Σύμφωνα με όσα είδαμε ως τώρα, η περιγραφή της μετεπαναστατικής Ελλάδας στον Θάνο Βλέκα στηρίζεται κυρίως σε προϋπάρχοντα λογοτεχνικά πρότυπα. Η σημασία του μυθιστορήματος δεν έγκειται, όπως θεωρεί η κριτική, στην πρωτότυπη και ρεαλιστική αναφορά σε καταστάσεις που ο Καλλιγάς «παρατήρησε γύρω του» αλλά σε δύο άλλα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι ο Καλλιγάς περιέλαβε σε ενιαία σύνθεση θέματα που συνήθως εμφανίζονταν στην πεζογραφία μεμονωμένα και έδειξε τη διαπλοκή τους: της αστικής με την αγροτική Ελλάδα, του κόσμου των ληστών με τον κόσμο των πολιτικών και των απατεώνων της πρωτεύουσας, κ.ο.κ. Ο Καλλιγάς τόλμησε να ενώσει τις σκόρπιες ψηφίδες και να συνθέσει μια πανοραμική «εικόνα του έθνους» στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια («χίλια κομμάτια και κανέν δεν συμφωνεί με τ’ άλλο. Ελληνική πολιτεία», 87). Στο κέντρο της εικόνας του τοποθέτησε μία οικογένεια: πατέρας ηρωικός νεκρός της Επανάστασης, μάνα που ενθαρρύνει τον τυχοδιωκτισμό και την ψεύτικη παλληκαροσύνη, ένας γιος φιλόπονος και ρομαντικός γεωργός, ο άλλος οξυδερκής «άνθρωπος του κόσμου»: στρατιωτικός, ληστής, πολιτικός, «επιχειρηματίας».
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του Θάνου Βλέκα πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο. Σε αντίθεση με την πεποίθηση της κριτικής, ο Καλλιγάς δεν επιχείρησε να παραστήσει αληθοφανώς την κοινωνική «πραγματικότητα» με σκοπό να σατιρίσει, να ενημερώσει και να καταγγείλει. Χαρακτήρα σατιρικής καταγγελίας έχει, πιστεύω, το έργο του Γρηγ. Παλαιολόγου. Σε αντίθεση όμως με τον συγγραφέα του Ζωγράφου, που έζησε στην Ελλάδα μόλις δέκα χρόνια και μάλιστα αποκλεισμένος, λόγω πολιτικών φρονημάτων, από υπεύθυνες διοικητικές θέσεις, ο συντηρητικός Καλλιγάς, τόσο πριν όσο και μετά τον Θάνο Βλέκα, κατείχε υψηλά πολιτικά και θεσμικά αξιώματα (πανεπιστημιακός καθηγητής της Νομικής, βουλευτής, υπουργός). Η διαφορά αυτή δεν περιορίζεται στο βιογραφικό επίπεδο· είναι τόσο κρίσιμη ώστε να δημιουργεί, παρά τα πολλά κοινά σημεία που ήδη εντοπίσαμε, εντελώς διαφορετικού τύπου έργα.
Ήδη στην προκήρυξη του Πολύπαθους, τον Οκτώβριο του 1839, ο Παλαιολόγος παρουσιάζει την απόφαση να γράψει μυθιστόρημα ως αποτέλεσμα της ακούσιας απομάκρυνσης του από τον δημόσιο βίο:
«Μην έχων από τίνος καιροί σπουδαιοτέραν εργασίαν, αποφάσισα ν’ ασχολήσω την άργίαν μου επιχειριζόμενος σύνταξιν μυθιστορίας, την οποίαν ωνόμασα Ο Πολύπαθης. (...) ούτε έπαινον απαιτώ, ούτε -ψόγον είναι δίκαιον να με προσάψουν, διότι αμφότερα δικαιωματικώς ανήκουν εις όσους με κατεδίκασαν εις παρέργους ασχολίας. Εγώ νίπτω τας χείρας μου».
