Μπαλάσκας Κώστας, Κωνσταντίνος Θεοτόκης (Ο τραγικός του έρωτα και της ουτοπίας)
 
 
Κωνσταντίνος Θεοτόκης (Ο τραγικός του έρωτα και της ουτοπίας), Εκδόσεις Ειρμός, Αθήνα 1993, Σσ.136-143
 
 
Μέσα στο διευρυμένο ηθογραφικό πλαίσιο του αφηγήματος, ο Θεοτόκης εισάγει και κάνει να αναδυθούν και άλλες κοινωνικές καταστάσεις, αρκετές από τις οποίες είδαμε ήδη και στα Διηγήματα: Η θέση της γυναίκας και η συναφής προς αυτήν αντίληψη της τιμής· η εκτός γάμου ερωτική σχέση και οι συνέπειές της - πάντα εις βάρος της γυναίκας· η γεμάτη άγχος επιχείρηση του γάμου· η προίκα και το εξευτελιστικό παζάρεμα· η πολιτική διάβρωση, το λαθρεμπόριο, ο μικροπαραγοντισμός και το ρουσφέτι· οι ποικίλες και εμφανείς κοινωνικές ανισότητες και αδικίες και η παθολογία των θεσμών. Όμως, στην Τιμή και το χρήμα ο Θεοτόκης δεν περιορίζεται στη διαπίστωση και στην καταγραφή. Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά του έργου σε σχέση με τα Διηγήματα, διαφορά που κάνει το αφήγημα να υπερβαίνει την εποχή του και να παράγει «νόημα» πέραν της συγκεκριμένης εντοπιότητας και των συναφών προσδιορισμών. Δημιουργείται, δηλαδή, ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, το οποίο είναι ηθικής, κυρίως, ποιότητας και το οποίο ακριβώς φανερώνει την ουσιαστική σύσταση και κατεύθυνση των σοσιαλιστικών προσανατολισμών του Θεοτόκη.
Το δεύτερο αυτό επίπεδο σχετίζεται με το γυναικείο ζήτημα, με τη γυναικεία χειραφέτηση, θα λέγαμε. Πράγματι, στο αφήγημα τα βασικά (κεντρικά) πρόσωπα είναι οι δύο γυναίκες, η σιόρα Επιστήμη και η Ρήνη· στη διαγραφή των χαρακτήρων τους επιμένει ο συγγραφέας. Καθώς όμως το ηθογραφικό πλαίσιο έχει διευρυνθεί, σε σχέση με το πλαίσιο των Διηγημάτων, διευρύνεται συγχρόνως και το ήθος των γυναικών. Εδώ οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να. δουλεύουν στο εργοστάσιο (υπέρβαση της αγροτικής οικονομίας) και να αναπτύσσουν ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες. Έτσι η κυρά Επιστήμη εκφράζει το νέο τύπο Ελληνίδας γυναίκας που φορτώνεται πάνω της όλα τα βάρη της οικογένειας, παλεύοντας με νύχια και με δόντια προς κάθε κατεύθυνση. Άντρας μαζί και γυναίκα, προσπαθεί να ξεπεράσει τη μοίρα της, εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία αύξησης του εισοδήματός της (συναλλαγές με λαθρέμπορους, μεταπρατικό μικρεμπόριο, τοκισμός χρημάτων, απόκρυψη εσόδων) και αποφεύγοντας ή περιορίζοντας στο ελάχιστο κάθε δαπάνη, όπως εν προκειμένω την προίκα του γάμου. Ταξική συνείδηση δεν έχει και φαίνεται να αποδέχεται μοιραία τη δοσμένη κατάσταση πραγμάτων, μέσα στην οποία έχει ενταχτεί και από την οποία έχει αφομοιωθεί. Πιστεύει πως «έτσι έκανε ο θεός τον κόσμο» και πως ο πλούσιος είναι «ψωμοδότης του φτωχού». Ο αγώνας της είναι προσωπικός. Υπολογιστική και επίμονη, συνιστά τον ένα πόλο της σύγκρουσης στο διήγημα.
Αν όμως η κυρά Επιστήμη είναι σχετικά γνώριμος τύπος στην πεζογραφία του καιρού, η κόρη της η Ρήνη συνιστά το νέο ήθος, σαφώς ανώτερο και προωθημένο. Εξίσου αγωνιστική με τη μητέρα της, θεληματική και με πίστη στη δουλειά, καταφέρνει να σπάσει τον ασφυκτικό κλοιό των συνθηκών και του περιβάλλοντος και να προτείνει μια άλλη στάση. Ενώ, δηλαδή, οι γυναίκες των Διηγημάτων στη σύγκρουση του έρωτα με την ηθική βρίσκουν ή επιλέγουν το θάνατο (Σταλαχτή, Χρυσαυγή) ή εκβιάζουν αποκατάσταση με διάφορους τρόπους (όπως η Μαρία του Ζόψη π.χ., ή η άλλη Μαρία στις Δύο αγάπες), εδώ η Ρήνη, μέσα από τη δοκιμασία της αγάπης της συνειδητοποιείται και οδηγείται σε μια εσωτερική απελευθέρωση, μ' όλο που η εξωτερική πραγματικότητα μένει αναλλοίωτη. Η νίκη της, επομένως, είναι σε καθαρά ηθικό πεδίο, είναι νίκη ιδανική. Είναι νίκη της γυναικείας αξιοπρέπειας που συντελείται όμως σε προσωπικό, σε ατομικά συνειδησιακό πεδίο.
