες ακόμη κι όταν λείπει μακριά της. Στη δεύτερη ο αφηγητής μας δίνει τις συμβολικές μορφές που κάνει στην έρημο με την άμμο, με τις οποίες δίνει διέξοδο σε μια ροπή ακολασίας του, την οποία στο μεταξύ υποδηλώνει. Στην τρίτη έχουμε την περιγραφή μιας πράξης με την οποία ο αφηγητής παροχετεύει, ως κάποιο βαθμό, ένα αμφίδρομο και γι' αυτό επίφοβο φονικό ένστικτο, το οποίο επίσης υποδηλώνει. Να σημειωθεί ότι οι τρεις παραπάνω προσωπικές υπερβάσεις δεν έχουν λογικά κίνητρα και δεν πραγματώνονται με μορφή αφηρημένων συλλογισμών αλλά πράξεων, ενώ ταυτόχρονα συγκλίνουν από διαφορετικούς δρόμους προς το κεντρικό αίσθημα της μοναξιάς το οποίο κυριαρχεί σ' ολόκληρο το κείμενο. Εκείνο όμως που θέλω να σημειώσω ιδιαίτερα είναι ότι με τις συγκεκριμένες υπερβάσεις έχουμε αντίστοιχες οργανικές μεταστοιχειώσεις ορισμένου εμπειρικού υλικού σε ισάριθμα βιώματα. Κι ακόμη πως σ' αυτό το γεγονός, αναφορικά με το περιεχόμενο, οφείλεται η λογοτεχνική αξία του κειμένου αλλά και γενικότερα του Ιωάννου, γιατί ανάλογες μεταστοιχειώσεις διαπιστώνουμε σε όλα τα αξιόλογα πεζά του.
Τελειώνοντας εδώ με τα κατ' εξοχήν αισθητικά συστατικά του έργου που με απασχόλησε, θα ήθελα να επαναλάβω κάτι που είπα στην αρχή: πως αυτό το έργο αποτελεί νεότερο κρίκο στην πιο εκλεκτή παράδοση της νεοελληνικής αφήγησης. Έτσι που ο συγγραφέας του, εξαιτίας της ποιοτικής στάθμης της δουλειάς του, να παίρνει θέση δίπλα στα λαμπρότερα ονόματα που έχει να παρουσιάσει η πεζογραφία μας.