Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Κώστας Ταχτσής»
 
 
Η μεταπολεμική πεζογραφία από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τομ. Ζ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, Σσ.255-257
 
 
Στο Τρίτο στεφάνι, τα περισσότερα από τα στοιχεία που επιδρούσαν ως ένα σημείο αρνητικά ή, εν πάση περιπτώσει, ανέστελλαν μιαν ακραιφνώς ποιητική επεξεργασία- λειτουργία του εκάστοτε συγκεκριμένου βιώματος, τώρα επενεργούν προφανώς θετικά, αφού βρίσκονται και αναπτύσσονται στον ειδολογικώς οικείο τους χώρο. Ο μύθος εξελίσσεται ανάμεσα σε δύο πόλους, που είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένας απροκάλυπτος ρεαλισμός από τη μια και ένας συγκαλυμμένος λυρισμός από την άλλη. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο πόλους εναλλάσσονται το χυδαίο με το αγνό, το ταπεινό με το υψηλό και, έτσι, εναλλασσόμενα, συνυπάρχουν και στοιχειοθετούν την εντελώς ιδιάζουσα ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος.
Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα αφηγούμενα καλύπτει τις πέντε πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, πράγμα που επιτρέπει στο μύθο να εστιάζεται και να κορυφώνεται, από την άποψη της δραματικότητας, σε σημεία-σταθμούς της νεοελληνικής ιστορίας: Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Καταστροφή, 4η Αυγούστου, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Κατοχή, Δεκεμβριανά, είναι τα εκάστοτε ιστορικά επίκεντρα -κατά τη διάρκεια της αφήγησης— που καθορίζουν, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση, την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία συμβαίνουν τα δρώμενα αλλά και τα απλώς υπονοούμενα του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή.
Ο κεντρικός κορμός της αφήγησης στο Τρίτο στεφάνι αποτελείται από δύο γυναικείες μορφές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Από τη Νίνα και από την κυρα-Εκάβη, οι οποίες αφηγούνται, διηγούνται σε πρώτο πρόσωπο —η μία στην άλλη χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται ότι συζητούν τα διάφορα καθέκαστα της ζωής τους: έρωτες, γάμους, διαζύγια, εγκαταλείψεις, θανάτους, οικονομικές καταστροφές, οικογενειακά βάσανα ή δράματα κλπ. Οι δύο αυτές διηγήσεις, της Νίνας και της κυρα-Εκάβης (που ως γυναικείες μορφές είναι απολύτως αναγνωρίσιμες και συνηθισμένες, γνήσιοι φορείς του πνεύματος του νεοελληνικού μικροαστισμού), φτάνουν, σταδιακά, ως τα παιδικά τους χρόνια, πράγμα που παρέχει τη δυνατότητα να παραλεύνουν, κατά τη διάρκεια των διηγήσεων, πολλά και διάφορα πρόσωπα, μερικά από τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικότατους τύπους της σύγχρονης ζωής.
Το θέμα στο Τρίτο στεφάνι, δύσκολα θα μπορούσε να διεκδικήσει τον χαρακτηρισμό του πρωτότυπου· θα λέγαμε, μάλιστα, ότι το ίδιο θέμα, στα χέρια ενός άλλου, λιγότερο ικανού πεζογράφου, θα διέτρεχε εύκολα τον κίνδυνο να περιπέσει στα όρια της κοινοτοπίας. Ο Κώστας Ταχτσής, όμως, χειρίζεται με μιαν ομολογουμένως εντυπωσιακή πρωτοτυπία το υλικό του, προσδίδοντάς του διαστάσεις κάποτε απρόβλεπτες και διευρύνοντας το περιεχόμενο και τη σημαντική του πολύ πέρα από τα πλαίσια της αφηγηματικής επιφάνειας, όπως τουλάχιστον αυτή διαφαίνεται από μια πρώτη ματιά.
