Παγανός Γ. Δ., «Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Η τιμή και το χρήμα»
 
 
Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Κριτικά Μελετήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1984, Σσ.135-142
 
 
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ της πεζογραφίας του Κων. Θεοτόκη ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα, που θα τα διατύπωνε κανείς με την ακόλουθη σειρά. Τα έργα της σχετικά παλαιότερης λογοτεχνίας μπορούν να επιβιώσουν στην εποχή μας; Ειδικότερα, τα έργα που βασίζονται σε έναν κοινωνιολογικό προβληματισμό και κατατάσσονται στην κατηγορία της στρατευμένης σε ορισμένο ιδεολογικό προσανατολισμό λογοτεχνίας; Με άλλα λόγια το πρόβλημα είναι κατά πόσο ορισμένα κείμενα της παλαιότερης ρεαλιστικής πεζογραφίας, που εμφανίστηκαν ως δημιουργήματα συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών και ιδεολογικών ζυμώσεων, μπορούν, πέρα από την ιστορικότητα τους, να έχουν απήχηση στο σημερινό αναγνώστη. Για να απαντήσει κανείς στα παραπάνω ερωτήματα, πρέπει να ανιχνεύσει τα συστατικά στοιχεία των παλαιότερων λογοτεχνημάτων, τα όποια, ξεπερνώντας την εποχή όπου γράφτηκαν, εξακολουθούν να σημασιοδοτούν τη σύγχρονη εμπειρία. Στον προβληματισμό αυτό δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι το «νόημα» ενός λογοτεχνικού κειμένου βρίσκεται πάντοτε σε στενή συνάρτηση με το εκφραστικό του αποτέλεσμα: η λογοτεχνία, ακόμη κι όταν παρουσιάζεται με τη μεταμφίεση του πιο κοινότοπου ρεαλισμού, καταξιώνεται πρωταρχικά ως έργο φαντασίας και λόγου. Θα μπορούσε κάλλιστα την ανεπικαιρότητα να αναπληρώσει η μεταμορφωτική δύναμη της φαντασίας.
Ας θυμηθούμε δύο συγκριτικά παραδείγματα: τη Φόνισσα (1903) του Παπαδιαμάντη και την Τιμή και το χρήμα (1912) του Θεοτόκη. Στον πυρήνα και των δύο έργων υπάρχει το ίδιο πρόβλημα: η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας μέσα στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης όμως επιλέγοντας μια προωθημένη φανταστική λύση έδωσε μια «δαιμονική» και τραγικότερη διάσταση στον τύπο της ηρωίδας του και απομακρύνθηκε έτσι από τις εμπειρικές αφορμές του μύθου του. Με το να στήσει ένα γνήσιο λογοτεχνικό τύπο κατόρθωσε να υπερβεί τις συνέπειες του ρηχού ρεαλισμού.
Αντίθετα, ο Θεοτόκης μένοντας πιστός στις σοσιαλιστικές ιδέες που τον ενέπνεαν όταν έγραφε την κοινωνική του νουβέλα —πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους— θέλησε να δείξει με μέθοδο αυστηρά ρεαλιστική το δρόμο που θα οδηγούσε τη γυναίκα στην κοινωνική της απελευθέρωση. Είναι πιο πολύ στο έργο αυτό, όπως και στο μυθιστόρημα του Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922), ένας μελετητής και στοχαστής των κοινωνικών πραγμάτων που παρατηρεί από ορισμένη ιδεολογική οπτική γωνία. Γράφει, θα λέγαμε, προγραμματισμένα άλλα και με υψηλή καλλιτεχνική ευθύνη, ώστε να μην κάνει, όσο είναι δυνατόν, παραχωρήσεις στην ιδεολογία του εις βάρος της τέχνης. Προσγειωμένος όμως στο έδαφος του κοινωνικού ρεαλισμού περιόρισε σε «λογικά όρια» το πέταγμα της φαντασίας στην προσπάθεια του να απεικονίσει με τα πιο λιτά και πειστικά εκφραστικά μέσα το κοινωνικό πλαίσιο και τους χαρακτήρες της ιστορίας του. Το δίδαγμα του Κ. Θεοτόκη είναι το δίδαγμα του κοινωνικού ρεαλιστή: να δείξει ότι ο χαρακτήρας είναι δημιούργημα των κοινωνικών συνθηκών οπου ζει ο άνθρωπος, ο όποιος από τη φύση του δεν έχει καμιά ροπή προς το κακό:
