Δάλλας Γιάννης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης»
 
 
Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1997, Σσ.203-205
 
 
Η μετάβαση προς την κοινωνική πεζογραφία σημειώνεται εξελικτικά με δύο έργα: Η τιμή και το χρήμα και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους. Και δηλώνει μια βαθύτερη μεταστροφή: ιδεολογική από τον Νίτσε προς τον Μαρξ και θεματική από τις συνθήκες της υπαίθρου προς την αστική ζωή και κοινωνία με τους διαβρωτικούς μηχανισμούς του χρήματος. Και ταυτόχρονα μεταλλαγή από τη βία προς την ηθική ελευθερία, που εκπροσωπείται με ένα δείγμα «αποστολικής» πεζογραφίας: ο Κατάδικος. Διαδικασία που συμπίμπτει με τη μορφοποίηση εκ μέρους του με δυο δείγματα του διηγήματος ως είδους (Η τιμή και το χρήμα, Κατάδικος) και με την προέκταση του είδους ακολούθως ως μυθιστορήματος (Οι σκλάβοι στα δεσμά τους).
Και τα δύο πρώτα έργα θεωρούνται και χαρακτηρίζονται από τον συγγραφέα «διηγήματα», ανεξάρτητα από την ανάπτυξη τους που είναι σχετικά εκτεταμένη, ιδιαίτερα του δεύτερου. Άρα ο χαρακτηρισμός δεν έχει σχέση με την έκταση, αλλά εσωτερικά με τη δομή και εξωτερικά με την ανάλυση ενός φαινομένου: την ανάλυση τη ρεαλιστική ενός κοινωνικού συμπτώματος (Η τιμή και το χρήμα) και την ψυχολογική του ιδιαίτερου νοήματος και ρόλου που αποκτά ο ευαγγελικός προορισμός ενός αθώου, αίροντος τις αμαρτίες των ανθρώπων (Κατάδικος). Από την άποψη ουσίας παρακολουθούμε τη «διαπραγμάτευση» της σχέσης δύο προσώπων (Η τιμή και το χρήμα) και την ηθική υπέρβαση των δύο επιπέδων (του καλού και του κακού στοιχείου) της ανθρώπινης ψυχής (Κατάδικος). Και από την άποψη της τεχνικής τους, εφαρμόζεται η λεγόμενη εξωδιηγηματική εστίαση. Σημειώνεται η παρουσία ενός παντογνώστη αφηγητή εκτός της δράσης του κειμένου, που αυτός προδιαγράφει καταστάσεις, κατανέμει ρόλους και ρυθμίζει την πλοκή με αληθοφάνεια, στηριζόμενος στη θεωρία για τη μίμηση της τέχνης.
Περιγραφική η διήγηση του πρώτου έργου περιστρέφεται στην περιπέτεια μίας σχέσης, μέσα στα κοινωνικά της πλαίσια και σύνδρομα. Η κοινωνικότητα σαφώς προσδιορίζεται. Χώρος δράσης είναι η περιοχή του προαστίου (το Μαντούκι) που το ζωντανεύει η λειτουργία ενός εργοστασίου, με πολιτική παρένδειξη και τα «κομματικά» της εποχής. Οι ήρωες δεν είναι εδώ χωριάτες, αλλά βιοπαλαιστές και εργαζόμενοι. Έναν τρόπο βιοπορισμού αποτελεί και η παραοικονομία. Ο Αντρέας Ξης από γενιά που ξέπεσε, με τη συμπαράσταση του μπάρμπα του του Σπύρου, ζει με τους κινδύνους του λαθρεμπορίου. Κάποτε κυνηγημένος από την εξουσία πρόλαβε να κρύψει το εμπόρευμα στο σπίτι μιας δυναμικής