Σοφιανός Κώστας, «Η ποίηση των «Στιγμών» του Κώστα Μόντη»
 
 
Η λέξη 152 Αφιέρωμα 7-8/1999 1999, Σσ.413-420
 
 
Α’

Α1. Η ποίηση των «Στιγμών» του Κώστα Μόντη είναι ποίηση οριακή, αιρετική και καθαρτήρια.
Α2. Είναι ποίηση οριακή, όχι γιατί συντελείται, απλώς, στα όρια του ποιητικού λόγου, αλλά γιατί συντελούμενη ακριβώς επαναθέτει τα χωρικά όρια του ποιητικού λόγου. Για να το πω αμεσότερα: Ο μελετητής των «Στιγμών», προ πάσης αξιολογήσεως τους, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα: είναι η δέν είναι ποίηση, ακέραια κατά μέρη και αυτοτελής, αυτό το είδος λόγου;
A3. Το ερώτημα έχει τεθεί εμπράκτως και εμπράκτως έχει απαντηθεί στην «Ανθολογία» Ρένου, Ηρακλή και Στάντη Αποστολίδη — ήδη από το 1970. Έχει τεθεί τη στιγμή που ο ανθολόγος έπρεπε να αποφασίσει που μεταξύ της ανθολογουμένης ύλης θα μπουν οι «Στιγμές». Και έχει απαντηθεί με την καταχώρηση τους υπό τον γενικό τίτλο: Ψήγματα και Σπάσματα.
Α4. Η καταχώρηση των «Στιγμών» ως ψηγμάτων-σπασμάτων, σημαίνει προφανώς, ότι κατά την, τότε τουλάχιστον, κρίση του ανθολόγου δεν συνιστούν ακέραιο και αυτοτελή ποιητικό λόγο, αλλά απόπειρα λόγου ποιητικού που έμεινε ανολοκλήρωτη. Το συμπέρασμα τούτο ενισχύει και το γεγονός ότι ο ανθολόγος συμπεριέλαβε στο έργο του παροιμίες λογαριάζοντας καθεμιά τους ως ακέραια και αυτοτελή ποιητική μονάδα ή, όπως λέει ο ίδιος, «ως ποιητικό υλικό».
Α5. Ήδη όμως, οι «Στιγμές», συσσωρευόμενες επί τόσα χρόνια και σε τόσες συλλογές, αποτελούν ένα ποιητικό σύνολο και όχι ένα ποίημα. Τούτο σημαίνει ότι κάθε «Στιγμή», ως στοιχείο συνόλου διαφέρει του απλού στίχου ή της παραλλαγής ενός και του αυτού στίχου. δεν συνιστά επομένως απόσπασμα ή σπάραγμα ποιήματος αλλά ακέραια και αυτοτελή ποιητική ύλη. Ως εκ τούτου ο Μόντης δεν επαναλαμβάνει την περίπτωση Σολωμού - την αίρει, θέτοντας στη θέση των σπασμάτων ακέραιες, αυτοτελείς και αυτοδύναμες ποιητικές μονάδες του ενός, των δύο, άντε των τριών, το πολύ, στίχων.
Α6. Το τέχνασμα, ή η αποκοτιά, μου θυμίζει τον ήρωα ενός καναδικού διηγήματος -Το προνόμιο των ορίων, ήταν ο τίτλος του-, ο οποίος, εκτίοντας ποινή υπερορίας στα σύνορα των κτημάτων του χωριού του με τη συνεχόμενη, χέρσα γη, μετέθετε διαρκώς το όριο που του είχαν θέσει (έναν πάσσαλο μπηγμένο στα χώμα), ώσπου σιγά-σιγά έφτασε σχεδόν ως την πόρτα του σπιτιού του. Το ανάλογο έκανε, καινοτομώντας, και ο Μόντης: μετέθεσε, εξ ίσου αυθαίρετα και παραβατικά, τα όρια που ως τότε χώριζαν το ακέραιο ποίημα από το σπάραγμα εικαζομένου ποιήματος - γιατί κάλλιστα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως σπάραγμα δοκιμιακού, φιλοσοφικού, θυμοσοφικού ή ρητορικού λόγου - εκτείνοντας, ή συστέλλοντας, το είδος στο εύρος ακριβώς που τον βόλευε, στο εύρος του ενός, των δύο, των τριών, το πολύ, στίχων.
