Μερακλής Μ. Γ., «Ανάμεσα στη γνωμική ποίηση και την ηρωική ελεγεία»
 
 
Η λέξη 152 Αφιέρωμα 7-8/1999 1999, Σσ.333-337
 
 
Σ’ έναν τόμο με «Δώδεκα κείμενα για τον Κ. Μόντη» (1984), δημοσιευμένο με επιμέλεια των καθηγητών Γιώργου Κεχαγιόγλου και Μιχάλη Πιερή, υπάρχει, στο κείμενο του Ανδρέα Χριστοφίδη, και μια παρατήρηση πού πραγματικά με άγγιζε (δεν πρόκειται τώρα εδώ να καθήσω και να πω, γιατί και πως): ετοιμάζοντας κάποτε, λέει, μιαν εισήγηση για τους συμπατριώτες του ποιητές Τεύκρον Ανθία και Θεοδόση Πιερίδη ανακάλυπτε, «όχι χωρίς έκπληξη και θλίψη», ότι δεν είχε γνωρίσει προσωπικά «τους δύο ποιητές κι άλλους πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων που υπηρετούσαν τη λογοτεχνία για χρόνια". Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για μένα, ο οποίος π.χ. με τον Μ. Αναγνωστάκη και τον Μίλτο Σαχτούρη αντήλλαξα, μόνο, μια χειραψία, όταν τους συνέχαιρα στις τελετές επίδοσης των βραβείων (ως πρόεδρος της Κρατικής Επιτροπής για την απονομή των λογοτεχνικών βραβείων), ή είχα μια μοναδική τηλεφωνική επικοινωνία ενός λεπτού με τον Ελύτη (κι αυτή με τρομερή δυσκολία πραγματοποιημένη). Δεν έχω γνωρίσει προσωπικά ούτε τον Κώστα Μόντη - ωστόσο χαίρομαι γιατί υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου και δύο δικά του βιβλία, από τα όψιμα εκείνα, τα γραμμένα για παιδιά, με ιδιαίτερη αφιέρωσή του.
Μπορεί να έχει τη θλίψη της, όπως έγραφε ο Χριστοφίδης, αυτή η απόσταση. Έχει όμως και τα καλά της. Συνήθως η απόσταση από τα πρόσωπα εγγυάται για μια περισσότερο κοντινή - θέλω να πω περισσότερο αυθόρμητη και απροσωπόληπτη - σχέση με τα έργα. τους. Έτσι μπορώ να πω, απροκατάληπτα και χωρίς καμιά προσωποληψία, ότι θεωρώ τον κ. Μόντη (και εγώ, όπως και πολλοί άλλοι) έναν από τους κορυφαίους ποιητές μας.
Κάπου ο Τέλλος Άγρας γράφει, ότι η ποίηση γενικά είναι είτε λυρική είτε δραματική. Θα έλεγα πως υπάρχει και μια τρίτη γενική κατηγορία, ανάμεσα στις δύο παραπάνω: η γνωμική ποίηση. Και λέω ανάμεσα στις δύο, γιατί γνωμικούς στίχους ασφαλώς μπορούμε να βρούμε τόσο στη λυρική όσο (εδώ μάλιστα ακόμα περισσότερο) και στη δραματική ποίηση. Αλλά στη γνωμική ποίηση η γνωμολογική επιγραμματικότητα είναι το κύριο (με την παρατήρηση πάλι, ότι και εδώ εύκολα παρεισδύουν στοιχεία λυρικής και - πολύ περισσότερο - δραματικής ποίησης). Κατεξοχήν γνωμικός ποιητής είναι ο Μάντης, που θα τον ονόμαζα κιόλας, mutatis mutandis, Θέογνη της νεότερης Ελλάδας.
Το γνωμολογικό περιεχόμενο ορίζει, ως ένα βαθμό και τη μορφή της ποίησης αυτής. Έτσι ισχύει και για την ποίηση του Μάντη αυτό που γράφει ο Lesky για την ποίηση του Θέογνη (ποίηση που θέτει πολλά και σοβαρά ζητήματα, και λόγω της βεβαιωμένης ύπαρξης μιας σχετικής παράδοσης πριν από τον ποιητή, τον όποιον εξάλλου και πολλοί άλλοι μιμήθηκαν στη συνέχεια, άστε τα «θεογνίδεια» να συνιστούν πιο πολύ ένα corpus, που περιλαμβάνει και κείμενα που σαφώς δεν ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο): «γενικά πρόκειται για ποιήματα μικρά σε έκταση, που και που δίστιχα, ύστερα πάλι μικρές ελεγείες, που σπάνια ξεπερνούν τους δώδεκα στίχους». Επισημαίνω και τον όρο "ελεγείες". Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι και τα ποιήματα του Μόντη. Δίστιχα ή με περισσότερους στίχους, αποπνέουν έναν ελεγειακό τόνο, σύμφωνο προς τα δεινά που υπέστη και υφίσταται η πολύπαθη πατρίδα. Μια όμορφη, περίλουστη από θάλασσα και φως πατρίδα, από φως που δεν φτάνει όμως για να διαλύει και να σκορπίζει την ιστορική σκοτεινιά - αν δεν την αυξάνει κιόλας, καθώς προκαλεί τους άλλους με την ομορφιά της (και βέβαια με τη σημασία της θέσης της στο χάρτη της Μεσογείου):

Δεν μοιράζουν, το σκοτάδι είναι περισσότερο απ' το φως
Και δεν ξέρουμε κι εμείς σε ποιο απ' τα δυο προσθέτουμε.