Σε αυτήν τη δήλωση, μπορεί κανείς να διακρίνει και έναν τόνο εκδικητικό· ο συγγραφέας του Πολυπαθούς, έχοντας απομακρυνθεί βιαίως από τα δημόσια πράγματα, έχει το ηθικό δικαίωμα να καταγγείλει. Ο έντυπος λόγος είναι ο μοναδικός δημόσιος χώρος στον οποίο μπορεί να δράσει, και η πεζογραφία όπλο για να ξεσκεπάσει όσους λυμαίνονται τον δημόσιο βίο: πολιτικούς, ιερείς, λογίους, στρατιωτικούς, κρατικούς υπαλλήλους, γιατρούς, δικηγόρους και άλλους. Τον ίδιο χρόνο, ο Παλαιολόγος φεύγει «κατατρεχθείς» από την Ελλάδα για να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του δουλεύοντας για την τουρκική κυβέρνηση:
«παρηγγέλθη από την τουρκικήν κυβέρνησιν να οργανώση τα ταχυδρομεία, και η σύστασις της εν Τουρκία ταχυδρομικής υπηρεσίας οφείλεται εις αυτόν».
Τρία χρόνια αργότερα, ο ήρωας του Ζωγράφου (που εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη) θ’ ακολουθήσει τη μοίρα του δημιουργού του. Αηδιασμένος από την «πατόκορφα εξευρωπαϊσθείσαν Ελλάδα μας», θα πάρει των ομματιών του και θα εγκατασταθεί στην Τουρκία, όπου «είναι περισσότερα ελευθερία, παρά εις πολλά άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη», δηλώνοντας: «Ή Ελλάς έχει πολλούς ικανωτέρους μου δια να την υπηρετήσουν».
Με αυτούς τους όρους γράφονται μυθιστορήματα σάτιρας και καταγγελίας· όταν ο συγγραφέας, είτε ζει εντός είτε εκτός της επικράτειας, έχει απορρίψει οριστικά κάθε ιδέα προσωπικής συμμετοχής του στα πολιτικά δρώμενα, μπορεί να τα καυτηριάσει όσο και όπως θέλει. Όταν όμως ο συγγραφέας είναι πολιτικά και κοινωνικά δραστήριος, όταν επομένως πιστεύει ότι υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης και μάλιστα κατέχει ο ίδιος υψηλές θέσεις, αισθάνεται υποχρεωμένος να υποδείξει μεθόδους διόρθωσης των κακώς κειμένων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα του Παλαιολόγου, το πεζογραφικό έργο του Καλλιγά (όπως και εκείνο του Ραγκαβή) δεν κατατίθεται ως πράξη αφοριστικής καταγγελίας, ούτε αποσκοπεί στην απλή ενημέρωση. Η αδυναμία μας να δούμε τον πολιτικό του χαρακτήρα οφείλεται μάλλον στην εσφαλμένη εντύπωση ότι η πεζογραφία λειτουργούσε πάντοτε σε πλαίσιο αισθητικής αυτοτέλειας και γραφόταν από ανθρώπους που, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, παρέμεναν στο περιθώριο του πολιτικού βίου. Αυτό ισχύει ίσως στις μέρες μας, όχι όμως και στα μέσα τον περασμένου αιώνα.
Αξιοποιώντας, όπως είδαμε, ήδη διαμορφούμενα πεζογραφικά στερεότυπα, ο Καλλιγάς στήνει ένα ευρύ ηθογραφικό σκηνικό, όχι όμως για να το προβάλει, προς τέρψιν και ενημέρωσιν, στα ευαίσθητα μάτια των φιλανθρώπων αναγνωστών, ούτε για να το καταγγείλει από τη θέση του αμέτοχου παρατηρητή. Σκοπός του είναι να εξηγήσει· δηλαδή: να μιλήσει πολιτικά. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Καλλιγάς απευθύνεται στο πολιτικό παρόν, μέσω μιας ιστορίας που ανάγεται στο πρόσφατο παρελθόν. Εδώ, εξάλλου, εντοπίζεται και η λειτουργική αξία των εκτενών αναλυτικών δοκιμίων που περιέχονται στο μυθιστόρημα και συνήθως δυσαρεστούν το λογοτεχνικό αισθητήριο της κριτικής. Με άλλα λόγια: ο Θάνος Βλέκας δεν είναι μυθιστόρημα καταγγελίας και κοινωνικής κριτικής, αλλά έργο πολιτικής ουσίας. Για να κατανοήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις (οι οποίες θεματοποιούνται στον Θάνο Βλέκα), πρέπει να διακρίνουμε προσεκτικά τη συμπεριφορά δύο ενάρετων αλλά και ριζικά διαφορετικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος: του Θάνου και του Αϋφαντή.
