Καρβέλης Τάκης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης: Από την ηθογραφία στο κοινωνικό μυθιστόρημα»
 
 
Δεύτερη ανάγνωση. Δοκίμια, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1984, Σσ.121-131
 
 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1872 και πέθανε στις 2 Ιουλίου 1923 στην Κέρκυρα. Σπούδασε μαθηματικά, φυσική, φιλολογία και φιλοσοφία στην Αγγλία, Αυστρία, Ιταλία και Γερμανία, χωρίς να επιδιώξει ποτέ να πάρει δίπλωμα, γιατί εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η πνευματική του καλλιέργεια. Ήξερε δέκα γλώσσες, πέντε ζωντανές (γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά) και πέντε νεκρές (αρχαία ελληνικά, λατινικά, σανσκριτικά, εβραϊκά και παλαιοπερσικά). Αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και τη συγγραφή και μας άφησε δεκαεφτά εν όλω σονέτα, πολλές μεταφράσεις αρχαίων και ξένων συγγραφέων κι ένα πλούσιο σε έκταση πεζογραφικό έργο, με το όποιο και θα ασχοληθούμε.
Στα δύο πρώτα του αφηγήματα, τη Ζωή τον βουνού, που εκδόθηκε γαλλικά το 1895 με τον τίτλο Vie de Montagne, και το Πάθος, ο Θεοτόκης δεν έχει βρει ακόμη το δρόμο του, δεν έχει χαράξει την πορεία του που με πίστη και σταθερότητα θ' ακολουθήσει ως το τέλος της ζωής του. Το πρώτο, που ο ίδιος ο συγγραφέας το αποκήρυξε, είναι μια σκληρή σάτιρα των πολιτικών ηθών στην Ελλάδα κι από την άποψη αυτή μας αποκαλύπτει πως βλέπει την πολιτική ζωή της πατρίδας του. Το δεύτερο είναι επηρεασμένο απ' τον Ζαρατούστρα του Νίτσε. Ήρωας του ο Αβουφέδης, που στα είκοσι εφτά του χρόνια απαρνιέται τον κόσμο και πάει να ζήσει στην ερημιά, θέλοντας έτσι να φτάσει στην τελειότητα του υπεράνθρωπου. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Κ. Θεοτόκης μιμείται δουλικά το πρότυπο του και δεν έχει κατασταλάξει ακόμη στην αδρή, ρεαλιστική του γραφή, Το λυρικό στοιχείο κυριαρχεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές έχεις την εντύπωση πως το κείμενο γίνεται ποιητικό.
Οι Κορφιάτικες Ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1935 και περιλαμβάνουν όσα διηγήματα δημοσίευσε ο συγγραφέας κυρίως στα περιοδικά Τέχνη, Διόνυσος και Νουμάς, καλύπτουν την πρώτη φάση της πεζογραφίας του, την ηθογραφική. Οι άνθρωποι που θα κινηθούν και θα ζωντανέψουν μέσα σ' αυτά τα διηγήματα είναι, βασικά, αυτοί που ζουν γύρω του κι αντιπροσωπεύουν γνήσιους κι αυθεντικούς τύπους της κερκυραϊκής υπαίθρου. Με γλώσσα που πολλές φορές αποκλίνει σε ιδιωματισμούς, με γραφή λιτή και αδρή, ο συγγραφέας περιορίζεται στο ρόλο του αθέατου κι αντικειμενικού αφηγητή, που αποφεύγει το σχολιασμό και τις παρεμβάσεις. Στα διηγήματα αυτά η περιγραφή δεν γίνεται ποτέ αυτοσκοπός, όπως πολλές φορές συμβαίνει με την πεζογραφία της εποχής του, άλλα είναι οργανικά δεμένη με τη δράση. Για τους ήρωες του μιλούν βασικά τα ίδια τα γεγονότα, που μπλέκονται ανάμεσα τους με τέχνη καίρια και αναπαραστατική. Κάτι άλλο επίσης που πρέπει να τονιστεί, είναι πως η ηθογραφία του Κ. Θεοτόκη δεν στέκει ποτέ στην επιφάνεια. Ο Κ. Θεοτόκης δεν είδε ποτέ τα ήθη και τα έθιμα ως διακοσμητικό στοιχείο των ιστοριών του. Πίσω από τον επιφανειακό διάκοσμο θέλησε να συλλάβει την πραγματική ψυχή του ανθρώπου, με τα πάθη της και τις αδυναμίες της. Ας δούμε πως γίνεται ο χειρισμός του θέματος στο διήγημα «Ακόμα;»:

(Είναι νύχτα. Στο λητρουβειό, όπου δουλεύει ο Κούρκουπος, μπαίνει ξαφνικά ο ξάδελφος του Θοδόσης, για να του αναγγείλει πως μόλις είδε τη γυναίκα του με κάποιον στους Έρμονες. Τον παίρνει και πάνε να την παραφυλάξουν. Η γυναίκα περνάει από κοντά τους ντυμένη αντρίκια. Ο Κούρκουπος μένει αναποφάσιστος. Τότε παρεμβαίνει ο Θοδόσης):

«Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι». Του 'πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης. «Μας εντροπιάσατε». Κ’ έκαμε να του αρπάξει το ντουφέκι.
«Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κ' εφώναξε αποφασισμένος:
«Γυναίκα στάσου' ειδεμή...»
Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μια στιγμή την έχασαν από μπρος τους.
«Είδες, είδες; φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης.
Κ' εριχτήκαν με μιας κ' οι δύο κατόπι της και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.
Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε: «Στάσου, στάσου». Ενώ ο άλλος του 'λέγε.
«Τράβα της·τέλειωνε».
Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει τη ντροπή του από το στόμα της·και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωρίου, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου. Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.
«Όχι εδώ» του 'πε ο Θοδόσης˙ «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το ντουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου».
Και ο Κούρκουπος υπάκουσε˙· του απάφησε το όπλο˙ και εσήκωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι.
Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύα καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους. Αυτός έκλεισε με βιά την πόρτα.
Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κ' εφοβηθήκαν κ' οι δυο τους. Καθώς όμως είτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνήστρα, και με μιας έλαμψε το σπίτι.
Το πρόσωπο του Κούρκουπου είταν συγνεφιασμένο˙ βλέποντας τον ελίγωσεν η γυναίκα κ' εκάθισε χάμου.
Έφαινόταν μικρή στ' αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημα της και κοιτάζοντας·την τον επαραπήρε ή χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κ' ύστερα με βαθύ ανασασμό της είπε:
«Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα που είσουν;»
Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε˙ εξέτασε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας˙ και του παρουσιαστή στην όψη ένας κόπιδας που τον άδραξε αμέσως. Ευρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας.
«Που είσουν; που είσουν;»
Κι όσο εκείνη από τρομάρα κ' έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε˙ κ' έκατάλαβε η άτυχη πως είταν τώρα το τέλος της.
«Έλεος, έλεος» είπε˙ «αμαρτωλή είμαι˙ μα είμαι έγκυα˙ δικό σου είναι το παιδί, μα το Θεό!»
Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε.
Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά˙ όξω εξημέρωνε.
Κι ο Θοδόσης που 'χε παραμονέψει εχτύπησε μ' ορμή την πόρτα' κ' είπε: «Ακόμα; ακόμα;»
Και σαν απάντηση ακούστηκαν φωνές από μέσα.
— «Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν: —«Βοήθεια, βοήθεια!... Α!»
Κ' υστέρα άκρα σιωπή.