«Και αχ, δεν έφταιγε ούτε αυτός˙·δεν ήταν φυσικιά η κακοσύνη μέσα στο στήθι του! Οι περίστασες, οι δυστυχίες τον είχαν αλλάξει. Κουναρημένος καθώς ήταν με ιδέες νοικοκυρίσιες, δε μπορούσε μεμιάς να συνηθίσει στον σκληρό ξεπεσμό, αλλά με ολην του τη δύναμη αντιστεκότουν...».
Ας έρθουμε όμως στην ιστορία. Η σιόρα Επιστήμη Τρινκούλαινα, από ταπεινή εργατική οικογένεια, και ο υποψήφιος γαμπρός της ο Αντρέας, ξεπεσμένο αρχοντόπουλο, είναι σκλάβοι του χρήματος. Η σιόρα Επιστήμη έχει ανάγκη από χρήματα, για να συντηρεί την οικογένεια της και για να ετοιμάσει την προίκα των τριών κοριτσιών της. Ο Αντρέας επίσης χρειάζεται χρήματα για να ξεχρεώσει το υποθηκευμένο αρχοντόσπιτό του και να ανακτήσει έτσι την κοινωνική του υπόληψη. Ανάμεσα στους δύο νέους, τη Ρήνη —την κόρη της σιόρα Επιστήμης— και τον Αντρέα φουντώνει ένα ειδύλλιο, που υπονομεύεται από το χρήμα. Η έκβαση του εξαρτάται από το βαθμό ανεξαρτησίας που έχουν απέναντι στο χρήμα η σιόρα Επιστήμη και ο Αντρέας. Παγιδευμένοι όμως οι δύο ανταγωνιστές, από τις ανάγκες η πρώτη και από τις κοινωνικές συμβάσεις δ δεύτερος, οδηγούνται σε αδιέξοδα και συγκρούσεις, που έχουν ως συνέπεια τη δυστυχία του αθώου θύματος, της Ρήνης.
Το κορίτσι δεν είναι υπεύθυνο ούτε για την ταπεινή του καταγωγή —η μητέρα της εργάζεται σε εργοστάσιο και ο πατέρας της είναι μέθυσος και ανίκανος να προσφέρει υλική βοήθεια στην οικογένεια του— ούτε για την τύχη του, που προκαθορίζεται από παράγοντες έξω από τον έλεγχο της. Η Ρήνη ωστόσο μετατρέπεται σε «εμπόρευμα», γίνεται αντικείμενο της πιο εξευτελιστικής συναλλαγής ανάμεσα στη μητέρα της και τον υποψήφιο γαμπρό. Η τύχη της παίζεται για λίγες εκατοντάδες τάλιρα. Η μητέρα της, που έχει ορισμένες οικονομίες, της δίνει προίκα τριακόσια τάλιρα, ενώ οι αρχικές απαιτήσεις του Αντρέα ήταν εξακόσια. Η σιόρα Επιστήμη όμως χωρίς να είναι πλούσια θα μπορούσε, αν ήθελε, να ικανοποιήσει αύτη την απαίτηση, γιατί διέθετε το χρηματικό ποσό. Αλλά είχε και ή ίδια μια αδυναμία επίκτητη για το χρήμα, μια πίστη στην αξία του. Μετά τη συρροή όμως δραματικών για την υπόληψη και την ευτυχία του κοριτσιού της γεγονότων, η σιόρα Επιστήμη αναγκάζεται να παραδώσει στον ανταγωνιστή της το κλειδί του θησαυροφυλακίου της, για να πάρει ο ίδιος όχι τα αρχικά εξακόσια, αλλά χίλια τάλιρα. Η ήττα αύτη της μητέρας αποκτά το νόημα της ηθικής κάθαρσης.
Ή νεαρή ηρωίδα, ή Ρήνη, μέσα στην άκρα δυστυχία της ωριμάζει και υψώνεται σε ηθική προσωπικότητα. Εγκαταλειμμένη από τον Αντρέα στο σπίτι του, που από ώρα σε ώρα έβγαινε σε δημοπρασία, σε κατάσταση εγκυμοσύνης, στερημένη και το ψωμί, αποφασίζει να εργαστεί, για να ζήσει:

«Και το ‘κάμε. Αρματώθηκε με υπομονή, με καρτερία μ’ ελπίδα, και το ίδιο το πρωί ζήτησε δουλειά στο εργοστάσιο που εγνώριζε, όπου εδούλευε η μητέρα της. Κι αυτό το τόλμημα της που εκαταφρονούσε τους πατροπαράδοτους και παράλογους θεσμούς, της εφάνηκε πολύ ευκολότερο απ’ ό,τι το φανταζότουν, κι ούτε ένα χείλι δε βρέθηκε να την κατακρίνει για τούτο».

Και όταν σε λίγο ο Αντρέας, χαρούμενος για την υποχώρηση της σιόρα Επιστήμης στο ζήτημα της προίκας, θα της ζητήσει να τον ακολουθήσει, η Ρήνη θα του δώσει το ήθικό μάθημα με την άρνηση της:

«Όχι!», του αποκρίθηκε, «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες˙ πάει τώρα η αγάπη! Έπέταξε το πουλί!».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει στη νουβέλα αυτή, εκτός των άλλων, και ο τρόπος με τον όποιο ο Κ. Θεοτόκης μελετά και περιγράφει τη σταδιακή αλλοίωση και διαστρέβλωση της φυσικής καλοσύνης του ανθρώπινου χαρακτήρα. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στην απεικόνιση της σιόρα Επιστήμης και του Αντρέα. Η μητέρα της Ρήνης οδηγημένη από την ανάγκη έχει διαμορφώσει με τον καιρό ένα χαρακτήρα υπολογιστικό. Στο κέντρο της συνείδησης της μπαίνει το χρήμα. Συναλλάσσεται με λαθρεμπόρους, γίνεται μεταπράτισσα, τοκίζει τα χρήματα της και κρύβει τα έσοδα της από τους δικούς της. Στην περίπτωση της βλέπουμε τη φετιχοποίηση μιας αξίας ανταλλακτικής. Και ο Αντρέας επίσης εκμεταλλεύεται όλες τις δυνατότητες που του παρέχει ή παρασιτική κοινωνία της εποχής και ή κομματική προστασία, για να κερδίσει χρήματα.
Η σιόρα Επιστήμη δεν έχει ταξική συνειδητοποίηση. Σε συζήτηση με τη γειτόνισσα της, την κυρά Χριστίνα, η οποία παρουσιάζεται ταξικά συνειδητοποιημένη και μισεί τους πλούσιους, η μητέρα της Ρήνης θα εξηγήσει την ανισότητα σαν μια κατάσταση περίπου μοιραία:

«Έτσι έκανε ο Θεός τον κόσμο», είπε χαμογελώντας η κυρά Επιστήμη, «κι εμείς οι φτωχοί θα ζήσουμε με τσι πλούσιοι».

Δεν θα διστάσει ακόμη, κινημένη από τη δική της «λογική», όταν η Χριστίνα θα καταραστεί κάποιον περαστικό με το αυτοκίνητο του νεόπλουτο, να αναλάβει τη συνηγορία των πλουσίων:

«Μην παραμιλείς, σιόρα Χριστίνα», είπε σοβαρά η Επιστήμη, «είναι ψωμοδότης του φτωχού˙ εκατό γυναίκες και κοπέλες κι εκατό άντρες ζούνε από τα χέρια του».
*Ας δούμε τώρα το θέμα της επικαιρότητας. Το κείμενο σημασιοδοτεί και τα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, αφού το χρήμα στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας εξακολουθεί να διαστρεβλώνει τις αξίες και τις ανθρώπινες σχέσεις, που παρουσιάζονται διαμεσολαβημένες. Πέρα από αυτό όμως η συγκεκριμένη νουβέλα αποτελεί και για τα σημερινά δεδομένα έναν ύμνο στην αγωνιστικότητα και το ήθος των γυναικών. Είναι ίσως η πιο προωθημένη, αν και τόσο πρώιμη για την ελληνική πραγματικότητα, λογοτεχνική αντιμετώπιση του γυναικείου κοινωνικού προβλήματος. Τα βασικά πρόσωπα είναι αποκλειστικά οι δύο γυναίκες. Αντίθετα οι άντρες, όπως ο Αντρέας, ο θειος του ο Σπύρος και ο γερο-Τρίνκουλος, απεικονίζονται παραδομένοι είτε στις ανθρώπινες αδυναμίες είτε στις κοινωνικές προκαταλήψεις και ανίκανοι να σπάσουν τα δεσμά τους.
Δυο δυνάμεις συγκρούονται εδώ: το χρήμα και η ηθική φύση του ανθρώπου. Το χρήμα έχει υποκαταστήσει τις αξίες της ζωής, όπως είναι ο ερωτάς και οι τίμιες ανθρώπινες σχέσεις. Από την τελική στάση της νεαρής ηρωίδας θυσιάζεται ο έρωτας και καταξιώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Θυσία όχι ελάχιστη, αφού η αγάπη είναι αξία ζωής, είναι η ίδια πηγή της ζωής. Η νίκη της Ρήνης είναι νίκη σε ηθικό επίπεδο, είναι νίκη Ιδανική. Στην τελική έκβαση του απλού μύθου η φύση υποκαθίσταται από την ηθική. Η νεαρή ηρωίδα κερδίζοντας την κοινωνική της απελευθέρωση με την αποπομπή του Αντρέα και την έξοδο της στην εργασία, χάνει τη χαρά της ζωής. Ή απελευθέρωση της είναι εσωτερική. Ο εσωτερικός της κόσμος μετασχηματίζεται από την προσωπική της δοκιμασία, ενώ η εξωτερική πραγματικότητα παραμένει αναλλοίωτη. Η ηρωίδα μεταβάλλεται σε πρόσωπο προβληματικό, από τη στιγμή που θα βρεθεί στο τραγικό δίλημμα να εκλέξει ανάμεσα στον ερωτά και την. ηθική στάση.
Εδώ νομίζω ότι διαφοροποιείται η θέση του Κ. Θεοτόκη από το γενικό πλαίσιο των θεωρητικών και πολιτικών του ιδεών της εποχής: στο δίλημμα. Πρόκειται για ένα δίλημμα στο βάθος ελληνικό. Το βλέπουμε π.χ. στην Αντιγόνη, στη στάση του Σωκράτη στο δικαστήριο, στον Σολωμό των Ελεύθερων Πολιορκημένων, στην ποίηση του Καβάφη, αλλά και στη μεταγενέστερη λογοτεχνία μας. Η ηθική αρχή που διατρέχει όλο το διήγημα έχει τις ρίζες της στον Σολωμό, είναι η συνέχεια του διδάγματος του. Στο πρόσωπο της Ρήνης προβάλλεται μια μορφή Ιδανική. Στο σημείο αυτό ακριβώς το κείμενο ξεπερνάει την επικαιρότητα της βασικής προβληματικής του.
Ας δούμε όμως λίγο και την τεχνική του. Η προβληματική του διηγήματος παρουσιάζεται με την αναγκαιότητα ενός συλλογισμού. Αυτό φαίνεται και στη σύλληψη και στην εκτέλεση του σχεδίου. Ο προσεχτικός αναγνώστης παρατηρεί μια αυστηρή αλληλουχία των καταστάσεων από την αρχή του διηγήματος ως την τελική του λύση. Οι συγκρούσεις προοιωνίζονται με μια αυστηρή οικονομία μέσα από τη διαγραφή των βασικών ιδιοτήτων των χαρακτήρων. Με την εξέλιξη του απλού μύθου οι χαρακτήρες ωριμάζουν καθώς βιώνουν την καταλυτική εμπειρία των γεγονότων, διατηρώντας όμως στο βάθος της καρδίας τους τη φυσική τους αγαθότητα. Τα βασικά πρόσωπα συνειδητοποιούν ως ένα σημείο, έστω και με αφελή τρόπο, ότι οι κοινωνικοί θεσμοί, όπως το χρήμα, είναι η αίτια της δυστυχίας τους.
Ο Κ. Θεοτόκης χρησιμοποιεί μια πειστική ρεαλιστική μέθοδο στην αφήγηση του. Η έκταση των αφηγηματικών μερών είναι περιορισμένη, ενώ εντυπωσιακή παρουσιάζεται η εκμετάλλευση του εσωτερικού μονολόγου και των διαλόγων. Με τις τεχνικές αυτές ενισχύεται ή παραστατικότητα και ή θεατρικότητα των διαφόρων επεισοδίων του διηγήματος. Έξαλλου η έντονη χρήση της ιδιωματικής γλώσσας και στα αφηγηματικά και στα διαλογικά μέρη χαρίζει στο διήγημα φυσικότητα και πειστικότητα. Από τους μονολόγους επίσης με τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, που λειτουργούν ως ντοκουμέντα για την αποκάλυψη και την προβολή των βασικών ιδιοτήτων των χαρακτήρων, φαίνεται ως πιο εντυπωσιακό βαθμό ο Κ. Θεοτόκης είχε κατακτήσει τη ρεαλιστική και τη νατουραλιστική μέθοδο γραφής.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε την απουσία κάθε περίπλοκης τεχνικής, την ομαλή εξέλιξη του αφηγηματικού χρόνου χωρίς περίτεχνες αναδρομές και επανασυνδέσεις. Τα άπλα και σοφά εκφραστικά αυτά μέσα ανταποκρίνονται και στην απλότητα της ιστορίας και τον ιδεολογικό προβληματισμό του συγγραφέα, αλλά συνάμα αποκαλύπτουν και μια ισχυρή καλλιτεχνική βούληση. Η πεζογραφία του Θεοτόκη πολλά θα είχε να διδάξει στους νεότερους.