Ο ηθικός, καλοπροαίρετος και, από πολιτική άποψη, τραγικά αφελής Θάνος Βλέκας εμφανίζεται, στην αρχή του μυθιστορήματος, ως επίμορτος αγρότης. Γρήγορα, ωστόσο, απαλλάσσεται από αυτήν την ιδιότητα, καθώς η φωτιά των χωροφυλάκων καίει το βιός του και τον οδηγεί στη μοναχική του περιπλάνηση· στις φλόγες της ενώνονται η αρχαιοπληξία του Ηφαιστίδη και η καταστροφική αντίληψη περί ρωμέικης λεβεντιάς της μάνας του Καμινώς: «Αι γλώσσαι του πυρός ως εξ ηφαίστειας καμίνου στροβιλούμεναι προς τα άνω» (63). Ο Θάνος «καθ’ όλα είχε τι ανώτερον των ανθρώπων της
τάξεώς του», μας προειδοποιεί εγκαίρως ο Καλλιγάς, «και ηγάπα πολύ την καθαριότητα, ώστε δεν εφαίνετο ότι είναι γεωργός» (68). Όταν, πολύ αργότερα, ο αναγνώστης του μυθιστορήματος συναντά πραγματικούς αγρότες (τους ευκολόπιστους κατοίκους των Τριβών, που τελικώς μεταμορφώνονται σε εξαγριωμένο όχλο), αντιλαμβάνεται ότι ο Θάνος Βλέκας πράγματι δεν έχει τίποτα κοινό μαζί τους. Η συνείδησή του θυμίζει περισσότερο νεαρό διανοούμενο, έμπλεο ρομαντικής μελαγχολίας: «Ήτον ωχρός και άφωνος, φεύγων την κοινωνίαν των ανθρώπων» (242)· και αλλού:
«Η κάθειρξις μετ’ ανθρωπομόρφων θηρίων είχε συμπιέσει την καρδίαν του μέχρι μισανθρωπίας, ώστε ευτυχίαν ενόμιζεν, αν ηδύνατο να φύγη εις τα βάθη της ακατοικητοτέρας ερήμου, μακράν του συγχρωτισμού μετ’ αποτροπαίων καθαρμάτων» (162).
Η διαφορά του Θάνου από τους πραγματικούς αγρότες δεν περιορίζεται στην καθαριότητα του σώματος και την καθαρότητα της ψυχής. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, πιο απροσδόκητο. Οι Τριβαίοι, όπως και η μάνα του Θάνου, είναι όλοι αναλφάβητοι εξαίρεση αποτελούν ο Πάρεδρος, που «μόνον τ’ όνομα του ηδύνατο να γράψει», και ο παπάς του χωριού «όστις περιπλέον εγνώριζε ν’ αναγινώσκη)» (199). Η ταξική ταυτότητα του Θάνου Βλέκα, παρά την αρχική του μεταμφίεση σε αμαθή γεωργό, αποκαλύπτεται όταν μαθαίνουμε ότι γράφει φλογερές επιστολές, πιστεύοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο παρεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, και το περιεχόμενο αυτών των επιστολών, παραλήπτης των οποίων είναι βεβαίως ο αδίστακτος αδελφός του:
«Αι περιπαθείς εικόνες της οικτράς καταστάσεως των χωρικών, η περιγραφή της εσχάτης ένδειας των, στερημένων και αυτών των απαραιτήτως αναγκαίων για να σπείρουν, η απόγνωσις των, ως αποσφαλέντων των ελπίδων, τας οποίας ενέπνευσεν εις αυτούς η αίφνης εκλάμψασα, αλλ’ ήδη πάλιν αποσβεσθείσα αντίληψίς του, η πρόθεσις του γράφοντος να συντέλεση εξ’ ιδίων εις βελτίωσιν της τύχης των, προσφέρων εις υποθήκην το εις αυτόν επιβάλλον ήμισυ του χωρίου, αι πλάγιοι παρατηρήσεις, ότι ο Σκιάς ήτο περιττός εμπνέων φόβον και αποθαρρύνων τους χωρικούς περί της προσδοκίας του μέλλοντος, δι’ άκαιρου αυστηρότητας προς ανθρώπους ταπεινούς και καταβεβλημένους, όλα ταύτα ομού επέφερον το εναντίον αποτέλεσμα».(225)
Ο αφελής Θάνος Βλέκας κάνει ακριβώς εκείνο που η κριτική προβάλλει (πιστεύω εσφαλμένα) ως συγγραφική πρόθεση του Καλλιγά: προσπαθεί
«να αντιμετωπίσει την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει, να εξετάσει και τις δυσάρεστες ακόμα πλευρές της, κάνοντας έτσι συνειδητή και για τον εαυτό του και για το κοινό του την κατάσταση αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας».