Τότες όμως ανοίχτηκαν τ' άλλα σπίτια, κ' εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, άνταριασμένοι, κ' εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τί τρέχει' κι αφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα άπό μέσα. Ο Θοδόσης τους αποκρίθηκε: — «Την εσκότωσε».1
Το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της λιτής και συνάμα έντονα δραματικής και αναπαραστατικής γραφής του Κ. Θεοτόκη. Ο συγγραφέας δεν σχολιάζει, αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους, μαζί μ' ένα σύντομο πάντα, περιεκτικό διάλογο. Τα ήθη, οι προλήψεις, τα άγρια πάθη είναι οι καθαυτό κινητήριες δυνάμεις. Οι άνθρωποι είναι απλά ενεργούμενα τους. Τη φωνή τους εδώ θα τη βρουν στο πρόσωπο του ξάδερφου, του Θοδόση. Αυτός θ' αναγκάσει τον Κούρκουπο να γίνει θεματοφύλακας τους, θέλοντας και μη ο Κούρκουπος οδηγείται στο έγκλημα χωρίς καμιά δυνατότητα επιλογής. Ή θα σκοτώσει κι έτσι θα πράξει σύμφωνα με την καθιερωμένη τάξη των ανθρώπων, η θα υποχωρήσει σ' αυτό που η λογική και η ανθρώπινη συμπόνια του υπαγορεύει, οπότε θα κηλιδώσει την τιμή του μέσα στα ασφυκτικό πλαίσιο της αγροτικής κοινότητας. Με το διήγημα αυτό παίρνουμε και μια ιδέα από το βίαιο κόσμο των παθών, των προλήψεων και των αδυναμιών που γίνονται οι κινητήριες δυνάμεις στις Κορφιάτικες Ιστορίες.
Στο ίδιο κλίμα με τις Κορφιάτικες Ιστορίες ανήκει, και το ανέκδοτο ως τά,1977 διήγημα «Αγάπη παράνομη». Βρέθηκε σε χειρόγραφο με χρονολογική ένδειξη 1906 και με φθορές σε ορισμένα χωρία. Κεντρικά πρόσωπα ο Στάθης Θεριανός, που ερωτεύεται τη γυναίκα του γιου του, η γυναίκα του Διαμάντω και η νύφη της Χρυσαυγή. Καρπός αυτής της παράνομης αγάπης είναι ένα αγόρι, που θα πεθάνει αμέσως μαζί με τη μητέρα του. Κι εδώ ο συγγραφέας θα περιοριστεί στο ρόλο του αμερόληπτου και αθέατου παρατηρητή.
Δύο πρόσωπα κυρίως ολοκληρώνονται περισσότερο μέσα στο διήγημα, ο Στάθης Θεριανός και η γυναίκα του Διαμάντω. Ο γιος, που εν τω μεταξύ στρατεύεται, μένει στη σκιά˙ της Χρυσαυγής παρακολουθούμε τη διολίσθηση στον παράνομο δεσμό, όχι τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις της. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, ο κοινωνικός περίγυρος μόλις διαγράφονται. Η Διαμάντω, η γυναίκα του πρωταγωνιστή, θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο ν' αποτρέψει την επερχόμενη καταστροφή. Ο Στάθης όμως Θεριανός δεν θα εξαγιαστεί, όπως ο Καραβέλας, θα χωθεί μες στα άδυτα του πάθους του. Η διαγραφή όμως αυτού του πάθους θα γίνει με πειστικότητα, ιδίως στην αρχή, όταν κι ο ίδιος δεν θέλει να πιστέψει ότι γίνεται μέσα του και προσπαθεί να τ' αποφύγει. Τελικά όμως θα υποκύψει και θα οδηγηθεί, μαζί με τη νύφη του, όχι στο εξιλαστήριο μαρτύριο, άλλα στο βυθό. Ο Κ. Θεοτόκης με την «Αγάπη παράνομη» βρίσκεται ακόμη στην πρώτη φάση της πεζογραφίας του. Αποφεύγει το σχολιασμό και τις παρεμβάσεις. Καταγράφει ό,τι αξιόλογο του δίνει το γύρω του αγροτικό περιβάλλον με τα όχι πάντοτε τόσο αγνά ήθη του κι αφήνει τα υπόλοιπα στον αναγνώστη.
