Κοτζιά Ελισάβετ, «Το Τρίτο Στεφάνι του Κ. Ταχτσή σε ένα κύκλο ζωής και ενδιαφέροντος»
 
 
εφημ. Καθημερινή, 12-11-1987
 
 
«Μία από τις μεγαλύτερες μεταπολεμικές εμπορικές επιτυχίες στην ελληνική πεζογραφία, το μυθιστόρημα αυτό έχει φτάσει σήμερα στα εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Τα είκοσι πέντε του χρόνια συνιστούν άλλωστε ένα πλήρη κύκλο ζωής ο οποίος επιβάλλει μιαν εκ νέου ανάγνωση του έργου. Με τα δεδομένα αυτά παίρνει στα χέρια του κανείς το βιβλίο του Κώστα Ταχτσή για να διαπιστώσει ότι το Τρίτο στεφάνι εξακολουθεί να διαβάζεται απνευστί όντας ένα απολαυστικό ελληνικό πεζογραφικό έργο.
Μέσα σε ένα κλίμα εξαιρετικής αστάθειας λόγω της πολιτικής ρευστότητας και των συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων στο πρώτο ήμισυ του αιώνα μας αλλά και εξαιτίας των γυρισμάτων στη μοίρα των ηρωίδων, η Νίνα η αφηγήτρια και η κυρα- Εκάβη η φιλενάδα της περνούν μια ζωή γεμάτη προβλήματα, λαχτάρες, βάσανα, πίκρες και ελάχιστες μικρές χαρές. Με τρεις γάμους και μία κόρη η Νίνα, με έναν ατυχέστατο γάμο, τέσσερα παιδιά και δυο εγγόνια η κυρα-Εκάβη, αφηγούνται τις ιστορίες τους, όνειρα, άδολα νεανικά συναισθήματα, απογοητεύσεις, κοινωνική άνοδος και κατάρρευση, εξοντωτικοί οικογενειακοί καβγάδες, υστερίες, ξυλοδαρμοί, εκτροπές προς τον υπόκοσμο, καθημερινότητα, υποχωρήσεις. Είναι ένας κόσμος μικροαστικός, ασφυκτικά στενός, που πότε ζει υπό την απειλή της πλήρους ανέχειας και πότε ανασαίνει λιγάκι ύστερα από συμβιβασμούς και πολλαπλές παραχωρήσεις. Συγχρόνως και στο βαθμό που επηρεάζει τη ζωή των κύριων προσώπων, κάνει αισθητή την παρουσία της και η ίδια η Ιστορία: Βαλκανικοί πόλεμοι, Α' παγκόσμιος πόλεμος, Μεταξάς, Αλβανικό έπος. Κατοχή, Δεκέμβριος.
Παρά την αποπνικτικότητα του περιβάλλοντος στο μυθιστόρημα επικρατεί ζωντάνια και κέφι. Ο αφηγηματικός τρόπος του συγγραφέα δημιουργεί ένα λόγο ευρηματικό, ρυθμικό, χυμώδη. Γεννά έναν ολόκληρο κόσμο, συγγενείς, φίλοι, γείτονες, Ιταλοί, Εγγλέζοι, Εβραίοι, άνθρωποι μικρόψυχοι, άνθρωποι γενναιόδωροι, παράσιτα, καπάτσοι. Δημιουργεί επίσης —και τούτο αποτελεί το μεγάλο επίτευγμα του Κώστα Ταχτσή— τη ζωντανή αίσθηση του προφορικού λόγου: ακατάσχετη φλυαρία, συζήτηση, αντεγκλήσεις, σχόλια, παράπονα, κλαυθμυρισμοί, ευχές, κατάρες. Πρόκειται για ένα συστατικό με ιδιαίτερα λειτουργικό ρόλο εφόσον προσδιορίζει ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει ο μυθιστορηματικός αυτός κόσμος καθώς και τις πραγματικές δυνατότητες δράσεως που του παρέχονται.
[…]
Θα μπορούσαμε ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι η τεχνική της σύνθεσης στο Τρίτο στεφάνι δεν είναι πάντοτε άψογη. Παρά την ευχαρίστηση που δημιουργεί η οικειότητα της αφηγηματικής φωνής, στιγμές στιγμές δεν ασφυκτιούν μόνον οι ήρωες μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της μικροαστικής Αθήνας και της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου. Ασφυκτιά και το ίδιο το μυθιστόρημα, εξαιτίας ενδεχομένως της συχνής ταύτισης του αφηγητή με τις εμμονές της Νίνας και της Εκάβης αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται πάντα η αναγκαία υπέρβαση των μικροϋπολογισμών και του κουτσομπολιού και να απουσιάζει η απαιτούμενη ποικιλία αποχρώσεων στον αφηγηματικό τόνο που θα προσέδιδαν στο αφήγημα αβίαστο ρυθμό. Και τούτο φαίνεται καλύτερα στα σημεία ακριβώς που το μυθιστόρημα αναπνέει ανεμπόδιστα, κανονικά: τη στιγμή της ήρεμης γαλήνης στο πάρκο πριν από την καταιγίδα που ξεσπά όταν αποκαλύπτεται ότι ο γιος της κυρα-Εκάβης έχει κλέψει το παντατίφ της αδελφής του ή τις ήμερες ώρες της εξοχής προς το τέλος της Κατοχής όταν η Νίνα συνοδεύει τη φιλενάδα της στο νεκροταφείο.
Σ' αυτά ακριβώς τα ατελή χωρία της αφήγησης θα έπρεπε ίσως να αποδοθούν και τα στοιχεία της στατικότητας που εμφανίζονται στην ανάπτυξη του μυθιστορήματος, το γεγονός ότι ορισμένοι χαρακτήρες δεν ολοκληρώνονται με συνέπεια να μην αποδίδεται πλήρως η δραματική τους υπόσταση. Και εδώ, την ανεπάρκεια αυτή τη φωτίζουν ίσως καλύτερα απ' όλα, τα ίδια τα επιτεύγματα του έργου. [...]»