Κοινό του Θάνου είναι, φυσικά, ο αδελφός του, ο οποίος
«αν είχε καρδίαν ευαίσθητον, ήθελε συγκινηθή αναγινώσκων τας περί των χωρικών περιγραφάς του και ήθελε συμπράξει εις βελτίωσιν της τύχης ανθρώπων, οίτινες έμελλον να γίνουν και εις αυτόν ωφέλιμοι» (227).
Ο ηθικός Θάνος, έτοιμος να υποθηκεύσει την περιουσία του (χωρίς να την έχει στοιχειωδώς κατοχυρώσει), συνειδητοποιεί, καταγγέλλει, ενημερώνει και ελπίζει. Ο παραλήπτης των επιστολών του δεν έχει «ευαίσθητον καρδίαν»· έχει όμως ακατάσχετη όρεξη για το εύκολο κέρδος, τον απαραίτητο «Μαστιγοφόρο Σκιά» και την πεποίθηση ότι οι χωρικοί
«όταν παύσουν να ονειρεύωνται άλλην κατάστασιν, θέλουν κλίνει τον αυχένα υπό τον ζυγόν και θέλουν γίνει πρόθυμοι εργάται, αναλόγως της επιμελείας των περιμένοντες την αμοιβήν των κόπων των, και περί ουδεμίαν άλλην πλάνην βοσκόμενοι» (226).
Ο Τάσος Βλέκας είναι πολιτικά σκεπτόμενος επιχειρηματίας — μιας ορισμένης φυσικά σχολής, η οποία δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις απαιτήσεις του 19ου αιώνα. Δεν θ’ αποφύγει την εξέγερση των εξαθλιωμένων εργατών θα αποφύγει όμως τις συνέπειές της, αφού ξέρει να μένει μακριά απ’ τη φωτιά. Ο ήπιος και πράος Θάνος, ωστόσο, δεν καταλαβαίνει από πολιτική — και συνήθως καίγεται. Η αφελής και ανοχύρωτη ηθική του τον καταδικάζει· δικαίως, λέει ο Καλλιγάς. Ο Θάνος «έπασχεν ό,τι συμβαίνει εις τους νομίζοντας να συμβιβάσουν τ’ ασυμβίβαστα, και επειδή ουδείς μέσος όρος είναι ενδεχόμενος, υποσχόμενους εκατέρωθεν τα ενάντια»· «εις μεν τον Σκιάν εφαίνετο μωρός και γελοίος (...) εις δε τους χωρικούς απατεών και πλάνος (...) ή κατά το λέγειν αυτών πέμπτος τροχός της συντριβούσης αυτούς αμάξης» (241). Ακόμη και στην τελική σκηνή, όταν πια γνωρίζει «ότι πρόκειται αιματηρά σύγκρουσις», ο Θάνος απευθύνεται στους εξαγριωμένους χωρικούς «βεβαιών ότι ταχέως θέλουν διορθωθή τα πάντα» και ότι «περιμένει επιστολάς λίαν ευαρέστους» (245). Όταν ο Πάρεδρος διαμαρτύρεται για τον άδικο φόνο του, ένας χωριάτης απαντά: «Σε ήρεσαν τα γλυκά λόγια του... τα παραμυθάκια;» (246) — και έχει κάποιο δίκιο. Η «αγαθότητα του αγνού χαρακτήρος» (110), και οι καλές προθέσεις δεν αρκούν, φαίνεται να λέει ο Καλλιγάς· πρέπει να ξέρεις και να πράττεις.
«Οι έξοχοι χαρακτήρες του Θάνου και της Ευφροσύνης», γράφει ο Λίνος Πολίτης, «είναι σαν ένα κομμάτι μάλαμα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της κακοριζικιάς και της κακίας». Ο Καλλιγάς ακολουθεί την πεζογραφική παράδοση (τον Εξόριστο, τον Λέανδρο, τον Ζωγράφο}, πλέκοντας στην κοινωνικοπολιτική του ιστορία το μελοδραματικό ειδύλλιο δύο ρομαντικών νέων. Νομίζω όμως ότι η συγγραφική του πρόθεση δεν εκφράζεται με τον στερεότυπο δραματικό χαμό των δύο ερωτευμένων. Είναι, άλλο ν’ αυτοκτονείς από ρομαντική μελαγχολία και διαφορετικό να σε σκοτώνουν οι σφαίρες εξαθλιωμένων χωρικών, τους οποίους μάλιστα πιστεύεις ότι ευεργετείς. Ο μύθος του Καλλιγά είναι πολιτικός, όπως πολιτική είναι και η πρόθεση του. Στο μυθιστόρημα υπάρχει πρότυπο ορθής πολιτικής συμπεριφοράς, φορέας αξιόπιστης πρότασης, κι αυτός είναι ο πατέρας της Ευφροσύνης, ο «πλούσιος και εις άκρον εύσπλαχνος» Νίκος Αϋφαντής, γαιοκτήμονας στην οθωμανική Θεσσαλία.