Η τιμή και το χρήμα είναι το δεύτερο μεγάλο διήγημα του Θεοτόκη. Εκδόθηκε το 1914, είχε όμως γραφτεί πριν απ' τους Βαλκανικούς πολέμους. Κεντρικά πρόσωπα είναι η σιόρα Επιστήμη η Τρινκούλαινα, η κόρη της Ρήνη κι ο Αντρέας Ξης, νέος από καλή οικογένεια, άλλα ξεπεσμένος οικονομικά. Την αγάπη τους καταστρέφει η επιμονή του Αντρέα να πάρει προίκα 1.000 τάλλαρα, όσα του είναι απαραίτητα για να ξεχρεώσει το σπίτι του. Όταν ο Κ. Θεοτόκης έγραψε αυτό το διήγημα, είχε προσχωρήσει στη σοσιαλιστική ιδεολογία. Το ηθογραφικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο κίνησε την πεζογραφία του με τόση ειλικρίνεια και γνησιότητα, είχε κάπως εξαντληθεί. Ο νέος ιδεολογικός του προσανατολισμός του δίνει μια διέξοδο και τον οδηγεί στη δεύτερη φάση της πεζογραφίας του με την Τιμή και το χρήμα και τους Σκλάβους στα δεσμά τους. Δεν είναι πια τα πάθη μόνο και τα καθιερωμένα ήθη που κινούν τους ήρωες του, άλλα το συμφέρον, το χρήμα. Ο Αντρέας αγαπάει τη Ρήνη και θα την έπαιρνε και χωρίς προίκα, αν μπορούσε να στρωθεί στη δουλειά και να μην υπολογίσει την καταγωγή του. Είναι θύμα λοιπόν των περιστάσεων, της όλης συγκρότησης μιας κοινωνίας που πάνω απ' όλα βάζει το χρήμα. Αυτό κινεί τα πάντα, ρυθμίζει την αγάπη και διαμορφώνει τους ανθρώπους.
Όλο το διήγημα, αν κι εκφράζει την ιδεολογική θέση του συγγραφέα, είναι γραμμένο με την ίδια πάντοτε αδρότητα στη γραφή, με οργανικά δεμένη τη δράση και την περιγραφή, παλλόμενο από ζεστές ανθρώπινες σκηνές κι οργανωμένο σε μια συνεχή δραματική ένταση. Οπωσδήποτε όμως σημειώνει σημαντική στροφή στη γραφή και τις επιδιώξεις του Κ. Θεοτόκη. Δεν έχει την αμεσότητα και την εκφραστική λιτότητα των πρώτων του διηγημάτων. Ο συγγραφέας δεν καταγράφει απλώς ότι αξιόλογο του προσφέρει η γύρω του ζωή, άλλα επιλέγει απ' αυτό ότι περισσότερο εκφράζει την ιδεολογία του.
Με τους Σκλάβους στα δεσμά,τους ο Κ. Θεοτόκης επιχειρεί μια ευρύτερη σύνθεση. Εκδόθηκε το 1922, είναι όμως σίγουρο ότι γράφτηκε πριν απ' τον Κατάδικο και τη Ζωή και το θάνατο τον Καραβέλα. Όλο το μυθιστόρημα πλέκεται γύρω από το δράμα της αρχοντικής οικογένειας του Αλέξαντρου Οφιομάχου Φιλάρετου, που είναι και το πιο ολοκληρωμένο πρόσωπο. Παρακολουθώντας το οικογένειακό του δράμα και τον ξεπεσμό του, ο αναγνώστης παρακολουθεί συγχρόνως τον ξεπεσμό της φεουδαρχικής τάξης και την άνοδο της αστικής, που την εκπροσωπεί ο γιατρός Στεριώτης, ο οποίος και θα πετύχει ότι θέλει: Θα πάρει γυναίκα του την κόρη του Αλέξαντρου Οφιομάχου, Ευλαλία, που αγαπάει τον ονειροπόλο σοσιαλιστή Άλκη Σωζόμενο.