Προβάλλοντας αυτό το ήθος, επομένως, ο ρεαλιστής Θεοτόκης δεν καταγράφει απλώς μια πραγματικότητα, αληθινή κατά το εικός, αλλά παρεμβαίνει διαμορφωτικά στην ευρύτερη πραγματικότητα με τη γραφή του· επομένως επηρεάζει την πραγματικότητα στο βαθμό που εξαρτάται απ' αυτόν. Η αλλαγή, ωστόσο, δεν έρχεται «απ' έξω», όπως θα περίμενε κανείς σύμφωνα με το σοσιαλιστικό θεώρημα, αλλά «από μέσα», από τον ίδιο τον άνθρωπο, από την ψυχική επανάστασή του. Αυτό φανερώνει αφενός ότι ο σοσιαλισμός του Θεοτόκη κινείται σε καθαρό, ηθικό και ανθρωπιστικό πεδίο, αφετέρου ότι Η τιμή και το χρήμα, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα του έργου και τα σοσιαλιστικά συμφραζόμενα, δεν είναι προϊόν ούτε προγραμματικής πρόθεσης ούτε αποδεικτικής διαδικασίας. Είναι έργο κοινωνικής και ψυχικής εμβάθυνσης, γι' αυτό και υπερβαίνει την ιστορικότητά του. Αλλά η υπέρβαση αυτή συντελείται, βέβαια, στο πεδίο της γραφής.
Η δύναμη και η αξία της λογοτεχνίας γενικά έγκειται στη γραφή - όχι στις ιδέες, στις προθέσεις, στα αισθήματα - κι εδώ ακριβώς, στη γραφή, βρίσκεται και η δύναμη της πεζογραφίας τον Θεοτόκη, που σ' αυτό το εκτεταμένο σχετικά αφήγημα έχει τη δυνατότητα να δείξει όλες τις αρετές της.
Διακρίνουμε πρώτα μια άψογη αρχιτεκτονική, δείγματα της οποίας είδαμε ήδη στα Διηγήματα. Το αφήγημα δομείται σε δεκατρία μεγάλα πλάνα-σκηνές, είτε εσωτερικά (στο σπίτι, στην ταβέρνα), είτε εξωτερικά (στη θάλασσα, στο φόρο, στην αγορά). Σε κάθε σκηνή ο αμέτοχος (ετεροδιηγητικός) αφηγητής δίνει παραστατικά το σκηνικό χώρο, περιγράφει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, παρακολουθεί προσεκτικά και καταγράφει τις κινήσεις, τις πράξεις, τη συμπεριφορά των ηρώων, ακούει και αναμεταδίδει «μιμητικά» το λόγο και το διάλογό τους στο οικείο ιδίωμα· οι χωροφύλακες π.χ. που κυνηγούν τον Αντρέα στην πρώτη σκηνή, μιλούν ρουμελιώτικα και γενικά ο αναφερόμενος λόγος (διάλογος) είναι σαφώς ιδιωματικότερος από τον επίσης ιδιωματικό λόγο του αφηγητή. Εδώ μιλάει ο Αντρέας:
«Άκου εδώ, σιόρα Επιστήμη μου» της απάντησε ακόμα πλιο σιγαλά σα για να μην ακούσει κανένας και κουνώντας ρυθμικά το ζερβί του χέρι και το κεφάλι· «εώ τσι δουγειές μου τσι θέλω σάικες! έπειτα από 'φτό που μας εσυνέβηκε, επήα στσ' Αθάγιας και τσ' είπα: να βγάλετε αυτόν το νωματάρχη αποδώ· δε βοηθάει το κόμμα. Μου 'πε να γράψει τ' αντρός τση στην Ανθήνα. Ίσιαμε να πάει, είπα, νά 'ρθει το γράμμα απόκει θέλουμε καιρό και χασομέρια. Τσ' είπα: τελεγράφησε. Και έτσι επήαμε αμαζί στο τελεγραφείο, και τελεγράφησε τ' αντρός τση του πουργού, και του 'ρθε αμέσως η μετάθεση...».