Α7. Αρκεί όμως ένα τέχνασμα για να αποδειχθεί καινοτόμος ένας ποιητής; Δεν το δέχομαι. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Πρέπει το τέχνασμα να αναδεικνύει την τέχνη. Πρέπει, δηλαδή, να ήταν δυνάμει ποιητική η ροπή του λόγου που παρήγαγε τις «Στιγμές» για να επιβληθεί κάθε μια τους στην κοινή συνείδηση, ως αυτοδύναμη και ενδελεχής ποιητική μονάδα. Επανερχόμαστε λοιπόν στο αρχικό μας ερώτημα: Γιατί είναι ποίηση, ακέραια κατά μέρη και αυτοτελής, οι «Στιγμές» του Μόντη; Αντί άλλης απαντήσεως, παραθέτω έναν ορισμό της ποίησης και έναν προσδιορισμού της ειδοποιού διαφοράς της από άλλα είδη λόγου.
Α8. Ποίηση, με την φιλολογική σημασία του όρου, είναι η παραγωγή λογοτεχνικού έργου που συντελείται με την πλήρη εκμετάλλευση της δυναμικής των λέξεων που χρησιμοποιούνται για τη σύνθεση του και έτσι ώστε η απόλυτη τιμή κάθε μιας τους να υπερβαίνει την τιμή που φέρει ως μονάδα σημασίας, ενώ η αξία τους, ως συνόλου, να υπερβαίνει την αξία η οποία μπορεί να τους αποδοθεί βάσει των περιεχομένων νοημάτων.
Αναλυτικότερα τούτο σημαίνει ότι κατά την παραγωγή του λογοτεχνικού έργου που ορίζεται ως ποιητικό, η αξιολόγηση και ο χειρισμός της χρησιμοποιούμενης ύλης, δηλαδή η επιλογή των λέξεων και η θέση κάθε μιας στο σύνολο, δεν προσδιορίζεται κυριαρχικά από την απαίτηση προβολής του τυπικού νοήματος ή, γενικότερα, της θεματικής, αλλά από την απαίτηση αναδείξεως των στοιχείων εκείνων τα οποία θεωρούνται «ποιητικά» κατά τον ισχύοντα, κάθε φορά, λογοτεχνικό κανόνα. Τούτο φαίνεται καθαρά τις φορές που ο λογοτεχνικός κανόνας θεσμοθετείται βάσει εξωτερικών ή τυπικών κριτηρίων, όπως η ομοιοκαταληξία λ.χ., και μάλιστα στις ακραίες μορφές της. Στις περιπτώσεις αυτές οι απαιτήσεις του συγκεκριμένου ποιητικού είδους (του σονέτου επί παραδείγματι) επιβάλλουν την οριακή επιλογή των λέξεων, και επομένως των νοημάτων, μεταξύ εκείνων που ανταποκρίνονται πληρέστερα στην ηχητική των καταλήξεων και στην απαρέγκλιτη τήρηση του δεδομένου μέτρου και του αριθμού των στροφών ή, με άλλα λόγια, επιβάλλουν την οριακή αναγωγή του «περιεχομένου» στη «μορφή».
