Τερζάκης Άγγελος, Κωνσταντίνος Θεοτόκης
 
 
Βασική Βιβλιοθήκη Αετού αρ.31, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1955, Σσ.15-17
 
 
Το 1914 τυπώνεται στην Κέρκυρα το πρώτο μεγάλο σ' έκταση διήγημα του Θεοτόκη, «Η Τιμή και το Χρήμα». Είχε γραφτεί, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στην αφιέρωση, πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, δρα πάνω στην ακμή της σοσιαλιστικής δράσης του συγγραφέα. Τα σημάδια του ιδεολογικού αυτού προσανατολισμού, είναι κατάφωρα στο έργο, αν και χωρίς τη φορτικότητα, την αδέξια επέμβαση του προγραμματισμού. Η «Τιμή και το Χρήμα» είναι καρπός μιας ορισμένης κοσμοθεωρητικής στάσης απέναντι στην κοινωνική ζωή, που αποτέλεσε πια το αφομοιωμένο περιεχόμενο μιας καλλιτεχνικής συνείδησης, κι' όχι μεταπλασμένη μηχανικά σε είδος λόγου πολιτική πράξη. Μορφικά, παρουσιάζει ζωντάνια, ευλυγισία, κάποια χάρη ακόμα, σχεδόν χαμογελαστή, μιαν αβρότητα στο χειρισμό, που δε θα γνωρίσουμε στα κατοπινά έργα του συγγραφέα, τα κάπως πυκνά και δυσκίνητα, ανεξάρτητα από τις βαθύτερες αρετές τους. Είναι ένα διήγημα δραματικά οργανωμένο, με σκηνές ζεστές, παλλόμενα ανθρώπινες, και με μια κατακλείδα που φτάνει στο σπαραγμό. Η έμπνευση, κατ' ευθείαν από τη ζωή, είναι αισθητή στην «Τιμή και το Χρήμα», μ' όλο που, σε κάποια επεισοδιακά σημεία (όπως αργότερα και στους «Σκλάβους») μοιάζει κάπως αναφομοίωτη αντιγραφή.
Η πρώτη σκηνή, γεμάτη ενάργεια και γοργότητα, μας μπάζει αμέσως στο κλίμα του έργου. Η σιόρα Επιστήμη η Τρινκούλενα, δέχεται να κρύψει στο σπίτι της το λαθραίο εμπόρευμα που κουβαλάει, κυνηγημένος από την εξουσία, ο Αντρέας, γιος καλής μα ξεπεσμένης φαμελιάς. Κάδρο της δράσης είναι το Μαντούκι, παραθαλάσσιο προάστειο της Κέρκυρας. Η κόρη της Τρινκούλενας, η Ρήνη, ερωτεύεται τον Αντρέα, όμως και τα δυο σπίτια τα δέρνει η φτώχεια. Ο Αντρέας, για να πάρει γυναίκα του τη Ρήνη, ζητάει εξακόσια τάλλαρα, όσα δηλαδή του χρειάζονται για να ξεχρεώσει το σπίτι του. Η Τρινκούλενα δε μπορεί να προσφέρει πάνω από τριακόσια. Αυτό είναι το δράμα. Η Ρήνη, παραβλέποντας τις υλικές δυσκολίες, ορμηνεμένη μονάχα από την αγάπη της, θα εκτεθεί με το παλικάρι, θα ξεπορτίσει μαζί του. Ο Αντρέας, μολονότι καλοπροαίρετος, βρίσκεται σ' αδυναμία να παραβλέψει το χρηματικό ζήτημα. Αλλοιωμένος ψυχολογικά από τη σκληρήν ανάγκη της καθημερινής βιοπάλης, θα παρατήσει μια μέρα την Ειρήνη, δε θα υποχωρήσει στις ικεσίες της μάνας της, στην απόγνωση της. Η Τρινκούλενα, έξαλλη, τον χτυπάει μέσα στην ψαραγορά μ' ένα μαχαίρι στο μπράτσο. Ύστερα, γυρεύοντας του «να τη διαφεντέψει μπροστά στο δικαστήριο», να μη της «χάσει το σπίτι της», του πετάει τα κλειδιά του κομού της, του δίνει τα χίλια τάλαρα που απαιτούσε πια εκείνος για να στεφανωθεί την κόρη της. Όμως η Ρήνη δε θα δεχτεί τώρα πια. Η πίστη της έχει γκρεμιστεί, η καρδιά της είναι συντριμμένη. «Όχι, του αποκρίθηκε, όχι! για λίγα χρήματα ήσουν έτοιμος να με πουλήσεις, και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες. Πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