Ο αφηγητής παρακολουθεί επίσης (ως παντογνώστης) τη σκέψη και τα αισθήματα των ηρώων, ακούει και αφηγηματοποιεί τον εσωτερικό τους μονόλογο. Παρακάτω, από τη σκηνή στη θάλασσα, όπου οι καιρικές συνθήκες δομούνται αντιστικτικά προς τις ψυχικές διακυμάνσεις του Αντρέα, παρακολουθούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Κι ωστόσο ο Αντρέας εσυλλογιότουν: ’’Τι, ένας άλλος, χειρότερός του τού την έπαιρνε την κορασιά που αυτός αγαπούσε και που θα τον ευτύχιζε;’’ [...]». Κι ο αγέρας εσφύριζε τώρα ανάμεσα στα σκοινιά και στ' άλμπουρα, και η θάλασσα όλο αγρίευε, σα να ανταριαζόνταν και τα στοιχεία από τη θλίψη του. ’’Η Ρήνη θα επήγαινε σ' άλλα χέρια, άλλος θα εμάλαζε το παρθενικό κορμί της, άλλος θα την είχε γυναίκα του, γιατί αυτός ο ίδιος δεν είχε τα χρήματα να ξαγοράσει το πατρικό του το σπίτι και γιατί η κυρά Επιστήμη δεν επειθότουν να δώσει τα περσότερα που του εχρειαζόνταν’’».
Βλέπουμε ότι ο μονόλογος του Αντρέα αναμεταδίδεται έμμεσα, περασμένος στη φωνή του αφηγητή (αφηγηματοποιημένος μονόλογος), ενώ σε άλλες περιπτώσεις ακούεται σε πρώτο πρόσωπο, άμεσα:
«’’Θα σου την πάρω!’’ είπε πάλι ο Αντρέας αποφασιστικά με το νου του. ’’Εγώ θα την πάρω κι όχι ο άλλος. Και πρέπει να μου δώκεις όσα σου ζήτησα: τα εξακόσια. Tι τα χρειάζομαι και χωρίς αυτά πνίγομαι κ' είμαι χαμένος άθρωπος. Πρέπει να μου τα δώκεις. Κι από την εκκλησιά θα την έπαιρνα, από τα ίδια τα χέρια του γαμπρού, όχι να γένει γυναίκα του!’’».
Ο χρόνος κυλάει ομαλά, γραμμικά. Ο χρόνος της ιστορίας διαρκεί κάπου οχτώ μήνες, ανάμεσα καλοκαίρι και απόκριες. Ο χρόνος της αφήγησης είναι βέβαια πολύ μικρότερος, όχι διότι η αφήγηση είναι συνοπτική, αλλά διότι ανάμεσα στις σκηνές μεσολαβούν μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά κενά, όπου ο χρόνος παύει, επειδή δεν ενδιαφέρει την αφήγηση. Λέει π.χ. στην αρχή μιας σκηνής:
«Το καλοκαίρι είχε περάσει· οι μέρες είχαν μικρύνει και η καλοκαιριάτικη η κάψα είχε πέσει. Η κυρά Επιστήμη εδούλευε πάντα όλη τη βδομάδα στο εργοστάσιο [...]».
Ο αφηγημένος χρόνος, όμως, ταυτίζεται σχεδόν με το χρόνο της δράσης, είναι σχεδόν σκηνικός. Βρίσκουμε κι εδώ την έντονη θεατρικότητα (δράση, περιγραφή, διάλογος), την κινηματογραφικότητα, καλύτερα, της αφήγησης του Θεοτόκη που αξιοποίησε με επιτυχία η Τώνια Μαρκετάκη κατά τη μεταγραφή του έργου σε ταινία, δίνοντας στην κάμερα τη θέση και το ρόλο του απρόσωπου παρατηρητή-αφηγητή, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζουν στις περιπτώσεις αυτές οι αφηγηματοποιημένοι μονόλογοι των ηρώων, που απηχούν ψυχικά δρώμενα και που συνιστούν βασικό στοιχείο της ψυχογραφίας τους στην αφήγηση του Θεοτόκη. Ο ρεαλισμός του Θεοτόκη δεν είναι πάντα ούτε φωτογραφικός ούτε φωνογραφικός.
Τέλος, με το πέρασμα από τη μια σκηνή του αφηγήματος στην άλλη εμπλουτίζονται συνεχώς οι χαρακτήρες, φωτίζονται και ξεκαθαρίζουν οι εσωτερικές καταστάσεις, συγκλίνουν τα γεγονότα και η δράση προς την αφηγηματική τους κορύφωση σε μια σοφά δομημένη πορεία κλιμακωτής εξέλιξης. Η γλώσσα, συνειδητά και επίμονα κερκυραϊκή σε όλη την αφήγηση και περισσότερο στους διάλογους, ζωντανεύει μεν τη γραφή, παρεμβάλλει όμως εμπόδια στο σύγχρονο αναγνώστη, εθισμένο πια στο γλωσσικό αίσθημα της νεοελληνικής κοινής.