Α9. Την οριακή, Όμως, αναγωγή του «περιεχομένου» στη «μορφή» επιβάλλει, επί ποινή ακυρότητας, κάθε είδος λόγου και όχι μόνο ο ποιητικός. Ειδολογικά δηλαδή, το κύρος των λεγομένων εξαρτάται πάντα από τον τρόπο εκφοράς τους. Και ο τρόπος αυτός είναι κάθε φορά εκείνος που η κοινωνία έχει θεσπίσει ως τον μόνο έγκυρο τρόπο εκφοράς των αντίστοιχων σημασιών. Εγκαθιδρύονται, έτσι, δύο ομόλογες σχέσεις: Μία σχέση συμμετρίας μορφής-περιεχομένου και μια σχέση νομιμότητας μορφής-περιεχομένου. Η σχέση συμμετρίας οφείλεται «στη φύση των πραγμάτων» που επιβάλλει τη συμμόρφωση (την από κοινού διαμόρφωση δηλαδή) των επί μέρους στοιχείων ενός συνόλου προς το είδος συνόλου που εντέλει αποτελούν. Και εν προκειμένω, τη συμμόρφωση των επί μέρους στοιχείων του λόγου (φθόγγων, φωνημάτων, συλλαβών, λέξεων, λεκτικών σχημάτων) προς το εντέλει λεγόμενο. Η σχέση νομιμότητας οφείλεται στη φύση των κοινωνικών ρυθμίσεων που είναι κανονιστική, εκδηλώνεται δηλαδή με τη θέσπιση κανόνων ανάγωγης των επί μέρους ατομικοτήτων στην καθολικότητα των φαινομένων που συνιστούν ορισμένη κοινωνία ως τέτοια και όχι άλλη. Στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται στην κοινωνική φύση της γλώσσας, η οποία επιβάλλει την ανάγκη ανάγωγης των επί μέρους ατομικών λόγων στην καθολικότητα των λεκτικών τρόπων που διαφοροποιούν, ως διακριτό σύνολο, ορισμένη γλωσσική τάξη (την επιστημονική λ.χ.) από τις άλλες. Η ανάγκη αυτή είναι ανάγκη διαπροσωπικής επιβεβαίωσης της ταυτότητας των διαπλεκομένων λόγων ή, με άλλα λόγια, ανάγκη καθολικής αναγνωρίσεως των σταθερών του γλωσσικού περιβάλλοντος, και ικανοποιείται με την αυθόρμητη, κατ' αρχήν, θέσπιση κανόνων (δηλαδή τρόπων) γλωσσικής συμπεριφοράς (δηλαδή ύφους). Εφαρμογή των κανόνων, ή τρόπων αυτών, συνιστά η υπαγωγή των λεγομένων σε ορισμένο κάθε φορά είδος λόγου ανάλογα με το περιεχόμενο τους (λ.χ. νομικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό, κοσμικό, θεωρητικό, πρακτικό, τεχνικό, καλλιτεχνικό κ.λπ.). Αποτέλεσμα, τέλος, της υπαγωγής αυτής είναι το αδιαχώριστο «μορφής» και «περιεχομένου»: το περιεχόμενο καθίσταται συνάρτηση της «μορφής» και η «μορφή» καθίσταται συνάρτηση του «περιεχομένου».
Α10. Η συνάρτηση μορφής και περιεχομένου στον ποιητικό λόγο έχει κατά καιρούς αποδοθεί ως συνάρτηση πραγματικότητας και φαντασίας, μουσικής και νοήματος, εικονοποιίας και ιδεών κ.ο.κ. Οι συναρτήσεις όμως αυτές, καθώς και η χρήση λεκτικών σχημάτων που τις υποστασιοποιούν (μεταφορές, παρομοιώσεις, μετωνυμίες, αλληγορίες, συμβολισμοί κ.λπ.) ισχύουν, αν και με διαφορετική πυκνότητα, και στον πεζό λόγο. Δεν συνιστούν, επομένως, κριτήρια ειδοποιού διαφοράς. Όπως δε συνιστά κριτήριο ειδοποιού διαφοράς και η φαινόμενη απόκλιση του ποιητικού λόγου από το «επικοινωνιακό» λεγόμενο πεδίο της γλώσσας, ενόσω τουλάχιστον ο ποιητικός λόγος παραμένει λόγος μεταδόσιμος. Αλλού, επομένως, πρέπει να ζητηθεί η διαφορά.