γυναίκας του λαού, της σιόρας Επιστήμης, όπου πρωτοσυναντά και ερωτεύεται την κόρη της, τη Ρήνη. Σε μία άλλη επίσκεψη του την αρπάζει και έκτοτε συζεί μαζί της. Προκειμένου να την παντρευτεί γυρεύει «χίλια τάλαρα» για προίκα. Γύρω από την υπόθεση αυτή, με δικαιολογίες, απειλές, μετωπική αντιπαράσταση ή μεσιτείες, αναπτύσσεται η εξέλιξη του έργου. Σε σκηνές πλεκτές δύο προσώπων, τις «αχνές» των πρωταγωνιστών του και αδρότερα των δύο προστατών τους, προωθείται με αυξανόμενη ένταση η δράση. Σε δυαδικές σκηνές, (π.χ. Αντρέα-Επιστήμης, Αντρέα-Σπύρου, Σπύρου-Επιστήμης, και με αντιστραμμένη κίνηση στο τέλος Επιστήμης και Αντρέα), που ολοκληρώνονται και πλαισιώνονται με κάποιες πολυπρόσωπες: του δημόσιου περίπατου, της «κομματικής» ταβέρνας, του «μαρκά» όπου ο αντίπαλος διάλογος χωνεύει μέσα στη συναλλαγή και τη διαπλοκή του πλήθους και όπου θα συντελεστεί η κάθαρση του δράματος. Και η λύση αφηγηματικά και εδώ θα γίνει με μία ουσιαστική ανατροπή του αναμενόμενου: γιατί τελικά ο Αντρέας μετανιώνει, αλλά η Ρήνη, που από τη δοκιμασία αυτή χειραφετήθηκε, τον αρνείται και πηγαίνει να «εργασθεί». Έτσι χτίζεται και τελειώνει μία διήγηση που αποτελεί και ως πρόθεση, μέσα από την ανάλυση ενός κοινωνικού επεισοδίου, χτυπητή καταγγελία του θεσμού της προίκας.
Περιγραφικά αρχίζει και η διήγηση του άλλου έργου, του Κατάδικου. Αλλά γρήγορα αλλάζει και εξελίσσεται σε ψυχογραφική. Έτσι δίνει την εντύπωση ενός δίπτυχου κειμένου με εναλλασσόμενους τους πρωταγωνιστές: από τη μία όψη της εικόνας περιγράφεται στα αρχικά κεφάλαια (1-6) η εξωτερική ζωή του μόχθου και τα πάθη της (όπου πρωταγωνιστεί ο Πέπονας). Και από την άλλη όψη, ενός δεύτερου επιπέδου, με τα τελευταία του κεφάλαια (8-14) αναλύεται η ζωή της φυλακής ως χώρος εξιλέωσης (όπου πρωταγωνιστεί, ως «θύμα» που ευαγγελίζεται μία κάθαρση, ο Τουρκόγιαννος). Και στη μέση, απλώς ως είδηση, οι πέντε έξι αράδες ενός κεφαλαίου για το έγκλημα. Στην ανάλυση του δεύτερου επιπέδου ρίχνεται το βάρος, έτσι που η περιγραφή του πρώτου επιπέδου να αποτελεί την αναγκαία ρεαλιστική εισαγωγή των δεδομένων της αφήγησης του δεύτερου. Παρακολουθούμε εκεί τη δύσκολη προσπάθεια ενός ταλαντούχου συγγραφέα, να σκιαγραφήσει με αληθοφάνεια την ψυχονοτροπία ενός ήρωα αγαθού τω πνεύματι ταγμένου για τη σωτηρία της ψυχής των συνανθρώπων του. Έτσι τον παρουσιάζει, ανάμεσα σε άλλους κατάδικους, να επιδρά με τα χριστιανικά «κηρύγματα» του στη μετάνοια ενός αδελφοκτόνου (Κάης) και να αναγκάζει και αυτόν ακόμη τον φονιά (τον Πέπονα) να ομολογεί το έγκλημα και να ζητά συγχώρεση πέφτοντας στα πόδια του Τουρκόγιαννου.