Δήτσα Μαριάννα, «Δημήτριος Βικέλας»
 
 
Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως προς τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Τομ. Ε΄ (1830-1880), Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, Σσ.392-394
 
 
Αν και πρόκειται αναμφισβήτητα για ιστορικό μυθιστόρημα, «είδος» που η ακμή του σχετίζεται κατά κανόνα με τις ρομαντικές αναζητήσεις προηγούμενων δεκαετιών, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βικέλας γράφοντας το 1878 τον Λουκή Λάρα συνέχιζε ορισμένη φθίνουσα πλέον πεζογραφική παράδοση του ελληνικού 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι, όπως υποστηρίχτηκε, από παλαιότερους έλληνες κριτικούς, μόνο ρομαντικό προϊόν, αφού στον ευρωπαϊκό χώρο μπόρεσε να διαρκέσει, —εν μέρει και ανανεωθεί—, πέρα από τη συμβατική διάρκεια της ζωής του ρομαντικού κινήματος. Κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο αυτό του Βικέλα σ' ένα μεταίχμιο, εκεί γύρω στα 1880, θεωρώντας το ως συμβολή στη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Πράγματι, όποιος συγκρίνει το έργο αυτό με την προηγούμενη πεζογραφική μας παράδοση και παραγωγή, θα το χαρακτηρίσει ως κείμενο που διέπεται από λιτότητα στην έκφραση, χαμηλούς τόνους, αρητόρευτη γλώσσα. Ο Λουκής Λάρας είναι ένα πρόσωπο απλό, ένας μέσος, αφελής άνθρωπος, ένας «αντι-ήρωας», που διηγείται τα βιώματα και τις περιπέτειες του στις αντίξοες συνθήκες μιας σημαντικής ιστορικής στιγμής του τόπου, της Επανάστασης του 1821. Η ιστορική αυτή νουβέλα ανήκει στην όψιμη φάση του ιστορικού μυθιστορήματος. Εάν ο Γκέοργκ Λούκατς στη μελέτη του Το ιστορικό μυθιστόρημα ήθελε να επεκταθεί σε λογοτεχνικά παραδείγματα κι άλλων ευρωπαϊκών χωρών -ή έστω, αν γνώριζε το συγκεκριμένο έργο, η φήμη του οποίου είχε, απ' ό,τι φαίνεται, υποχωρήοει στον 20ό αιώνα- για να υποστηρίξει τις απόψεις του σχετικά με τη δεύτερη φάση του ευρωπαϊκού ιστορικού μυθιστορήματος, κατά την οποία η «αντικει μενική» αναπαράσταση μεγάλων ιστορικών γεγονότων υποχωρεί μπροστά στην αυτοβιογραφική ή απομνημονευτική αφήγηση, η περίπτωση του Λουκή Λάρα είναι βέβαιο πως θα αποτελούσε, αν όχι τη μοναδική, οπωσδήποτε την πιο τυπική περίπτωση για τον ελληνικό χώρο. Ο Λούκατς, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι απομνημονεύματα προσφέρουν την πιο κατάλληλη μορφή, για να αποκαλυφθεί το «ιστορικό ψευτομεγαλείο». Επίσης, όχι όταν η απάτη αυτού του ιστορικού μεγαλείου ξεσκεπαστεί, εκείνο που μένει πλέον είναι η τιμιότητα των απλών ανθρώπων και τα συμβάντα, της καθημερινότητας. Είναι πρωτοφανές ότι αν ο Λούκατς, γνώριζε τον Λουκή Λάρα, το παρακάτω χωρίο, αλλά και ολόκληρο το έργο θα εικονογραφούσε παραστατικά την ανάλυσή του για τη μετεξέλιξη του ιστορικού μυθιστορήματος από τον Walter Scott, ιδρυτική και κορυφαία μορφή του, ως την αφήγηση των συμβάντων της καθημερινότητας, που διαδραματίζονται στον απόηχο των «μεγάλων» ιστορικών γεγονότων:
Εκ της ιστορίας των άτόμων αποτελείται η του έθνους, την δε ιστορίαν της ελληνικής παλιγγενεσίας δεν συγκροτούν τα κατορθώματα μόνο των επί γης και θαλάσσης προμάχων της, αλλά και οι διωγμοί και αι σφαγαί και αι ατιμώσεις των αόπλων και ασθενών και η εγκαρτέρησις των εν τη δυστυχία.» (σελ. 123)
Ο Βικέλας έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό, και εκεί, μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, διαμόρφωσε την πνευματική του προσωπικότητα και απέκτησε, αν και αυτοδίδακτος, παιδεία· εκεί επίσης, έξω από τα ελληνικά σύνορα, δημιούργησε το συγγραφικό του έργο. Είναι φυσικό, λοιπόν, η νουβέλα αυτή του Βικέλα να έχει λιγότερη σχέση με την ελληνική παράδοση του ιστορικού μυθιστορήματος απ' ό,τι με εκείνην του ευρωπαϊκού. Θα τολμούσαμε μάλιστα να εκφράσουμε τη σκέψη ότι ο Λουκής Λάρας είναι το πρώτο ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού κοινού.
Η πριμοδότηση της καθημερινότητας, η επιλογή ενός «αντι-ήρωα», οι χαμηλοί τόνοι, η λιτότητα στην έκφραση, η απουσία εξάρσεων στα αφηγούμενα, η απλή καθαρεύουσα, που από έκδοση σε έκδοση, όσο ακόμα ο συγγραφέας ζούσε, «διορθώνεται» για να πλησιάσει περισσότερο το τυπικό της ομιλούμενης, προσδίδουν στο έργο όλα εκείνα τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να μιλάμε για κείμενο που βοηθάει την ελληνική πεζογραφία να ενσωματωθεί στον σύγχρονο ρεαλισμό. Η σημασία, άλλωστε, του Λουκή Λάρα ως προδρόμου των αλλαγών που θα συντελεστούν με τη γενιά του '80 και το ηθογραφικό διήγημα που αυτή καλλιεργεί, επισημάνθηκε από πολλούς κριτικούς, ήδη μάλιστα στη δεκαετία του 1890 από τον Κωστή Παλαμά.