Αυτό το εμείς το συναντάμε συνεχώς στην ποίηση του Μόντη. Γιατί ο ποιητής αυτός (όπως και άλλοι στην Κύπρο) είναι ένα είδος ενσάρκωσης της συλλογικής μνήμης, του συλλογικού διαχρονικού πόνου, είναι ένα εγώ διαποτισμένο από την κοινότητα της ιστορικής μοίρας ώστε, ο, τι λέει για τον εαυτό του ο ποιητής, να εκφράζει και τους άλλους και ο, τι λέει για τους άλλους να εκφράζει και τον εαυτό του. Αυτή τη στενή συνάφεια του εγώ και του εμείς πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα, αν θέλουμε να καταλάβουμε σωστά την κυπριακή ποίηση γενικά. Η γεύση της εφημερότητας δεν είναι μόνο του Μόντη:

Όλα όσα ζήσαμε
όλα όσα αγαπήσαμε
όλα όσα είπαμε δικά μας
θα επαναλαμβάνονται στην απουσία μας
μ' άλλους να τα ζουν
άλλους να τ' αγαπούν
άλλους να τα λεν δικά τους.

Δεν είναι μόνο δική του η επίγνωση της μεγάλης δυσκολίας του να μιλάει κανείς με ευθύτητα, εγκλωβισμένος στα δραματικά, σκληρά, αδιέξοδα καθέκαστα της κυπριακής Ιστορίας, αν και, ακριβώς μέσα σ' αυτά τα καθέκαστα γεννιούνται και ανδρώνονται και οι ευθυρρήμονες γενναίοι - είναι γεμάτη και από τέτοια λαμπρά παλικάρια η κυπριακή Ιστορία (ας προσέξουμε τον τελευταίο στίχο του παραθέματος που ακολουθεί):

Ήταν μεγάλο πράγμα να γεννηθεί η ευθεία
μέσα σ' αυτές όλες
τις περιστροφές και τις καμπύλες
που μας διέπουν.
Εχτός αν δεν είναι.

Και ασφαλώς δεν είναι μόνο προσωπική η Σταύρωση, που σημαδεύει την αρχή κάθε μιας νέας περιόδου, φάσης ζωής:

Δεν έχουμε δικαίωμα να μετράμε
απ' τη Γέννηση
παρά απ' τη Σταύρωση.

Η επενέργεια της συνείδησης της συλλογικότητας εκδηλώνεται σε πλείστα όσα. Π.χ. και στη σχέση με την παράδοση. Έτσι ο Μόντης δεν πολυνοιάζεται για το τι θα πουν οι παντοειδείς "μοντέρνοι", όταν διατρανώνει την πίστη του στην αναγεννητική αξία και δύναμη της μικρής πατρίδας. Ο ποιητικός δυναμισμός του επόμενου διστίχου -ένα ακόμα δείγμα μιας όχι συνήθους ποιητικής δωρεάς- είναι ικανός να κάνει το χωριό ένα προσφιλές θέμα σε κάθε αληθινό φίλο της ποίησης, αλλά και να το φορτίσει με την υποβλητική σημασία ενός γενικευμένου συμβόλου· του συμβόλου της παράδοσης:

Θα υπάρχει πάντα στην άκρη του δρόμου ένα σκονισμένο χωριό
που θα μας περιμένει να γεννηθούμε.

Δίπλα μπορεί να μπει το εξαίσιο αυτό τετράστιχο:

Δεν βγαίνω έξω εδώ
μέσα θα καθήσω
ώσπου να προβάλεις
απ' τα παλιά έπιπλα...

Και στην ίδια συνάφεια παραθέτω τον ερωτηματικόν αυτό στίχο με την έξοχη καιριότητα:

Γιατί παραγνωρίζουμε τη συγκυριότητα των προγόνων;