Ο Θάνος δεν είναι λιγότερο καλός από τον Αϋφαντη. Εκείνο στο οποίο πράγματι, διαφέρουν είναι η πολιτική ωριμότητα. Η σωφροσύνη του Αϋφαντη εκδηλώνεται, νωρίς, όταν μαθαίνουμε ότι, παρέχοντας άσυλο στους ληστές, κατόρθωνε να εξασφαλίζει την οικογένεια και την περιουσία του. Η πολιτική του οξυδέρκεια όμως εκφράζεται, κυρίως στο 16ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, όπου παρέχει συμβουλές στον Θάνο για την ορθή διαχείριση της περιουσίας του. Σ’ αυτό το μακροσκελές δοκίμιο, ο Καλλιγάς διατυπώνει την πολιτική του πρόταση, τα κεντρικά σημεία της οποίας είναι δύο: α) παράδοση τμήματος της κτηματικής περιουσίας «εις τελείαν ιδιοκτησίαν των χωρικών», έτσι ώστε να αποκτήσουν συνείδηση μικροϊδιοκτήτη και «να συνταυτισθούν» τα συμφέροντα «των χωρικών και του κυρίου της γης»· και β) ειλικρινής φροντίδα για την ευημερία των αγροτών, έτσι ώστε να δημιουργηθεί «ηθικός δεσμός μεταξύ κυρίου της γης και χωρικού». Σε αντίθεση με τον νεαρό Θάνο, ο οποίος ασπάζεται αυτά τα ιδεώδη, αλλά δεν έχει την ωριμότητα και τη δύναμη να τα εφαρμόσει (γι’ αυτό περιορίζεται σε παρακλήσεις προς τον αδελφό του), ο Αϋφαντής έχει τον τρόπο, τη βούληση και την ικανότητα να τα κάνει πράξη. Γνωρίζει, εξάλλου, την απειλή που κυοφορείται στην εξαθλιωμένη ύπαιθρο. Μολονότι ο Καλλιγάς φροντίζει να σημειώσει ότι «ήτο καθαυτό αντίπους των κοινοκτημόνων, τους οποίους ουδέ κατ’ όνομα εγνώριζεν, ουδ’ ηδύνατο κατ’ όναρ να φαντασθή, ότι υπάρχουν, ως τερατωδέστερόν τι της χίμαιρας», ο Αϋφαντής αντιλαμβάνεται ότι αν δεν αλλάξουν στάση προς τους αγρότες, «οι ανάξιοι μεγαλοκτήμονες θέλουν στερηθή παντός δικαιώματος επί της γης προς όφελος εκείνων, οίτινες αποδίδουν τα τροφεία εις την τεκούσαν» (189). Αν η ιστορία του Θάνου Βλέκα δηλώνει τις τραγικές συνέπειες της ανερμάτιστης ρομαντικής φιλανθρωπίας, η φιλανθρωπία του Αϋφαντη υπενθυμίζει ότι τα κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, αρκεί να ληφθούν οι αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις (όχι αποκλειστικά από τους ιδιώτες γαιοκτήμονες· ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτη ς γης, την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, είναι το κράτος).
Η ιστορία του Θάνου Βλέκα παρουσιάζεται έτσι ως πολιτικό δράμα. Ο Καλλιγάς τονίζει την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών του εξαθλιωμένου αγροτικού πληθυσμού, δείχνει τις θεσμικές αλλαγές που επιβάλλεται να γίνουν, ταυτοχρόνως όμως περιγράφει και τις δομές και τις αντιλήψεις που λειτουργούν ανασταλτικά. Αυτό ωστόσο δεν επιβεβαιώνει την άποψη του Βίττι ότι ο συγγραφέας «δεν ανησυχεί, για την ευημερία των πολιτισμένων αστών, αλλά για την προκοπή των εγκαταλειμμένων στην τύχη τους χωρικών». Αντιθέτως, ο Καλλιγάς ανησυχεί για τις συνέπειες που θα έχει τελικώς, για τη δική του τάξη, η εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων.