A11. Τόσο ο ποιητικός όσο και ο πεζός λόγος συγκροτούνται από λέξεις και «υποδιαιρέσεις» λέξεων. Επομένως, η μεταξύ τους διαφορά δεν μπορεί να είναι διαφορά «ύλης» αλλά διαφορά «δομής» (ύφους που λέγαμε οι παλιότεροι). Η δομή -κάθε δομή - συνιστά αποκρυστάλλωση ορμής. Ως γλωσσικές δομές, τόσο τα ποιήματα όσο και τα πεζά, συνιστούν αποκρυσταλλώσεις της ορμής προς το λέγειν. Η ορμή προς το λέγειν είναι πάντα ορμή προς επικοινωνία. Στην περιοχή των γλωσσικών συμβάσεων που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η επικοινωνία συντελείται με τη σύμπτωση των διαλεγομένων στο αυτό γλωσσικό πεδίο. Για λόγους συστηματικούς τα, δυνάμει, άπειρα γλωσσικά πεδία μπορούν να διακριθούν σε τρία κύρια είδη, ανάλογα με την τάση του λόγου (συνειδητή ή ασύνειδη - δεν έχει σημασία), που προσδιορίζει και το περιεχόμενο των λεγομένων: το λογικό, το βουλητικό και το υπαρξιακό. Στο λογικό πεδίο τα λεγόμενα τείνουν προς τη διευθέτηση πρακτικών ή γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων. Στο βουλητικό πεδίο τα λεγόμενα τείνουν προς τη διευθέτηση ζητημάτων κυριαρχίας και υποταγής. Στο υπαρξιακό πεδίο τα λεγόμενα τείνουν προς την αποφόρτιση του λέγοντος από τις εντάσεις που του προκαλεί η ύπαρξη του στον κόσμο. Έτσι, στο λογικό και στο βουλητικό πεδίο εκδηλώνονται η λογική και η βουλητική, αντίστοιχα, ταυτότητα του λέγοντος σε σχέση με τα λεγόμενα του, ενώ στο υπαρξιακό πεδίο, που τέμνει τα δυο άλλα, εκδηλώνεται η υπαρκτική ταυτότητα λέγοντος και λεγομένων. Τούτο σημαίνει ότι στο υπαρξιακό πεδίο της γλώσσας ο λέγων ταυτίζεται υπαρκτικά με τα λεγόμενα του, είναι τα λεγόμενα του, ανεξάρτητα από τη λογική τους συγκρότηση ή την βουλητική τάση που εκφράζουν. Και είναι τα λεγόμενα του, όχι γιατί έχει οπωσδήποτε βιώσει, αντικειμενικά και ελέγξιμα, ο, τι λέει, αλλά γιατί λέγοντας, ακριβώς, βιώνει αυτό που λέει, έστω και αν δεν το έχει «ζήσει» πράγματι. Εξαιτίας της ταυτίσεως αυτής υπερβαίνει, χωρίς να καταργεί, τις χρηστικές σημασίες των λέξεων και υπάρχει στον λόγο για την υπαρξιακή χαρά του λέγειν. Την χαρά αυτή αποδίδουν παραστατικά οι εκφράσεις «τη βρίσκει» λέγοντας, «φτιάχνεται» λέγοντας, «ρετάρει» λέγοντας, «τα δίνει όλα», λέγοντας ή ακούοντας -πού από ένα σημείο και πέρα είναι το ίδιο- και δεν θέλει πια να βγει από τη γλώσσα προς κάποιο αντικείμενο των αισθήσεων, προς νόημα οποιοδήποτε ή χάριν οποιασδήποτε επιβολής, αλλά θέλει να μείνει στη γλώσσα γιατί χάρη στη γλώσσα υπάρχει.