Όσο για τη συμμετοχή του συγγραφέα στα αφηγούμενα, μολονότι είναι συχνά εμφανές ότι μια από τις κύριες προθέσεις του είναι να αυτοβιογραφηθεί, είναι μηδαμινή, αν όχι ανύπαρκτη. Παρατηρεί κανείς ότι προσπαθεί να περιοριστεί στο ρόλο ενός αντικειμενικού καταγραφέως, ο οποίος καταγράφει τα διάφορα συμβάντα που τον αγγίζουν κοινωνικά, ιστορικά, προσωπικά κλπ., «χωρίς καμιάν απολύτως ψευδαίσθηση, ιδεολογική ή άλλη». Οι υπό μορφήν διαλόγου μονόλογοι των δύο γυναικών «αρχίζουν και τελειώνουν με μια πιστότητα σχεδόν μαγνητοφωνική, όχι μόνο στα ανάμικτα γλωσσικά στοιχεία τους, αλλά και στην αρχιτεκτονική αναρχία τους. Τούτος ο ιδιότυπος "νατουραλισμός", χαρίζει, βέβαια, μια επιπρόσθετη ζωντάνια και γραφικότητα, μια οικειότητα και ένα "ύφος" στο κείμενο, αλλά ταυτόχρονα υποχρεώνει τον συγγραφέα σε αρκετά ολισθήματα —χρονικό κονφούζιο, πρωθύστερα, υπαινικτικές αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα που προϋποτίθενται γνωστά ενώ παραμένουν άγνωστα, συσσώρευση ασημαντολογιών και παράλληλα επί τροχάδην εξόφληση των καιρίων».
Ένα ακόμη αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Κώστας Ταχτσής προσπαθεί -και τελικά πετυχαίνει- να διατηρήσει τη θέση του «αδέσμευτου» παρατηρητή κατά τη διάρκεια του «διαλόγου» καθώς και στα όσα προκύπτουν από τις διηγήσεις —εξιστορήσεις των δύο γυναικών, είναι ότι η συμπεριφορά του απέναντι σ' αυτά είναι ωμή, εντελώς απροκάλυπτη, χωρίς να τη διακρίνει ίχνος διάθεσης οίκτου ή απωθημένης κακίας. Πουθενά δεν επιχειρείται μια παρέμβαση, δεν διατυπώνεται μια κρίση, πράγμα που έχει σαν συνέπεια τα πρόσωπα του βιβλίου —που είναι πολλά— να διατηρούν μιαν αυτάρκεια και μιαν αυτοτέλεια ως συγκεκριμένοι χαρακτήρες· μιαν ανεξαρτησία, θα ήταν το σωστότερο να πει κανείς, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν διακυβεύεται από τις όποιες πιθανές παρεμβάσεις του συγγραφέα. Οι ήρωες στο Τρίτο στεφάνι, είναι έρμαια της μοίρας τους και μόνο, —όπως αυτή προοιωνίζεται από την ιδιοσυγκρασία τους και τις γενικότερες περιβαλλοντικές συνθήκες— ή όπως διαγράφεται από τα διαδραματιζόμενα στο μυθιστόρημα και όχι από τις προθέσεις του δημιουργού του.
Βεβαίως, η πληθώρα των προσώπων που διαρκώς παρεμβάλλονται μέσα στις διηγήσεις των δύο γυναικών, σε συνδυασμό με τα πάμπολλα ζητήματα και προβλήματα που θίγονται, θα μπορούσε να πει κανείς ότι επενεργούν, ως ένα σημείο, ανασταλτικά στη φανερή πρόθεση του συγγραφέα να ολοκληρώσει θεματικά —κυρίως— ιστορικά και κοινωνικά την τοιχογραφία των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Το ίδιο το πλαίσιο, εξάλλου, που αυτός ο ίδιος δημιουργεί με τις παραπάνω δύο παράλληλες διηγήσεις-αφηγήσεις, αποδεικνύεται εν μέρει ανεπαρκές για την ολοκληρωτική επιτυχία ως προς την πραγματοποίηση αυτής του της πρόθεσης. «Δεν εξαντλεί όσα θα ήθελε ή, ακριβέστερα, θα ημπορούσε να ειπεί. Αρχικά δεσπόζει το θέμα της θρησκοληψίας, η φροϋντιστική προσήλωση κατόπιν μητέρας προς γιο αποκτά βαρύνουσα θέση, ακολουθεί το επίμονο σταμάτημα στα καθέκαστα του Πολέμου και της Κατοχής, ενώ πλήθος άλλα παρεμβάλλονται επεισοδιακά. Η πλούσια μυθοπλαστική φαντασία του συγγραφέα γεμίζει το μυθιστόρημα με συμβεβηκότα και ιστορίες, που ενδιαφέρουσες αυτές καθ' εαυτές, δεν εντάσσονται όμως πάντα σαν οργανικό σώμα στο πεζογράφημα και κυρίως δεν αφήνουν να διαφανούν πλήρως και να εξηγηθούν τα ελατήρια και οι αντιδράσεις των προσώπων. Από τα τελευταία αυτά μόλις ένα ή δύο ολοκληρώνονται και παραμένουν ζωντανά στη μνήμη μας και μετά το κλείσιμο του βιβλίου».