Μαλάνος Τίμος, [Κριτική για τις Δύσκολες νύχτες]
 
 
περιοδ. Νεοελληνικά Γράμματα, 31-12-1938
 
 
«Τι είναι όμως εκείνο που με ξάφνιασε και με γοήτεψε ταυτοχρόνως; Είναι ο τρόπος ο ιδιόρρυθμος που μας δίνονται όλ' αυτά. Πρόκειται για ένα κουβεντολόγημα απ' τα πιο καθημερινά, ανάμικτο με αναμνήσεις μονολόγων και διαλόγων που παίρνουν τη θέση περιγραφής, με πηδήματα του νου από το ένα στο άλλο, πρόκειται για ένα δυναμικό ανακάτωμα εντυπώσεων, όπου το υλικό της μνήμης, σ' ένα διαρκές κόχλασμα, αποφεύγει το στατικό ψυχολογικό ξετύλιγμα. Μ' αυτόν τον φαινομενικό αυθορμητισμό της, που είναι υποταγμένος ωστόσο σε μια κάποια σύνθεση και στο ρυθμό μιας συνειδητής τεχνικής, μας δίνει η συγγραφεύς την πραγματικότητα. Αλλ' η ιδιορρυθμία και το ξάφνιασμα δε βρίσκονται στη σύνθεση μονάχα του υλικού, μα κυρίως στην κατασκευή της φράσεως. Και πράγματι, η φράση της κ. Αξιώτη έχει κάτι το ανακόλουθο, το σταθερά ανακόλουθο στη διάταξη των λέξεων που τη σχηματίζουν, και συχνά-πυκνά μιαν ελλειπτικότητα. Κι είναι αυτή ακριβώς η φράση, που δίνει κάτι το βαθιά ποιητικό σ' όλην αυτή την πραγματικότητα, σ' αυτό το συνεχές βούιυμα των προσώπων που μας τα ζωντανεύουν περίεργοι μονόλογοι. Ομολογουμένως η κ. Αξιώτη διηγείται μ' ένα πολύ προσωπικό και παραστατικό ύφος. Κατέχει ένα πλούσιο γλωσσικό όργανο, που το χειρίζεται με την καταπληκτικότερη σιγουριά. Μα πάνω απ' όλα, έχει τη φαντασία του πραγματικού και τη δύναμη να μετατρέπει το πραγματικό σε παράξενα ποιητικό, σε σχεδόν φανταστικό. Τέλος, γράφει με την ευαισθησία της, την ανθρωπιά της και τη μνήμη της. Αλλ' είν' ευτύχημα που η κ. Αξιώτη είναι προικισμένη με την καλλιτεχνική μνήμη. Σπάνια γυναικείο βιβλίο — και μάλιστα πρώτο— βρίσκεται τόσο κοντά στο νόημα της ποιήσεως.»