Α12. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι στο υπαρξιακό πεδίο τα λεγόμενα μπορούν να έχουν οποιοδήποτε περιεχόμενο, όχι γιατί ο, τι λέγεται εκεί είναι αδιάφορο, αλλά, αντίθετα, γιατί ο, τι λέγεται εκεί καθίσταται, για τον λέγοντα τουλάχιστον, απολύτως ενδιαφέρον. Η ευρύτητα αυτή σημαίνει ότι ο λόγος που εκφέρεται στο υπαρξιακό πεδίο συναιρεί, δυνάμει, όλα τα είδη του λέγειν, είναι, δηλαδή, λόγος δυνάμει καθολικός. Δυνάμει όμως καθολικός λόγος, λόγος δηλαδή που τείνει προς την απόλυτη έκφραση του συνόλου των φαινομένων που συνιστούν τον κόσμο, ήταν ανέκαθεν και παραμένει ο ποιητικός μόνο λόγος. Όλα τα άλλα είδη λόγου, στρέφονται προς επί μέρους φαινόμενα. Αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά του ποιητικού από τα άλλα είδη λόγου: ότι τείνει να πει τα πάντα. Τείνοντας όμως να πει τα πάντα βρίσκεται διαρκώς προ της ανάγκης ανακινήσεως του συνόλου της γλώσσας για την ανάδυση ή την απόδοση, κατά περίπτωση, όλων των δυνατών σημασιών που μπορεί να ορίσουν απολύτως αυτό που κάθε φορά πρέπει να ειπωθεί. Γι' αυτό ακριβώς και δεν υπάρχει ποιητική ορολογία. Οι όροι που αφορούν στην ποίηση, όπως «μέτρο», «ρυθμός», «μεταφορά», «μετωνυμία», «στίχος», «στροφή», «ομοιοκαταληξία» κ.λπ., είναι όροι της φιλολογίας ή της θεωρίας της λογοτεχνίας, δεν είναι όροι της ποίησης. Αντίθετα, όλα τα άλλα είδη λόγου, επειδή τρέπονται προς το μερικό, συγκροτούν ορολογίες οι όποιες αποσκοπούν στον γλωσσικό εγκλωβισμό των φαινομένων που μελετούν μέσα σε συγκεκριμένα, σταθερά, σημασιολογικά όρια.
Α13. Την τάση προς την απόλυτη έκφραση του συνόλου των φαινομένων που συνιστούν τον κόσμο, η οποία διαφοροποιεί τον ποιητικό λόγο από τα υπόλοιπα.
είδη λόγου, και την συνακόλουθη ανάγκη ανακλήσεως του συνόλου της γλώσσας για την ανάδυση η την απόδοση, κατά περίπτωση, όλων των δυνατών σημασιών αυτού που κάθε φορά πρέπει να ειπωθεί, υπηρετεί ο ικανός ποιητής υπερβαίνοντας και τα όρια των αντικειμενικών-χρηστικών σημασιών των λέξεων που χρησιμοποιεί και τα όρια υποκειμενικής βιώσεως της συνθήκης που συνιστά το εκάστοτε θέμα του. Στην υπέρβαση αυτή, που συντελείται πάντα στο υπαρξιακό πεδίο επικοινωνίας, οφείλεται και η δυνατότητα «της απειρίας των ενδεχομένων αναγνώσεων» -η οποία θέλγει τους αυτουργούς της «αναγνωστικής θεωρίας» και το σύνολο σχεδόν των «αποδομιστών» - και η αίσθηση βιωματικής κοινότητας που προκαλεί, στον δεκτικό αναγνώστη ή ακροατή, η ανάγνωση ή η ακρόαση ακόμη και ποιημάτων που αναφέρονται στην προσωπική μυθολογία του ποιητή.