Με το μυθιστόρημα αυτό ο Θεοτόκης θέλησε να δώσει μια συνθετική εικόνα της κοινωνίας, έργο αρκετά δύσκολο. Δεν μπόρεσε όμως να κρατήσει τη θέση του αντικειμενικού παρατηρητή. Δεν κατόρθωσε ν' αποφύγει την ταύτιση του με τον ονειροπαρμένο σοσιαλιστή Άλκη Σωζόμενο. Θέλησε να δώσει έναν αντιπροσωπευτικό πίνακα της ζωής, δεν μπόρεσε όμως να ισορροπήσει τα διάφορα μέρη του μυθιστορήματος και γι' αυτό η αφήγηση του πολλές φορές χαλαρώνει απ' τις εκτεταμένες επεμβάσεις του συγγραφέα η τις περιγραφές των αντιδράσεων των προσώπων του. Όλα αυτά επισημαίνουν τα πρώτα ρήγματα στη ρεαλιστική γραφή του Κ. Θεοτόκη. Αν λάβουμε επίσης υπόψη μας, πως από τα πρόσωπα το πιο ολοκληρωμένο κι αρτιωμένο είναι μόνο ο Αλέξαντρος Οφιομάχος Φιλάρετος, αντιλαμβανόμαστε με τι δυσκολίες ο Κ. Θεοτόκης προσπάθησε να συνθέσει το μυθιστόρημα του. Παρ' όλα αυτά, οι Σκλάβοι στα δεσμά τους είναι έργο αξιόλογο, που άνοιξε το δρόμο του κοινωνικού μυθιστορήματος και διατηρεί την αξία του με τις αναμφισβήτητες αρετές του.
Με τον Κατάδικο και τη Ζωή και το θάνατο του Καραβέλα ο Κ. Θεοτόκης επιχειρεί μια σύνθεση των δύο πρώτων φάσεων της πεζογραφίας του. Στην πρώτη φάση, την ηθογραφική, καταγράφει με τέχνη απαράμιλλη ότι αξιόλογο βλέπει γύρω του˙ στη δεύτερη, με βάση πάντα τον κοινωνικό περίγυρο της Κέρκυρας, επιχειρεί κριτική ανάλυση της αστικής κοινωνίας. Μετά τη δεύτερη αύτη φάση, ακολουθεί η τρίτη και τελευταία. Ο συγγραφέας παρουσιάζεται πιο ώριμος ιδεολογικά και περισσότερο κατασταλαγμένος στη γραφή. Στον Κατάδικο δεν δεσπόζει το χρήμα, άλλα ο παράνομος έρωτας της Μαργαρίτας, της γυναίκας του Γιώργη Αράθυμου, με τον Πέτρο Πέππονα και η γεμάτη από χριστιανική αγάπη ανιδιοτέλεια του Τουρκόγιαννου. Αγαπάει κι αυτός τη Μαργαρίτα, η αγάπη του όμως αυτή θα του γίνει δύναμη αγαθοποιός και θα αφήσει ανέπαφο τον κόσμο των παθών. Τύπος καθαρά Ντοστογιεφσκικός, μας θυμίζει τον πρίγκιπα Μίσκιν, χωρίς βέβαια να κατορθώνει και να τον πλησιάσει καν. Στον Κατάδικο είναι εμφανής η ωριμότητα της τεχνικής του Κ. Θεοτόκη. Προτού λ.χ. ανακαλυφτεί ο φονιάς, που ο αναγνώστης βέβαια τον υποψιάζεται, ο συγγραφέας θα καλύψει την είδηση μ' ένα πολύ μικρό κεφάλαιο:
«Την άλλη μέρα ο Γιώργης Αράθυμος ωδήγησε τα δυο καματερά του στη χώρα για να τα πουλήσει. Και την ακόλουθη ημέρα έμαθε ο κόσμος στο χωριό, πως στο γυρισμό του τη νύχτα τον είχαν σκοτώσει και τον είχαν ληστέψει στο δρόμο και πως θα τον έφερναν μια μέρα έπειτα με το αμάξι για να τον θάψουν στο κοιμητήριο της εκκλησίας του».
Αφήγηση απλή, λιτή, με συνδετικό αρμό τον παρατακτικό και.