Στον Θάνο Βλέκα, ο λαός της υπαίθρου μοιράζεται σε δυο κομμάτια: άγριοι ληστές (στα ορεινά) και ανόητοι γεωργοί (στα πεδινά), που όταν πιέζονται πέραν του δέοντος ελευθερώνουν τα φονικά τους ένστικτα. Καταπιεστές και καταπιεζόμενοι ανήκουν στον λαό. Ο μόνος χαρακτήρας που βρίσκεται έξω από τον κύκλο, ο Αϋφαντής, είναι ένας φωτισμένος και ευγενής άρχοντας που ασφαλώς δεν καταπιέζει κανέναν. «Σας ερωτώ», έλεγε ο Καλλιγάς σε μια κοινοβουλευτική αγόρευση·
«ποίος άνθρωπος της τάξεώς μας, όστις έχει ευγενείς τους τρόπους, όστις σέβεται τον εαυτόν του, θέλει έλθη εις διαπληκτισμούς και εις χείρας με κλητήρας και θέλει είπη άμα ίδη τον κλητήρα: "στάσου ή θέλω εξαγάγει το ρεβόλβερ;"... Τί είναι το δικαίωμα της αντιστάσεως; Ποίος νομίσετε ότι κάμνει αντίστασιν; Ο πραγματικός κακούργος. Ο αθώος, ο έχων καθαράν την συνείδησίν του, δεν κάμνει αντίστασιν».
Είναι φανερό ότι στη συνείδηση του Καλλιγά η αθωότητα και η ενοχή, όπως και η ευγένεια και η αγένεια, ο αυτοσεβασμός και η έλλειψη του, είναι ιδιότητες ταξικά προσδιορισμένες. Ο Θάνος Βλέκας δεν προκύπτει από συμπάθεια προς τα λαϊκά στρώματα, αλλά από το θεμελιώδες ερώτημα των μέσων του 19ου αιώνα: πώς «η τάξη μας» θα κατορθώσει να τιθασεύσει την «άλλη τάξη». «Το κινδυνωδέστερον είναι αι εν υπαίθρω συναθροίσεις παντός λαού», έλεγε ο Καλλιγάς σε άλλην ευκαιρία.
«Όσον στερεά και πάγια και αν υποτεθή κυβέρνησις (...) δύναται να ανθέξη) εις τοιαύτας συναθροίσεις προπαρασκευασμένας, των οποίων σκοπός είναι το φιλοτάραχον και ή έξαψις των πνευμάτων προς φανατισμών του λάου, ωθουμένου εκεί όπου πλέον ουδείς είναι εις κατάστασιν να τον αναχαιτίση;».
Και ο Θάνος Βλέκας πού ανήκει; Ασφαλώς σε καμιά από τις υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις. Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, τουλάχιστον μέχρι να φτάσει στο Χωρίον (ταξικών) Τριβών, ο Θάνος είναι μια αστική φαντασίωση του ιδεώδους αγρότη· υπόδειγμα ενός λαού που δεν υπάρχει, αλλά πρέπει να κατασκευαστεί επειγόντως. «Η ιδέα εδώ του αιώνος είναι ο λαός ως εθνική ενότης αδιάσπαστος», έλεγε ο Καλλιγάς. Ο λαός που, για να γίνει «εθνική ενότης» (για να αποβάλει την ταξική του αγριότητα και να «εκπολιτισθεί»), πρέπει να δει το «εθνικό» του πρόσωπο σε καθρέφτη φτιαγμένο από τον μη-λαό. Όπως έγραφε στο πρώτο του πολιτικό φυλλάδιο ο συγγραφέας του Θάνου Βλέκα, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, με λόγια που θυμίζουν έντονα εκείνα του Αϋφαντή:
«Ενόσω δεν παριστάνεται εις τον λαόν η ιδία του συνείδησις, η ιδία του ιστορία, τα παθήματά του και αι τύχαι του, πώς θέλομεν συναπαντηθή μετ’ αυτού, πώς θέλομεν συνταυτισθή, ώστε ν’ ανάθεση εις ημάς την πλήρη του εμπιστοσύνην;».
Στην πρόταση αυτή, που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή, αποκαλύπτεται, ίσως και το κίνητρο στο οποίο οφείλεται η δημιουργία του Θάνου Βλέκα.