Α14. Αυτή, ακριβώς, την ικανότητα έχει ο Κώστας Μόντης και γι' αυτό κάθε μια από τις επιτυχείς «Στιγμές» του, συμπιέζοντας σε ελάχιστη έκταση τη μέγιστη δυνατή ποιητική μάζα, αποδεσμεύει στη συνείδηση του δεκτικού αναγνώστη πολλαπλάσια της εκτάσεως της ποιητική ενέργεια, η οποία προκαλώντας, αλυσιδωτά, πολλαπλάσιες του φαινομένου νοήματος ερμηνευτικές εκδοχές διευρύνει, νοητά, το σημασιολογικό εύρος της συγκεκριμένης «Στιγμής» ως τα όρια αυτοτελούς και αυτοδύναμης ποιητικής μονάδας.

Β'

Β1. Η ποίηση των «Στιγμών» του Κώστα Μόντη, είναι ποίηση αιρετική και κατά τη «μορφή», και κατά το αισθητικό δόγμα και κατά το «περιεχόμενο» της.
Β2. Αιρετική κατά τη «μορφή», γιατί συμπτύσσει στο εύρος, συχνά, ενός μόνο στίχου ένα ακέραιο, αυτοτελές και αυτοδύναμο ποίημα.
Β3. Αιρετική κατά το αισθητικό δόγμα, γιατί παρεκκλίνει από την αισθητική ορθοδοξία του μοντερνισμού που επέβαλε, στο σύνολο σχεδόν των νεοτέρων της λογίων (με την εύλογη βέβαια, εξαίρεση των στρατευμένων ποιητών και των ποιητών της υπερρεαλιστικής τάσης) η τετράδα: Σεφέρης, Δημαράς, Καραντώνης και Κατσίμπαλης.
Β4. Η αισθητική ορθοδοξία που επέβαλαν, και με τα Νέα τους Γράμματα και με τα κείμενα τους εκτός «Νέων Γραμμάτων» οι Σεφέρης, Δημαράς, Καραντώνης και Κατσίμπαλης, απαγορεύει τον άμεσο ποιητικό λόγο - επί ποινή αμφισβητήσεως της ποιητικής ταυτότητας του παραβάτη. Η αμφισβήτηση του Καρυωτάκη είναι, εν προκειμένω, τυπική.
Β5. Ο «ορθόδοξος» ποιητικός λόγος, κατά το ιερατείο των «Νέων Γραμμάτων» είναι λόγος έμμεσος, ο όποιος εκφέρεται στα όρια του νεωτερικού, λεγόμενου, λογοτεχνικού κανόνα και αποσκοπεί στην πρόκληση συγκινήσεως τάξεως αισθητικής — δίχως, βέβαια, πρόθεση διασαλεύσεως της εν γένει καθεστηκυίας τάξεως. Κατά τούτο διαφέρει του ομόλογου τον αμιγώς αισθητικού λόγου, ο οποίος δεν θα εδίσταζε να ανατρέφει την καθεστηκυία τάξη, αν το εγχείρημα εκρίνετο ωραίο...
Β6. Έμμεσος λόγος είναι βέβαια ο λόγος του αστού. Του ανθρώπου πού, εξαιτίας της αγωγής του, δε λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι, πρωτίστως, ο λόγος του ανθρύπου που Θεωρεί ύψιστη απρέπεια και δείγμα ακραίας κακογουστιάς να γυμνώνεται συναισθηματικά μπροστά στον όμοιο του και να βγάζει στη φόρα όσα μόνο εντός του ταμείου του τολμά να ανασύρει, ανασκαλεύοντας μαζοχιστικά τις αβύσσους που τον τρομοκρατούν. Απωτέρως, οι ασύνειδες καταβολές του ταξικού αυτού ιδεολογήματος, ανάγονται στο ρωμαϊκό-νομικό λόγιο: έξεστι τοις συναλλασσομένους περιγράφει αλλήλους και έχει προφανή τον δαρβινικό του χαρακτήρα: όρος επιβιώσεως των συναλλασσομένων, εν γένει, είναι η απόκρυφη των κινούντων αυτούς ελατηρίων.