Στον Κατάδικο η σοσιαλιστική ιδεολογία υποβαθμίζεται. Η ζωή δεν αναρριπίζεται μόνο από το πάθος των παράνομων εραστών, που οδηγεί στο έγκλημα, αλλά και από το φως της ανεξικακίας του Τουρκόγιαννου, που αίρει τις αμαρτίες των άλλων και φτάνει ως τα έσχατα όρια: οι ένοχοι προς στιγμήν αισθάνονται τύψεις, στο τέλος όμως εξασφαλίζουν την ελευθερία τους και δέχονται αυτοί να συνεχίσουν τη ζωή τους κι ο αθώος Τουρκόγιαννος να σήπεται στη φυλακή. Με τον Τουρκόγιαννο ο Κ. Θεοτόκης ίσως θέλησε ν' απαλύνει τον άγριο κόσμο των παθών που ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Θέλησε να δώσει ένα αισιόδοξο μήνυμα με την αντιπαράθεση της ενεργητικής μεγαλοψυχίας του. Η διαγραφή όμως του τύπου του πρόδωσε τις προθέσεις του. Γιατί ο Τουρκόγιαννος είναι απ' την αρχή ως το τέλος σχηματικός, αντιδρά σχεδόν πάντοτε πανομοιότυπα.
Παρ' όλα αυτά, ο Κατάδικος δεν παύει ν' ανήκει στα πιο κορυφαία διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. «Ο Τουρκόγιαννος», παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης, «ζει, όχι βέβαια σαν τύπος αντιπροσωπευτικός, άλλα σαν τύπος λογοτεχνικός, εμφορημένος από όλη τη θέρμη μιας ψυχής που ενσάρκωσε σ' αυτόν ένα ανθρώπινο δράμα. Είναι μια συνείδηση. Ή παρουσία του επλούτισε το φτωχό μας πάνθεο κι ενέγραψε μια νίκη».
Εκεί όμως που ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κατόρθωσε να εξισορροπήσει τις καλλιτεχνικές και τις ιδεολογικές του προθέσεις, είναι ή Ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα. Κινητήριες δυνάμεις στο διήγημα αυτό είναι το πάθος, που ενσαρκώνεται ως τα όρια του τραγικού στο πρόσωπο του Καραβέλα, και το συμφέρον, που βρίσκει την έκφραση του με πειστικότητα στο πρόσωπο του Αργύρη, της Μαρίας, η οποία εκμεταλλεύεται μ' όλη τη γυναικεία πονηρία και κυνικότητα αυτό το πάθος, και των άλλων συγγενών τους. Κορυφαίο πρόσωπο και βαθύτατα τραγικό ο Καραβέλας. Είναι προχωρημένος στην ηλικία. Δέχεται με χαρά το θάνατο της άκληρης γυναίκας του, διατεθειμένος να τα δώσει όλα — και τα δίνει — για την αγάπη της Μαρίας και δεν σκέφτεται καθόλου τη χήρα αδερφή του και τα παιδιά της. Όλη η συμπεριφορά του είναι αντίθετη με την καθιερωμένη ηθική του χωρίου. Κι όμως το πάθος του εξαγιάζεται, γιατί, καταρχήν, είναι ανθρώπινο και δίνεται γνήσια. Κατά κύριο λόγο εξαγιάζεται μπροστά στο απύθμενο βάθος της συναλλαγής που γίνεται γύρω του και τη σκληρότητα του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Όλοι τον πειράζουν, όλοι γελούν, ακόμη και στο θάνατο του. Ο Αργύρης, η Μαρία, η αδερφή της κι ο άνδρας της, ο παπάς, αντιμάχονται μεταξύ τους για το συμφέρον, σ' ένα όμως συμφωνούν: πως να παρασύρουν στις επιδιώξεις τους τον Καραβέλα και το γέρο Νοδάρο, τον πατέρα των δυο αδελφών.
Με τη Ζωή και το θάνατο τον Καραβέλα ο Κ. Θεοτόκης έφτασε στην κορύφωση της ωριμότητας του, γιατί κατόρθωσε να δώσει μια γνήσια απεικόνιση της γύρω του ζωής σ' όλο τον πρωτογονισμό και την αγριότητα της.