Ποιος φταίει; Η ερώτηση ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη του αναγνώστη, σαν τελειώσει το διήγημα,—κι' αυτό είν' εκείνο που είχε επιζητήσει ο συγγραφέας. Την απάντηση την έχει άλλωστε δώσει ό ίδιος με το «λάϊτ μοτίβ» του έργου : «Ανάθεμα τα τα τάλλαρα!» Το λέει η Τρινκούλενα, το λέει ο Αντρέας όταν βλέπει πως η ευτυχία του χάθηκε πια — και τα δυο φαινομενικώς αντίπαλα μέρη. Με το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα, σωτηρία δεν υπάρχει˙ οι άνθρωποι προστυχεύουν, τα ευγενικά συναισθήματα σβύνουν, τα πάντα γίνονται αντικείμενο συναλλαγής. Συμπόνια βαθειά μας απομένει σαν κατακάθι για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες, αφού όλοι τους είναι θύματα και κανένας τους προσωπικά φταίχτης. Το δίπτυχο των άξιων, που εκφράζεται στον τίτλο του έργου, μένει, έτσι, γενικότερα αποφασιστικό και καλύπτει το μεγαλύτερο ποσοστό του θεοτοκικού έργου : Τιμή - Χρήμα. Γύρω σ' αυτό τον κεντρικόν άξονα περιστρέφονται οι δραματικές κρίσεις που μας έχει αναπαραστήσει και θα μας αναπαραστήσει. Κρατούνε τους ανθρώπους βυθισμένους στην αμάθεια, στην ανάγκη, και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αντιστυλώνεται μέσα της μονάχα με τη μορφή μιας πρωτόγονης, επικίνδυνης λεβεντιάς. Μεταφερμένο το πρόβλημα τούτο σε διαφορετικό επίπεδο, θα το ξαναβρούμε αμέσως υστέρα στους «Σκλάβους». Το παζάρεμα αποτυπώνει τη σφραγίδα του, ατιμωτική, σ' όλο το δραματικό σύμπλεγμα του «Καραβέλα». Κι' ο Κατάδικος ακόμα, μολονότι πιο ειδικός σαν περίπτωση, πιο «ιδιωτικός», θα διαυλακωθεί κάποιες στιγμές από το υποβρύχιο αυτό ρεύμα.
Έχουμε έτσι, τοποθετημένο πια και ξεκάθαρο, το σχήμα της κοσμοθεωρητικής στάσης του συγγραφέα. Είναι η «εξ υπαρχής άποψη της ζωής», όπως τη βρίσκουμε στους πλείστους κοινωνικούς πεζογράφους˙ το ατομικό πρίσμα τους. Τα κύρια θέματα που θα τους απασχολήσουν αργότερα, βρίσκονται κιόλας σε σπέρμα, σε κατάσταση λανθάνουσα, μέσα σ' ένα πρώτο τους έργο. «Σ' όλη μου τη ζωή, γράφει μιλώντας για τους «Καραμάζωφ» κοντά στο τέλος της ζωής του ο Ντοστογιέφσκη, μ' απασχόλησε τούτο το θέμα' ή ύπαρξη του Θεού». Το παιδαγωγικό πρόβλημα τοποθετείται σαν επίκεντρο για τον Ντίκενς αμέσως από το νεανικό του «Δαυίδ Κόπερφιλντ». Τις πηγές ολάκερου του φλωμπερικού έργου θα τις βρούμε στην πρώτη κιόλας μορφή της «Αισθηματικής Ανατροφής». Έτσι, έχουμε την πρώτη αίσθηση, το πρώτο σχήμα κάτω από το όποιο υπόπεσε στην αντίληψη του συγγραφέα ο κόσμος. Κάποια ορόσημα φυτεύτηκαν, το φαινόμενο της ζωής πήρε μια πλαστική έκφραση απλουστευμένη. Οι άνθρωποι τείνουμε ψυχόρμητα στην απλούστευση. Κι' αργότερα, κάποτε, εκείνο που χρησίμευε στην αρχή για να μας κάνει το αντικείμενο της εμπειρίας νοητό, γίνεται σύνορο και την περιορίζει.