Μηλιώνης Χριστόφορος, [Κριτική για το Πλατύ ποτάμι]
 
 
Υποθέσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1983, Σσ.87-92
 
 
«Όταν λοιπόν ο Μπεράτης φεύγει για το μέτωπο, είναι 36 χρονών και έχει εκδώσει κιόλας τρία βιβλία, από τα οποία το ίνα, ο Αυτοτιμωρούμενος, είναι μια θαυμάσια ψυχογραφία του Μποντλέρ. Δηλαδή είναι πια ώριμος στην ηλικία, αλλά και πνευματικά ώριμος· έχει ασκήσει τις ψυχογραφικές του ικανότητες και έχει κατακτήσει την τεχνική του. Μπορεί λοιπόν να βλέπει κάτω από τα περιστατικά τις καταστάσεις και κάτω από τη συμπεριφορά των ανθρώπων το χαρακτήρα τους. Κατατάσσεται στο στρατό ως εθελοντής, που σημαίνει ότι αναλαμβάνει τις ευθύνες μιας συνειδητής απόφασης και είναι έτοιμος να δεχτεί ό,τι το μέτωπο του επιφυλάσσει.

"Ναι, επιτέλους, Μπεράτη, παιδί μου -κι αφού τώρα πρόκειται για μια πρώτη δοκιμή-, δεν αφήνω να πάει πρώτο κάποιος άλλος; Του 'λεγε ο Σακελλαρόπουλος πως έχω ένα γιο, ένα μεγάλο αγόρι, ένα σωστό παλικάρι. Είν' αλήθεια;
Μάλιστα, είν' αλήθεια, κύριε Αντισυνταγματάρχα. Τον ευχαριστώ πολύ, τον ευχαριστώ πάρα πολύ-αλλά τον παρακαλώ πολύ, τον παρακαλώ θερμά να θυμηθεί τι του είχα πει, μόλις σχεδόν πρωτόρθα, για μια πιο προωθημένη Μονάδα..."

Και πιο κάτω λέει στο φίλο του Σακελλαρόπουλο, που προσπαθούσε να τον αποτρέψει από κείνη την επικίνδυνη αποστολή:

"Όχι, Αλέκο, τόσες φορές του μίλησα. Όχι, για μένα είναι μια ευκαιρία που περίμενα τόσον καιρό."

Ο πρόσφατος θάνατος της γυναίκας του, που συχνά περνάει σαν ίσκιος μέσα στη διήγηση, προφανώς του έχει οξύνει την ευαισθησία. Τέλος, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1941 το μέτωπο έχει καθηλωθεί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας· οι μεγάλες νίκες —και ίσως ένα μέρος από τους πρώτους ενθουσιασμούς— έχουν περάσει. Έτσι οι νίκες στην αφήγηση του Γ. Μπεράτη ή είναι απλές αναφορές —σαν να πρόκειται για πράγματα γνωστά- ή καταγράφονται ως αφηγήσεις άλλων προσώπων, που ήταν αυτόπτες, όπως η απελευθέρωση τον Λεσκοβικίου ή η μάχη στη γέφυρα, που την αφηγείται ο στρατιώτης Νικολός. Όσο για τα "περί νέων Μαραθώνων που σαστίζουν την οικουμένη" ο Γιάννης Μπεράτης τα βάζει στο στόμα μιας κυρίας υπουργού που επισκέπτεται το μέτωπο και τα στεγάζει κάτω από τον τίτλο του κεφαλαίου: "Κοσμική Νότα". Είναι λόγια (words) που έρχονται από την Αθήνα.
Από τα κύρια χαρακτηριστικά του συγγραφέα είναι ότι δεν παραχαράσσει ούτε τις καταστάσεις ούτε τα πρόσωπα. Δεν ηρωοποιεί και δε ρητορεύει. Αποφεύγει συστηματικά να περιγράφει συμβάντα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την καχυποψία του αναγνώστη πως τάχα προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει. Κι όταν η αφήγηση πλησιάζει σε μια κορύφωση, ο αφηγητής διακόπτει, για ν' αρχίσει από άλλο σημείο. Την τεχνική αυτή ο συγγραφέας την ονομάζει "σπάσιμο" και λέει ότι υπηρετεί κι αλλιώς την αφήγηση: δεν υποχρεώνει σε κατάβαση, δηλαδή σε πτώση του ενδιαφέροντος. Ακόμη κι ο θάνατος - τόσο συνυφασμένος με τον πόλεμο- περνά πλάγια στην αφήγηση του Γ. Μπεράτη· ακούγεται σαν επιθανάτιος ρόγχος, την ώρα που οι τραυματιοφορείς κουβαλούν τον τραυματία, έξω από το αμπρί του Σγουρού.

"Ο Σγουρός άνοιξε τα μάτια του και μι κοίταξε μέσα στο πρόσωπο.
- Γιατί κάνει έτσι ο τραυματίας, Μπεράτη;
[…]
- Μα έχει αρχίσει ο επιθανάτιος ρόγχος, κύριε Διοικητά.
[…]
Ο Σγουρός ξανάκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε με περισσότερη δύναμη και ακαμψία την πλάτη του πάνω στο τοίχωμα του αμπριού".

Ενώ όμως η εικόνα του θανάτου δεν βρίσκεται ποτέ σε πρώτο πλάνο, ωστόσο η παρουσία του είναι διαρκώς αισθητή. Άλλωστε αυτός αποτελεί το εισαγωγικό μοτίβο της σύνθεσης· η όλη αφήγηση αρχίζει με την εμπειρία του θανάτου.
( ........................................................................................................... )
Είπαμε παραπάνω ότι ο Γιάννης Μπεράτης δεν αφηγείται ηρωικές πράξεις ή εντυπωσιακά γεγονότα. Το στοίχημα του το βάζει πάνω στις μικρές λεπτομέρειες. Αυτές συγκεντρώνει και τις συνθέτει σε μεγάλα σύνολα. Η τέχνη του (το λέει κι ο ίδιος σε μια σημείωσή του) είναι η τέχνη του μωσαϊκού ή της μουσικής σύνθεσης (θυμίζω εδώ ότι το Α' μέρος του βιβλίου ονομάζεται "Συμφωνία"). Όχι ότι ο Γ. Μπεράτης καταγράφει τα πάντα, αλόγιστα. Ούτε καταγράφει ημερολογιακά τα περιστατικά, αλλά επιλέγει τις λεπτομέρειες. Η διαδρομή λ.χ. μέσω της Κορυτσάς δεν περιγράφεται καθόλου, παρόλο που αργότερα γίνεται μνεία της.
Με την τεχνική της λεπτομέρειας ο αναγνώστης είναι διαρκώς παρών στην αφήγηση, και μάλιστα με όλες τις αισθήσεις του· γεύεται και οσμίζεται· αισθάνεται στο πετσί του όλα όσα συμβαίνουν. Αντί να έχει μια εποπτεία αφ' υψηλού του μετώπου με τα τυπικά του γνωρίσματα, παρακολουθεί την εσωτερική του ζωή, τον παλμό του, συλλαμβάνει το ιδιαίτερο ύφος του. Είναι επίσης από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στο βιβλίο να παρακολουθεί κανείς πώς οι λεπτομέρειες αυτές περνούν χρυσικά και αβίαστα στην αφήγηση, δήθεν τυχαία πολλές φορές, πώς ενορχηστρώνονται και δίνουν την εντύπωση μιας σύνθεσης πλατιάς, που κυλάει με συγκρατημένη βουή, όπως και το άλλο πλατύ ποτάμι κοντά στο μέτωπο: ο Αώος.»