Β7. Το αισθητικό αυτό δόγμα, μεταλλαγμένο παράγωγο του συμβολισμού, προέκυψε ως αντίρροπο της ρομαντικής διαχύσεως, υιοθετήθηκε από τους αισθητιστές, προϋπήρξε, ασφαλώς, στα σαλόνια της ιθαγενούς διανόησης πολύ πριν το μεσουράνημα των πρωτευόντων αστέρων της «γενιάς του τριάντα» και κανένα, έρεισμα δεν έχει, ούτε στην ελληνική, ούτε βέβαια στην απώτερη δυτική-λογοτεχνική παράδοση.
Β8. Η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, στην οποία απωτέρως (και δια της ρωμαϊκής οδού) ανάγεται η καθόλου λογοτεχνική-δυτική παράδοση, έλεγε ανέκαθεν τα πράγματα με το όνομά τους (ας θυμηθούμε λ.χ. τι ωμά απερίφραστος υπήρξε ο Κάτουλος) και, παρά τα λεγόμενα υπό του Λέσσινγκ, ούτε ποτέ ντράπηκε να εκθέσει στην κοινή θέα τις πληγές της, ούτε ποτέ δαγκώθηκε για να μη της ξεφύγουν οι οιμωγές που ο πόνος των πληγών της προκαλούσε.
Β9. Αν μη τι άλλο, το ένα από τα δύο εισαγωγικά έργα της καθόλου δυτικής γραμματείας αρχίζει με τη δεδηλωμένη πρόθεση του ποιητή του να τραγουδήσει μιαν ασυγκράτητη οργή: Μήνιν άειδε Θεά του Πυλάδη Αχιλλέα - λέει ο Όμηρος πού, στερώντας τον... «επαρκή αναγνώστη» της ηδονής του συμβάλλεσθαι με τον δημιουργό προς αρτίωσιν του έργου, καταγράφει, με την ευσυνειδησία πολεμικού ανταποκριτή, ο, τι βλέπει και ο, τι ακούει φροντίζοντας επιμελώς να αντιδιαστέλλει τα σχόλια από τα γεγονότα.
Β10. Αυτής λοιπόν της παράδοσης συνεχιστής είναι και ο Μόντης. Δεν κρύβει την οργή του - την δηλώνει, «Οργιζόμαστε, κύριοι», λέει. «Αυτό: Οργιζόμαστε». Κι άλλου πάλι ρωτάει: «Είσαι βέβαιος ότι έχεις την αναγκαία οργή, είσαι βέβαιος ότι έχεις την απαιτούμενη οργή;».
Β11. Το ίδιο άμεσος είναι και στην έκφραση της αγάπης του, και στην έκφραση της λύπης του, και στην έκφραση της χαράς του, και λέει πάντα, πλήρης αυτοπεποιθήσεως και σε πρώτο πρόσωπο, αυτό που θέλει να πει, αδιαφορώντας εξοργιστικά όχι μόνο για το αν θα ενοχληθεί ο αναγνώστης, αλλά και για το αν θα ενοχληθεί η ποίηση του, την οποία δεν διστάζει να καταστήσει λιγότερο ποιητική ή παλαιϊκή, ή και διόλου ποιητική κάποτε, προκειμένου να την καταστήσει σημαίνουσα.
Β12. Είναι, δηλαδή, αιρετική και κατά το «περιεχόμενο» της η ποίηση των «Στιγμών» του Κώστα Μόντη - καθολικά, ριζικά και απροσχημάτιστα αιρετική.
Β13. Τα παραδείγματα, πάμπολλα και χαρακτηριστικά, βρίσκονται διάσπαρτα, όχι μόνο στις «Στιγμές» - αλλά σε όλο του το έργο και συγκροτούν, στο σύνολο τους, λόγο προκλητικά αντικοφορμιστικό - ανατρεπτικό όλων των συμβάσεων και όλων των ψεμάτων (κοινωνικών, οικογενειακών, πολιτικών, καλλιτεχνικών, εκκλησιαστικών, πατριωτικών) που «τραγουδούσαν» οι «στρατευμένοι» ποιητές όλων των αποχρώσεων και όλων των δογμάτων και που αντιπαρέρχονται θλιβερά «αγέρωχοι» και «αυτάρκεις» οι ποιητές των ιδιωτικών παθημάτων και της δημόσιας συναλλαγής.