Ο Χριστοφίδης υποστηρίζει ότι την ποίηση στην κυπριακή τοπολαλιά ο Μάντης γράφει "σε διαλείμματα χαράς", γι' αυτό και «δεν έχει κατά κανόνα σχέση με τον άκρατο πεσιμισμό που βρίσκεται κατεσπαρμένος σ' όλη την έκταση της ποιητικής του παραγωγής». Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι και από τον διάχυτο, πράγματι, σ' όλο το έργο του πόνο εκλύεται εντούτοις, τελικά, ένας τόνος κι ένα πνεύμα αντοχής, μια δύναμη ενατένισης του γκρίζου ή του μαύρου με ματιά σοβαρή ή, ακόμα, σκυθρωπή κάποτε, διόλου όμως πανικόβλητη. Καλά το έγραφε ο Χριστοφίδης: «Το μάτι του ποιητή δεν αποσύρεται όταν εγγίσει ένα σημείο καθοριστικό του βίου, όσο περνούν τα χρόνια μάλλον προσελκύεται από αυτό, κοιτάζει το πλήρες Αδιέξοδο, βλέπει όσα εξ αρχής δεν έχουν γιατρειά και τα σημειώνει, παγωμένος από το αντίκρισμα αλλά με το κοχλάζον πάθος του ανθρώπου που δεν εννοεί να τα βάλει κάτω, που ενδόμυχα ίσως και να πιστεύει, παρά πάσαν λογική, πως τιθασεύει τα αρχήθεν αθεράπευτα, καθώς τα διατυπώνει μνημειακά». Η γλώσσα, η αγάπη στη μητέρα, στη γυναίκα, στα παιδιά, στ' αδέλφια, στον κόσμο «τον κρατούν για να συνεχίσει, να αντλήσει δύναμη, που του χρειάζεται για να συνεχίσει να αντικρύζει τον κόσμο και τα τεθειμένα όρια του κατάματα, χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα, χωρίς να λυγίζει».
Τελικά το ελεγειακό γίνεται και προμηθεϊκό, η φωνή του Μόντη συνάδει προς τη φωνή του Προμηθέα και λέει, όπως και εκείνος περίπου: «Λοιπόν, αύτη η πληγή είναι η ελπίδα μας, μητέρα». Με τους στίχους του Μόντη εικονίζεται κι ένας Προμηθέας, καρφωμένος στα απόκρημνα βράχια της μοίρας του νησιού του και της μοίρας του ανθρώπου, αλλά και στο Χρέος καρφωμένος, καρφωμένος στο χρέος να καταφάσκει τον αγώνα, ακόμα και μέσα από τους γόους της αγωνίας του. Όπως σ' αυτούς τους στίχους από το Γράμμα στή Μητέρα (η Μητέρα, γράφει ωραία ο Παστελλάς, "δεν είναι η μορφή της σολωμικής Μητέρας στις διάφορες ταυτίσεις της με την Ελευθερία "που με βια μετράει τη γη" η την Πατρίδα-Ελλάδα "μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα". Η μητέρα του Μόντη είναι το αιώνιο σύμβολο της ιδεατής καταφυγής σε ώρες κλονισμού και έσχατης δοκιμασίας»,):

Κοίτα, μητέρα, τι αντιστύλια για να συγκρατήσουμε την επιφάνεια,
κοίτα τι υποστηρίγματα για να διαψεύσουμε τη διάσπαση.
Γιατί μας αρέσει να παρερμηνεύουμε τα ουράνια τόξα, μητέρα;
………………………………………………………………….
Δεν ειν' η αυγή αυγή, μητέρα,
δεν είναι λευκά τα περιθώρια των βιβλίων,
δεν είναι λευκά τα περιθώρια της ζωής,
είναι πιο κείμενα απ' τα κείμενα,
είναι πιο δράματα απ' τα δράματα.
Ειν' όλα μια έξαλλη συμπαιγνία, μητέρα.
Θα σου ξαναγράψω.

Αυτό το «θα σου ξαναγράψω» (όπως και της ξανάγραφε) ασφαλώς προϋποθέτει ότι ο ποιητής θα εξακολουθήσει να μένει σε εγρήγορση, σε επικοινωνία, σε ετοιμότητα καταγγελίας των αρνητικών της ζωής, καταγγελίας του Κακού. Φτάνοντας κιόλας, σε διαλείμματα έντονης αισιοδοξίας, ως το δοξαστικό του ηρωικού φρονήματος, όπως το ζωοποιεί το συναίσθημα, όχι η «λογική» με τις «περιστροφές και τις καμπύλες» (οι στίχοι που ακολουθούν έχουν τον τίτλο «Κυπριακή Επανάσταση»):

Ευτυχώς που το αίμα δεν παίρνει οδηγίες απ' το μυαλό·
ευτυχώς που μονάχα με την καρδιά έχει να κάνει

Απέχουμε πολύ από την καρδιά μας

Καρδιά απάνω καρδιά κάτω
από καρδιά τίποτ' άλλο

Με μια καρδιά που άλλα της λες κι άλλα καταλαβαίνει

Περίεργο πράμα η καρδιά
όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις

Ενδείξεις μονάχα έχουμε για την καρδιά,
περιστατικές μαρτυρίες

Μη μου λες κι είναι κράτος εν κράτει η καρδιά,
αγαπητέ μου,
κράτος εν κράτει

Κι η καρδιά ένα τηλέφωνο που χτυπά
σ' ακατοίκητο σπίτι

Ακόμα και οι τελευταίοι στίχοι έχουν την αισιοδοξία τους. Έστω κι αν είναι ακατοίκητο το σπίτι, υπάρχουν κάποιοι, που επιμένουν να το ζωοποιήσουν!