Β14. Κατά τούτο, κυρίως συνιστά αίρεση και παραφωνία, η ποίηση του Μόντη: κατά το ότι απευθύνεται στον Δήμο για τα δημόσια και όχι για τα ιδιωτικά - που ακόμη κι αν είναι τα ιδιωτικά της Σαπφούς ή του Αλκαίου, ενδιαφέρουν τον Δήμο λιγότερο από τα δημόσια — αδιαφορώντας για τον «έπαινο» και του «Δήμου και των σοφιστών». Ενώ η λοιπή, προβαλλόμενη, ελληνόφωνη ποίηση των τελευταίων είκοσι, είκοσι πέντε χρόνων, παρά τις οποίες, ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι ποίηση ιδιωτών, απευθύνεται σε ιδιώτες, εκφράζει πάθη υποκειμενικά και αποστρέφεται τον Δήμο, μολονότι δεν αποστρέφεται διόλου τους σοφιστές.

Γ'

Γ1. Ποίηση που απευθύνεται κατά πρόσωπο στον Δήμο, καταγγέλλοντας, άλλοτε στοχαστικά, άλλοτε σαρκαστικά και άλλοτε ειρωνικά, τη φενάκη, την καπηλεία και τη συναλλαγή, είναι, στιγμιαία έστω, ποίηση εξαγνιστική «των τοιούτων παθημάτων», όπως και η τραγωδία. Αποκαθαίρει, δια της ταυτίσεως, την ψυχή του δεκτικού αναγνώστη καθιστώντας τον κοινωνό του πάθους και κοινωνό, επομένως, του απαξιωτικού λόγου που εκφέρει ο ποιητής και που γίνεται, έτσι, λόγος του αναγνώστη. Τέτοια η ποίηση του Κώστα Μόντη.
Γ2. Ο αναγνώστης βέβαια, όπως άλλωστε και ο ποιητής, εξακολουθεί, παρά την συντελεσθείσα κάθαρση, να φέρεται από τα πάθη του προς τα κοινά πάθη, γιατί η ποίηση δεν αναιρεί τη ζωή. Η φορά του, όμως, αυτή διαγράφεται σε υψηλότερο κάθε φορά επίπεδο, καθίσταται συνειδητότερη και μολονότι ποτέ σχεδόν δεν αναστέλλεται κρίσιμα, αναστέλλεται οπωσδήποτε μέχρι του βαθμού εκείνου συνειδητότητας και ευαισθησίας που είναι απαραίτητος για να καταστεί ποιοτικότερος ο ένδον και αξιοπρεπέστερος ο κοινωνικός βίος του δεκτικού αναγνώστη.
Γ3. Για να μιλήσω με όρους της εποχής - αυτό νομίζω ότι είναι, εντέλει, το κέρδος του δεκτικού αναγνώστη από την ποίηση του Κώστα Μόντη. Όσο για τον μη δεκτικό - κανείς δεν τον υποχρεώνει να διαβάσει Μόντη. Μπορεί κάλλιστα να διαλέξει κάποιον ηπιότερο, στρογγυλότερο, καθησυχαστικότερο, ιδιωτικότερο, ή κάποιον με περισσότερα άγχη, με λιγότερη αυτοπεποίθηση, με δημοσιότερες σχέσεις, με περισσότερες υποσχέσεις εισαγωγής του ομότροπού του αναγνώστη, στον κύκλο των «κορυφαίων» ποιητών της εβδομάδας. Από όλα έχει η αγορά και ο, τι μπορεί κανένας αγοράζει...